Κυριακή 29 Μαΐου 2016

“Για νὰ μὴν λυπάσθε….” Ἰωάννου Χρυσοστόμου

“Για νὰ μὴν λυπάσθε….”  

Ἰωάννου Χρυσοστόμου



“Δεν θέλω, ἀδελφοί μου, νὰ ἀγνοεῖτε τα σχετικὰ μὲ ἐκείνους ποὺ ἔχουν κοιμηθεῖ, γιᾶ νᾶ μὴν λυπάσθε, ὅπως ὅλοι οἱ ἄλλοι ποὺ δὲν ἔχουν ἐλπίδα. “Γιατί ἂν πιστεύουμε ὅτι ὁ Ἰησοῦς πέθανε καῖ ἀναστήθηκε, ἔτσι καῖ ὁ Θεός, ἐκείνους ποὺ ἔχουν κοιμηθεῖ, ὄντας ἐνωμένοι μαζί του μὲ τὴν πίστη στὸν Ἰησοῦ, θᾶ τοὺς πάρει κοντᾶ του”2.
1.- Ἂς δοῦμε λοιπόν, πρῶτα ἀπ’ὅλα αὐτό: Γιατί ὁ Ἀπόστολος, ὅταν μιλάει γιὰ τὸ Χριστὸ λέει το θὰνατό Του, “θάνατο”, ἐνῶ ὅταν μιλάει γιὰ τὸ τέλος του ἀνθρώπου, ὀνομάζει το θὰνατο “κοίμηση”, καὶ ὂχι “θάνατο”. Μιλάει γιὰ ὅσους ἔχουν “κοιμηθεὶ” καὶ ὄχι γιᾶ ὅσους “πέθαναν”. Αὐτοὺς ποὺ ἔχουν κοιμηθεῖ μὲ πίστη στὸν Ἰησοῦ νᾶ φέρει μαζί Του. Καὶ στὴ συνέχεια λέει: “ἐμεὶς οἱ ζωντανοὶ ποὺ θὰ μείνουμε πὶσω καὶ θὰ εἲμαστε στὴ ζωὴ ὅταν ἔρθει ὁ Κύριος, δὲν θὰ προφθάσουμε ὅσους θᾶ ἔχουν κοιμηθεί”3. Οὔτε ἐδῶ βέβαια, εἶπε “αὐτοὺς ποὺ ἔχουν πεθάνει”, ἀλλὰ μολονότι μιλάει τρίτη φορὰ γι’αὐτό, πάλι τὸ ὀνόμασε “κοίμηση”. Ὅταν ὅμως μιλάει γιὰ τὸ Χριστὸ λέει: “Ἂν πιστεύουμε ὅτι ὁ Χριστὸς πέθανε”. Δὲν λέει “κοιμήθηκε, ἀλλὰ “πέθανε”.
Γιατί λοιπόν, τὸ θὰνατό του Χριστοῦ τὸν ὀνόμασε θὰνατο, ἐνῶ τὸν θὰνατό του ἀνθρώπου τὸν ὀνόμασε κοίμηση; Δὲν χρησιμοποίησε ἀσφαλώς, ὁ Ἀπόστολος ἄσκοπα καὶ ἐπιπόλαια αὐτὲς τὶς λέξεις, ἀλλὰ θέλησε μὲ αὐτὴ τὴ διάκριση, νὰ διδάξει κάτι πολὺ σπουδαῖο καὶ μεγάλο.
Γιὰ τὴν περίπτωσή του Χριστοῦ, χρησιμοποίησε τὴ λέξη “θάνατο”, γιὰ νὰ βεβαιώσει το πάθος Του. Γιὰ τους ἀνθρώπους ὅμως χρησιμοποίησε τὴ λέξη “κοίμηση” γιὰ νὰ παρηγορήσει τὸν πόνο μας.
Ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε γι’αὐτὸ καὶ ὁ Ἀπόστολος χρησιμοποιεῖ μὲ ἄνεση τὴ λέξη “θάνατος”. Γιὰ τὴν περίπτωση ὅμως τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος στηρίζεται στὴν ἐλπίδα της ἀναστάσεώς Του, χρησιμοποιεῖ ὁ Ἀπόστολος τὴ λέξη “κοίμηση”, προσπαθώντας ἔτσι, νὰ παρηγορήσει τους δικοὺς γιὰ τὴν στέρησή του ἀνθρώπου ποὺ ἔφυγε καὶ ταυτόχρονα νᾶ τοὺς ἐνισχύσει μὲ τὴν ἐλπίδα της ἀναστάσεως. Γιατί, ὅποιος ἔχει κοιμηθεῖ, σίγουρα θᾶ ἀναστηθεῖ, ἐφόσον ὁ θάνατος δὲν εἶναι τίποτα ἄλλο, παρὰ ὕπνος μακρύς.
Μπορεῖς βέβαια, νὰ πεῖς ὅτι αὐτὸ ποὺ πέθανε οὔτε αἰσθάνεται, οὔτε ἀκούει, οὔτε βλέπει τίποτα. Καὶ σ’αὐτὸν ὅμως, ποὺ κοιμᾶται συμβαίνει το ἲδιο. Θὰ μπορούσαμε μάλιστα, νὰ σημειώσουμε ἐδῶ κάτι ἀξιοθαύμαστο. Ἡ ψυχὴ δηλαδή, ἐκείνου ποὺ κοιμᾶται συμμετέχει κατὰ κάποιο τρόπον στὸν ὕπνο του σώματος. Ἡ ψυχὴ ὅμως ἐκείνου ποὺ ἔχει πεθάνει, παραμένει σὲ ἐγρήγορση.
Θᾶ μποροῦσε ἴσως κάποιος νᾶ πεῖ: Ναί, καλὰ ὅλα αὐτά, ἀλλὰ ἐκεῖνος ποὺ πεθαίνει, σὲ λίγο σαπίζει, διαλύεται καὶ γίνεται σκόνη καὶ στάχτη. Τί σημασία ἔχει ὅμως αὐτό, ἀγαπητέ μου; Αὐτὸ εἶναι ἀκριβώς, ἐκεῖνο γιὰ τὸ ὀποῖο πρέπει νᾶ χαίρεσαι. Γιατί αὐτὸ κάνει καὶ ὁ ἄνθρωπος ὅταν θέλει νᾶ ξαναφτιάξει ἕνα σπίτι, ποὺ πάλιωσε. Βγάζει δηλαδή, πρῶτα ἔξω τοὺς ἐνοίκους του καὶ μετά, ἀφοῦ γκρεμίσει το παλιὸ χτίζει καινούργιο καὶ ὀμορφότερο. Φυσικά, καθόλου δὲν λυποῦνται οἱ ἔνοικοι ποὺ βγῆκαν γιᾶ λίγο ἀπὸ τὸ παλιὸ σπίτι, ἀλλὰ χαίρονται πάρα πολύ. Γιατί δὲν τοὺς ἀπασχολεῖ ἡ κατεδάφηση, ἀλλὰ χαίρονται προκαταβολικᾶ γιᾶ τὴν νέα οἰκοδομὴ ποὺ θὰ ξαναχτιστεῖ.
Τὸ ἲδιο ἀκριβώς, κάνει καὶ ὁ Θεός. Ἐπειδὴ θέλει νᾶ μᾶς ἀνακαινίσει, διαλύει το σῶμα μας, ἀφοῦ πρῶτα βγάλει ἔξω ἀπὸ αὐτὸ τὴν ψυχή μας, γιὰ νὰ ἀνακαινίσει το σῶμα καὶ μετὰ νὰ ἐγκαταστήσει μέσα τὴν ψυχή, μὲ περισσότερη λαμπρότητα καὶ δόξα.
2.- Τὸ ἲδιο θα’κανε καὶ ἂν κάποιος εἶχε ἕνα μεταλλικὸ ἀντικείμενο ποὺ ἔχει σκουριάσει ἀπὸ τὸ χρὸνο. Θὰ τὸ ἔσπαζε σὲ μικρὰ κομμάτια, θὰ τὸ ἔλιωνε στὸ καμίνι καὶ θὰ τὸ ξανάχυνε, φτιάχνοντας ἒτσι ἕνα καινούργιο πιὸ λαμπρὸ καὶ ὄμορφο. Ὅπως λοιπόν, ἡ διάλυσή του μετάλλου στὸ καμίνι δὲν εἶναι ἀφανισμός, ἀλλὰ ἀνάπλαση τοῦ ἀντικειμένου, ἔτσι καὶ ὁ θάνατός του ἀνθρώπινου σώματος δὲν εἶναι καταστροφή, ἀλλὰ ἀνακαίνηση. Ὅταν λοιπόν, δεῖς νᾶ διαλύεταί το σῶμα καὶ νὰ σαπίζει, ὅπως λυώνει το μὲταλλο στὸ καμίνι, μὴ σταματήσεις σ’αὐτὸ ποὺ βλέπεις, ἀλλὰ νᾶ προσδοκᾶς τὴν ἀνακαίνηση. Οὔτε πάλι, νὰ σταθεὶς στὴν ἀναλογία του παραδείγματος μὲ τὴν ἀνοικοδόμηση, ἀλλὰ γύρισε πάλι τὴ σκέψη σου στὸ παράδειγμά του μεταλλουργοῦ.
Ὁ μεταλλουργὸς ὅταν χύνει το παλιὸ μὲταλλο δὲν ξαναφτιάχνει γιὰ παράδειγμα, χρυσὸ καὶ ἀθάνατο ἀνδριάντα, ἀλλὰ μεταλλικὸ καὶ ἄψυχο. Ὁ Θεὸς ὅμως, δὲν κάνει ἔτσι, ἀλλὰ ἐνῶ βάζει στὴ γῆ πήλινο καῖ θνητό σῶμα, ἀνασταίνει χρυσὸ καὶ ἀθάνατο ἀνδριάντα. Δέχεται ἡ γῆ φθαρτό καῖ θνητό σῶμα καί σου ἐπιστρέφει ἄφθαρτο καὶ ἀθάνατο.
Μὴν στέκεσαι λοιπόν, σὲ ἐκεῖνον ποὺ ἔχει πιᾶ κλείσει τα μάτια του καὶ κείτεται βουβὸς καὶ ἄφωνος, ἀλλὰ σκέψου ἐκεῖνον ποὺ θὰ ἀναστηθεῖ. Σκέψου ἐκεῖνον ποὺ θὰ ἀπολαύση δόξα ἀνέκφραστη, θαυμαστὴ καὶ ἐξαίσια. Στρέψε τα μάτια σου ἀπὸ αὐτὸ ποὺ βλέπεις, σὲ ἐκεῖνο ποὺ θὰ γίνει.
Ὀδύρεσαι βέβαια καὶ θρηνεῖς, γιατί ἔχασες τὴν συντροφιὰ ἑνὸς δικού σου ἀνθρώπου. Δὲν εἶναι ὅμως λίγο παράλογο, ἀγαπητέ μου, νὰ παντρεύεις γιὰ παράδειγμα, τὴν κόρη σου σὲ ξένο τόπο, καὶ νὰ μὴν στεναχωριέσαι ποὺ εἶναι μακριᾶ σου, ἀφοῦ περνάει καλὰ καὶ εἶναι ἐκεὶ εὐτυχισμένη κι ἐδῶ ποὺ ὄχι κανένας ἄνθρωπος, ἀλλὰ ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος πῆρε κοντά Του τὸν ἂνθρωπό σου νὰ θρηνεῖς σπαρακτικὰ καὶ νὰ ὀδύρεσαι;
Θά μου πεῖς βέβαια, πὼς μπορῶ νὰ μὴν πονάω, ἄνθρωπός μου εἶναι αὐτὸς ποὺ ἔφυγε. Οὔτε ἐγὼ ὅμως, σοῦ λέω κάτι τέτοιο. Δὲν σοῦ μιλάω γιὰ τὴ λύπη ἀλλὰ γιὰ τὴν ὑπερβολή. Γιατί, τὸ νὰ λυπᾶται κανεὶς εἶναι φυσικό. Τὸ νὰ χτυπιέται ὅμως, πὰνω ἀπὸ τὸ μὲτρο, εἶναι δεῖγμα μανίας, παραφροσύνης καὶ ἀδυναμίας ποὺ συνήθως ἐκδηλώνει ἡ γυναικεία ψυχή.
Πόνεσε, κλάψε, ἀλλὰ μὴν ἀπογοητεύεσαι, μὴν θυμώνεις καὶ μὴν ἀγανακτεῖς. Εὐχαρίστησέ το Θεὸ ποὺ παίρνει τὸν ἂνθρωπό σου. Ἔτσι θὰ τιμήσεις ἐκεῖνον ποὺ ἔφυγε ἀπὸ αὐτὴ τὴ ζωὴ καὶ ἔτσι, θὰ τὸν ἐφοδιάσεις μὲ λαμπρά, ἐντάφια δῶρα. Ἂν ὅμως ἀπελπιστεῖς καὶ ἐκεῖνον ποὺ ἔφυγε δυσκολεύεις καὶ Ἐκεῖνον ποὺ τὸν πῆρε βλασφημεῖς καὶ τὸν ἑαυτό σου βλάπτεις. Ἀντίθετα, ἂν εὐχαριστεῖς γι’αὐτὸ τὸν Θεό, καὶ τὸν ἂνθρωπό σου ἐτίμησες καὶ τὸν Θεὸ ποὺ τὸν πῆρε δόξασες καὶ τὸν ἑαυτό σου ἔχεις ὠφελήσει.
Δάκρυσε, στὸ μέτρο ποὺ δάκρυσε κι ὁ Κύριος σου γιὰ τὸ Λάζαρο καὶ ἒτσι μὲ τὸ παράδειγμά Του, ἔχει θέσει μέτρα, ὅρους καὶ κανόνα της λύπης καὶ σὲ μάς. Αὐτά τα ὅρια, δὲν πρέπει ποτὲ νᾶ τὰ ὑπερβαίνουμε. Τὸ ἲδιό μας διδάσκει καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: “Γιὰ ἐκείνους” λέει, “ποὺ ἔχουν κοιμηθεῖ, θέλω νᾶ ξέρετε, τί ἀκριβὼς συμβαίνει, γιᾶ νᾶ μὴν λυπόσαστε, σᾶν τους ἄλλους ποὺ δὲν ἔχουν ἐλπίδα”. Νᾶ λυπᾶσαι, λέει ὁ Ἀπόστολος, ἀλλὰ ὄχι σάν τους εἰδωλολάτρες, ποὺ δὲν ἔχουν ἰδέα γιὰ τὴν ἀνάστασή των νεκρῶν, καὶ γι’αὐτὸ δὲν ἐλπίζουν γιὰ τὴν μέλλουσα ζωή.
Σᾶς λέω εἰλικρινὰ πὼς ντρέπομαι καὶ κοκκινίζω, ὅταν περπατάω ἔξω καὶ συναντῶ γυναῖκες νὰ κλαῖνε γοερά, νὰ χτυπιοῦνται, νὰ τραβοῦν τὰ μαλλιά τους, νὰ ξεσκίζουν το πρὸσωπό τους. Καὶ τὸ χειρότερο αὐτά τα κάνουν μπροστᾶ στὰ μάτια των ἄλλων ποὺ εἶναι εἰδωλολάτρες. Πολὺ δίκιο θὰ ἔχουν αὐτοὶ νὰ πούν: Αὐτοὶ εἶναι οἱ χριστιανοί, ποὺ πιστεύουν στὴν ἀνάστασή των νεκρῶν; Αὐτοὶ εἶναι ἀσφαλώς, ἀλλὰ δὲν συμφωνοῦν τα λόγια τους μὲ τὰ ἔργα τους. Μὲ τὰ λόγια πιστεύουν στὴν ἀνάστασή των νεκρῶν, στὴν πράξη ὅμως, συμπεριφέρονται σᾶν ἐκείνους ποὺ δὲν ἔχουν ἐλπίδα. Ἂν πίστευαν πραγματικά, ὅτι ὑπάρχει ἀνάσταση, δὲν θᾶ ἔκαναν ὅσα τώρα κάνουν. Ἆν ἦταν βέβαιοι, ὅτι ὁ ἄνθρωπός τους ἔφυγε, γιᾶ νᾶ κληρονομήσει τὴν ἐπουράνια δωρεά, δὲν θὰ θρηνοῦσαν ἀπαρηγόρητα.
Αὐτὰ καὶ πολὺ περισσότερά μας καταμαρτυροῦν οἱ ἄπιστοι, ὅταν ἀκοῦν τὰ μοιρολόγια μας. Ἂς ντραποῦμε λὶγο καὶ σοβαρευτοῦμε, γιὰ νὰ μὴν βλὰπτουμε καὶ τὸν ἑαυτό μας καὶ ὅσους μας βλέπουν νᾶ συμπεριφερόμαστε κατ’αὐτὸ τὸν τρόπο.
Ἐξήγησέ μου λίγο, γιὰ ποιὸ λόγο σπαράζεις καὶ μοιρολογᾶς ἐκεῖνον ποὺ ἔφυγε; Ἂν ἦταν κακός, πρέπει νᾶ εὐχαριστεῖς τὸν Θεό, γιατί ἔδωσε τέλος στὴν κακία του. Ἂν ἦταν καλόγνωμος πρέπει νᾶ χαίρεσαι, γιατί τὸν πῆρε ἔγκαιρα κοντά Του ὁ Θεός, πρὶν ἀλλάξει καὶ χάσει τῆ σύνεσή του ἐξαιτίας της κακίας. Ἔφυγε πιᾶ σὲ τόπο ποὺ εἶναι ἀσφαλισμένος καὶ δὲν κινδυνεύει νᾶ χάσει τῆ σωφροσύνη του.
Ἴσως μοῦ πεῖς ὅτι κλαῖς γιατί αὐτὸς ποὺ ἔφυγε ἦταν νέος. Δόξασε λοιπόν, τὸν Θεὸ ποὺ τὸν πῆρε νωρίς, στὴν ἐπουράνια κληρονομιά. Ἀλλὰ κι ἂν ἦταν γέρος, θὰ ἔπρεπε νᾶ εὐχαριστεῖς καὶ νᾶ δόξασεις τὸν Θεὸ ποὺ τὸν ξεκούρασε.
Νὰ σεβαστεῖς, σὲ παρακαλῶ, τὴν ὥρα τῆς ἐξόδιας ἀκολουθίας. Ψάλλονται τόσα πολλὰ καὶ ὡραία τροπάρια, διαβάζονται τόσες εὑχές. Εἶναι συγκεντρωμένος μεγάλος κύκλος πατέρων της Ἐκκλησίας καὶ πνευματικῶν ἀδελφῶν χριστιανῶν, ὄχι γιὰ νὰ βλέπουν ἐσένα νὰ κλαῖς καὶ νὰ ὀδύρεσαι μὲ ἀγανάκτηση, ἀλλὰ γιᾶ νᾶ εὐχαριστεῖς τὸν Θεὸ ποὺ τὸν ἀνέπαυσε. Γιατί, ὅπως γίνεται ὅταν πρόκειται νᾶ ἀναλάβει ἕνα σπουδαῖο ἀξίωμα, ποὺ τὸν προπέμπουν μὲ ἐπευφημίες καὶ ζητωκραυγές, ἒτσι γίνεται καὶ στὴν κηδεία. Φεύγει ὁ πιστός, γιὰ νὰ δεχθεὶ τὴν ἐπουράνεια κληρονομία καὶ νὰ δεχθοὺν μεγαλύτερη τιμὴ καὶ σύσσωμη ἡ Ἐκκλησία τὸν προπέμπει μὲ εὐχὲς καὶ ψαλμωδίες.
Ὁ θάνατος εἶναι ἀνάπαυση, εἶναι ἀπαλλαγὴ ἀπὸ κόπους καὶ μέριμνες βιωτικές. Γι’αὐτὸ καὶ ὅταν δεῖς κάποιον δικό σου, νὰ φεύγει ἀπὸ αὐτὴ τὴ ζωή, μὴν ἀγανακτεῖς, ἀλλὰ στρέψου μὲ κατάνυξη στὸν ἑαυτό σου. Ἐξέτασε τὴ συνείδησή σου. Ἀναλογίσου ὅτι μετὰ ἀπὸ λίγο, τὸ ἲδιο τέλος περιμένει κι ἐσένα. Σοβαρέψου καὶ κᾶνε το θὰνατό του ἄλλου ἀφορμὴ γιὰ δική σου ἀνάνηψη. Σταμάτησε νὰ ζεῖς ἀδιάφορα, σκέψου τί ἔχεις ἐσὺ μέχρι τότε κάνει. Διόρθωσέ τα λάθη σου, ἄλλαξε τὴ ζωή σου. Αὐτὸ ἀκριβὼς εἶναι, ἐκεῖνο ποὺ ξεχωρίζει τοὺς χριστιανοὺς ἀπὸ τοὺς ἀπίστους. Ἀλλιὼς κρίνουν οἱ χριστιανοί τα πράγματα. Ὁ ἄπιστος κυττάζει τὸν οὐρανὸ καὶ τὸν προσκυνάει, γιατί νομίζει πὼς ὁ οὐρανὸς εἶναι Θεός. Στρέφει στὴ γῆ καῖ τὴν λατρεύει καὶ θαυμάζει ὅτι ὑλικὸ ὑπάρχει πάνω σ’αὐτή.
Οἱ χριστιανοὶ ὅμως, δὲν κάνουν το ἲδιο. Βλὲπουν τὸν οὐρανὸ καὶ δοξάζουν τὸν Δημιουργό του, γιατί πιστεύουν ὅτι ὁ οὐρανὸς εἶναι δημιούργημα καὶ ὄχι Θεός. Ἡ θέα της δημιουργίας χειραγωγεῖ τὸν πιστὸ πρὸς τὸν Δημιουργό της. Ὃ ἄπιστος βλέπει τὸν πλοῦτο καὶ τὰ ἐπίγεια ἀγαθὰ καὶ σαγηνεύεται. Βλέπει κι ὁ χριστιανὸς τὸν πλοῦτο καὶ τὸν περιφρονεῖ. Εἶναι φτωχὸς ὁ ἄπιστος καὶ ὀδύρεται. Ζεῖ φτωχικὰ ὁ χριστιανὸς καὶ χαίρεται. Διαφορετικᾶ βλέπει ὁ χριστιανός τα πράγματα κι ἀλλιὼς ὁ ἄπιστος.
Τὸ ἲδιο ἀκριβὼς κάνουμε καὶ μὲ τὸ θὰνατο.Βλέπει τὸν νεκρὸ ὁ ἄπιστος καὶ τὸν θεωρεῖ ὁριστικὰ χαμένο. Τὸν βλέπει κι ὁ χριστιανὸς καὶ τὸν θεωρεῖ σᾶν νᾶ βρίσκεται σὲ βαθὺ ὕπνο. Συμβαίνει καὶ στὴν περίπτωσή του θανάτου, ὅτι γίνεται καὶ μὲ τὰ γράμματα. Ὅλοι ἔχουμέ τα ἴδια μάτια καὶ βλέπουμέ τα γράμματα. Ἐκεῖνοι ποὺ ξέρουν νὰ διαβάζουν, εἰσπράττουν το μήνυμα ποὺ ἔχουν μέσα τους, καθὼς διαβάζονταί τα γράμματα. Ὅσοι ὅμως δὲν ξέρουν νᾶ διαβάζουν, βλέπουν βέβαιά τα γράμματα, ἀλλὰ δὲν παίρνουν κανένα μήνυμα ἀπὸ τὴν ὕπαρξή τους.
Κάτι ἀνάλογο συμβαίνει καὶ στὴ ζωή μας. Μὲ τὰ ἴδια μάτια βλέπουμε τὰ γεγονότα, ἀλλὰ ὄχι καὶ μὲ τὸ ἲδιο πιστεύω. Ἐφόσον λοιπόν, διαφέρουμε ὡς χριστιανοὶ ἀπὸ τοὺς ἄπιστους, πὼς μποροῦμε νὰ συμπεριφερόμαστε ἴδια μ’αὐτούς, ὅταν φεύγει κάποιος δικός μας ἀπὸ αὐτὴ ἐδῶ τῆ ζωή;
3.- Ἀναλογίσου, ἀγαπητέ μου, γιὰ ποιὸ λόγο ἔφυγε ὁ ἄνθρωπός σου ἀπὸ αὐτὴ ἐδῶ τῆ ζωή, καὶ παρηγορήσου. Αὐτὸς τώρα βρίσκεται μαζὶ μὲ τὸν Ἀπόστολο Παὺλο, μὲ τὸν Ἀπόστολο Πὲτρο, μὲ τὸ χορὸ ὅλων των Ἁγίων. Ἀναλογίσου πὼς θὰ ἀναστηθεῖ μὲ μεγάλη δόξα καὶ λαμπρότητα. Μὲ τὰ κλάματα καὶ τοὺς ὀδυρμοὺς δὲν μπορεῖς νὰ ἀλλάξεις τίποτα ἀπ’ὅσα ἔχουν πιᾶ γίνει. Ἀντίθετα, θὰ κάνεις μεγάλο κακὸ στὸν ἑαυτό σου. Σκέψου ποίους; μοιάζεις μὲ τὰ κλάματα καὶ τὰ μοιρολόγια σου. Μὴν γίνεσαι κοινωνός της ἁμαρτίας των ἀπίστων. Ποιοὺς μιμῆσαι μὲ τοὺς ὀδυρμούς; Ποιοὺς ζηλεύεις; Ἀσφαλὼς τοὺς ἄπιστους, αὐτοὺς ποὺ δὲν ἔχουν ἐλπίδα, καθὼς εἶπε καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: “Γιὰ νὰ μὴν λυπόσαστε ὅπως ἐκεῖνοι ποὺ δὲν ἔχουν ἐλπίδα”. Πρόσεξε, τί ἀκριβὼς θέλει νᾶ πεῖ ὁ Ἀπόστολος. Δὲν εἶπε “ἐκεῖνοι ποὺ δὲν ἔχουν ἐλπίδα γιὰ ἀνάσταση”, ἀλλὰ “αὐτοὶ ποὺ δὲν ἔχουν ἐλπίδα”. Γιατί, αὐτὸς ποὺ δὲν ἐλπίζει στὴ μέλλουσα Κρίση, δὲν ἔχει καμιὰ ἐλπίδα, οὔτε γνωρίζει ὅτι ὑπάρχει Θεός, οὔτε γιὰ τὴ ματαιότητα τῶν παρόντων καὶ τὴν Θεία Πρόνοια, ποὺ ἐπιβλέπει καὶ φροντίζει γιᾶ ὅλους καὶ ὅλα.
Αὐτὸς βέβαια, ποὺ δὲν γνωρίζει καὶ δὲν πιστεύει στὸ Θεὸ εἶναι πιὸ ἀνόητος καὶ ἀπὸ θηρίο, ἐφόσον ἔχει πετάξει ἀπὸ μέσα τοῦ κάθε ἰερὸ καὶ ὂσιο. Γιατί ὅποιος δὲν περιμένει ὅτι θᾶ λογοδοτήσει γιᾶ τὰ ἔργα του, δὲν νοιάζεται ν’ἀποκτήσει τὴν ἀρετὴ οὔτε νὰ ἀποβάλλει τὴν κακία.
Ἂς ἀποφεύγουμε λοιπὸν νὰ μοιάζουμε στὴ συμπεριφορὰ μὲ τοὺς ἄπιστους, τώρα ποὺ καταλαβαίνουμέ το βάθος των πραγμάτων καὶ ἀφοῦ κατανοήσαμε τὴν ἀνοησία καὶ τὴν παραφροσύνη των ἀπίστων ἀνθρώπων ποὺ θρηνοῦν ἔτσι καὶ κόπτονται. Γιατί καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γι’αὐτό το λὸγο σου τοὺς ἔφερε ὡς παράδειγμα. Σοῦ τοὺς ἀνέφερε γιᾶ νᾶ δεῖς σὲ ποιὸ λάθος πέφτεις μὲ τὸ νὰ τοὺς μιμῆσαι στὴν συμπεριφορά. Κι ἔτσι, νᾶ φροντίζεις νᾶ ἀποφύγεις τὴν συμφωνία μαζί τους καὶ νὰ ἐπανέλθεις στὴ δική σου, χριστιανικὴ εὐγένεια.
Αὐτὲς τὶς ἀναφορὲς τὶς κάνει συχνὰ καὶ σὲ ἄλλες περιπτώσεις ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Γιατί, θέλει νᾶ μᾶς δείξει, μὲ ποίους μοιάζουμε στὴ συμπεριφορά, ὥστε νὰ ντραποῦμε ἀπὸ τὰ χάλια μας καὶ νὰ ἀποφύγουμε νὰ ὁμοιωνόμαστε στὴν ἁμαρτία μὲ τοὺς ἄπιστους.
Γράφοντας λοιπόν, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος πρὸς τοὺς Θεσσαλονικεῖς, ἔλεγε: “Καθένας νᾶ συγκρατεῖ το σῶμα του καὶ νὰ τὸ διατηρεῖ ἁγιασμένο καὶ τιμημένο καὶ νὰ μὴν γινόσαστε αἰχμάλωτοί του πάθους της ἀτιμίας, ὅπως κάνουν οἱ εἰδωλολάτρες, ποῦ δέν γνωρίζουν τὸν Θεό”4. Καὶ πάλι: “Νὰ μὴν ζῆτε ὅπως οἱ εἰδωλολάτρες, ποὺ συμπεριφέρονται σύμφωνα μὲ τῆ ματαιότητά του λογισμοῦ τους”5.
Κατὰ τὸ ἲδιο τρόπο, γράφει καὶ σ’αὐτὴ τὴν περίπτωση ὁ Ἀπόστολος καὶ λέει: “Δὲν θέλω νᾶ ἀγνοεῖτε, ἀδελφοί μου, ὅσα ἔχουν σχέση μ’ἐκείνους ποὺ ἔχουν κοιμηθεῖ, γιᾶ νᾶ μὴν λυπάσθε, ὅπως οἱ ἄλλοι ποὺ δὲν ἔχουν ἐλπίδα”. Γιατί δὲν εἶναι τα ἴδια τὰ γεγονότα πού μας κάνουν νᾶ λυπόμαστε, ἀλλά ἡ προαίρεσή μας. Δέν εἶναι ὁ θάνατός του ἀνθρώπου ποὺ ἔφυγε, ἀλλὰ ἡ ἀδυναμία αὐτῶν ποὺ εἶναι στὴ ζωὴ καὶ θρηνοῦν.
Τὸν πιστὸ λοιπὸν ἄνθρωπο, κανένα ἀπὸ τὰ γεγονότα αὐτῆς της ζωῆς δὲν μπορεῖ νὰ τὸν λυπήσει ὑπερβολικᾶ. Ἀντίθετα ὁ χριστιανὸς διαφέρει ἀπὸ τὸν ἂπιστο καὶ σ’ αὐτὴ ἀκόμη τὴ ζωή. Γιατί στηριγμένος στὴν ἐλπίδα τῶν μελλόντων ἀπολαμβάνει ἀπὸ τῶρα τους καρπούς της πίστης τοῦ στὸν Χριστό, ποὺ εἶναι ἡ ἀπέραντη χαρὰ καὶ ἡ διαρκὴς εὐφροσύνη. Γι’αὐτὸ καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέει: “Νὰ χαίρετε μὲ τῆ χαρά του Κυρίου, πάντοτε”6. Ὥστε λοιπόν, δὲν εἶναι λίγη ἡ ἀμοιβὴ ποὺ ἔχουμε δεχθεὶ καὶ πρὶν ἀπὸ τὴν ἀνάσταση. Ἔχουμε λάβει τῆ δωρεὰ ὥστε νὰ μήν μας καταβάλλει κανένα κακὸ ἀπ’ ὅσα μας συμβαίνουν, ἀλλὰ ἡ ἐλπίδα τῶν μέλλοντων ἀγαθῶν, νὰ γεμίζει τὴν ψυχή μας παρηγοριά.
Ὅπως ἐμεὶς κερδίζουμε καὶ σ’αὐτὴ τὴ ζωὴ καὶ στὴν ἄλλη, ἔτσι καὶ οἱ ἄπιστοι. Αὐτοὶ ζημιώνονται καὶ τώρα, ἀλλὰ καὶ μετὰ τὴν ἒξοδό τους ἀπὸ αὐτὴ τὴ ζωή. Κι ἐδῶ δηλαδῆ, καταβάλλονται ἀπ’ὅσα λυπηρὰ τοὺς συμβαίνουν καὶ μετὰ τὸν θάνατον, θὰ τιμωρηθοῦν, ἐξαιτίας της ἀπιστίας τοὺς στὴν ἀνάσταση.
Θᾶ πρέπει λοιπόν, νὰ εὐχαριστοῦμε τὸν Θεό, ὂχι μονάχα γιατί θὰ ἀναστηθοῦμε, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ἴδια τὴν ἐλπίδα τῆς ἀνάστασης, ἡ ὁποία παρηγορεῖ τὴν πονεμένη ψυχὴ καὶ τὴν ἐνισχύει νὰ προσδοκᾶ τὴν ἀνάσταση καὶ τὴν συνάντηση μ’ ἐκείνους, ποὺ ἔχουν ἤδη φύγει ἀπὸ αὐτὴ τὴ ζωή.
Ἂν πρέπει γιᾶ κάποιους νᾶ πονᾶμε καὶ νᾶ πενθοῦμε εἶναι γιᾶ ἐκείνους ποὺ ζοῦν στὴν ἁμαρτία καὶ ὅχι γιὰ ἐκείνους ποὺ ἔφυγαν ἀπὸ αὐτὴ τὴ ζωή.
Αὐτὸ κάνει καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὅταν γράφει στοὺς Κορινθίους καὶ λέει: “Μήπως ὅταν ἔλθω ἐκεὶ μὲ ταπεινώσει ὁ Θεὸς καὶ πενθήσω πολλούς”7. Δὲν εἶπε, θᾶ πενθήσω αὐτοὺς ποὺ ἔφυγαν ἀπὸ τὴ ζωὴ ἀλλά, αὐτοὺς ποὺ ἁμάρτησαν καὶ δὲν ἔχουν μετανοήσει γιᾶ ὅτι ἔκαναν. Αὐτοὺς πρέπει νᾶ κλαῖμε. Ἔτσι συμβουλεύει καὶ ὁ σοφὸς Σολωμόντας καὶ λέει: “Κλάψε το νεκρὸ ποὺ ἔχασέ το φῶς του ἥλιου. Κλάψε ὅμως καὶ τὸν ἀνόητο, γιατί ἔχασε τὴ σύνεση”8. Κλάψε λὶγο ἐκεῖνον ποὺ ἔφυγε, γιατί ἔχει πλέον ἀναπαυθεῖ. Τοῦ ἀσύνετου ὅμως ἀνθρώπου ἡ ζωὴ εἶναι χειρότερη ἀπὸ τὸ θὰνατο. Καὶ ἄν, αὐτὸς ποὺ ἔχει χάσει τῆ σύνεση εἶναι ἄξιος θρήνων, τί θά ’πρεπε νά κάνει κανεῖς, γιά ἐκεῖνον ποὺ ἔχει στερηθεῖ κάθε ἀρετὴ ἔχει ἐκπέσει ἀπὸ τὴν ἐλπίδα στὸν Θεό;
Αὐτοὺς ἐμεὶς πρέπει νᾶ πενθοῦμε. Γιατί, αὐτό το πένθος ἔχει ἀξία. Αὐτοὺς πολλὲς φορές, μὲ τὸ νὰ τοὺς θεωροῦμε χαμένους, τοὺς διορθώσαμε. Τὸ νὰ θρηνοῦμε ὅμως, γι’αὐτοὺς ποὺ ἔχουν φύγει ἀπὸ τῆ ζωή, εἶναι ἀνόητο καὶ βλαβερό. Ἂς μὴν ἀντιστρέψουμε λοιπόν, τὰ πράγματα, ἀλλὰ ἂς κλαῖμε μονάχα γιὰ τὴν ἁμαρτία. Ὅλα τα ἄλλα, εἴτε εἶναι φτώχεια, εἴτε ἀρρώστια, εἴτε πρόωρος θάνατος, εἴτε κάποια προσβολὴ ἡ συκοφαντία πού μας ἔγινε, εἴτε ὁτιδήποτε ἄλλο κακό, ἀπὸ αὐτὰ πού μας συμβαίνουν σ’αὐτὴ τὴ ζωή, νὰ τὰ ὑπομείνουμε μὲ γενναιότητα. Γιατί αὐτὲς οἱ συμφορές, ἂν τὶς ἀξιοποιήσουμε, γίνονται ἀφορμὴ γιὰ περισσότερα στεφάνια.
4.- Θὰ μποροῦσες ἴσως νὰ ρωτήσεις: Πὼς μπορεῖ νὰ εἶναι κανεῖς ἄνθρωπος καὶ νὰ μὴν πονάει; Ἐγὼ ὅμως θὰ σοῦ ἀπαντήσω το ἀντίθετο. Πὼς μπορεῖ νὰ εἶναι κανεῖς ἄνθρωπος καὶ νὰ πονάει, τὴ στιγμὴ ποὺ ἔχει τιμηθεῖ ἀπὸ τὸ Θεὸ μὲ τὸ νοῦ καῖ τῆ λογικὴ καὶ μὲ τὴν ἐλπίδα τῶν μελλόντων ἀγαθῶν;
Ἴσως μὲ ξαναρωτήσεις. Ῥπάρχει κανεὶς ποὺ δὲν ἔχει κυριευθεῖ ἀπὸ τὸ πάθος; Σοῦ ἀπαντῶ: Ὑπάρχουν πολλοὶ καὶ σὲ διάφορους τόπους καὶ ἀπ’ὅσους βρισκόμαστε τώρα στὴ ζωή, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τοὺς προγόνους μας. Ἄκουσε, γιὰ παράδειγμα, τί εἶπε ὁ Ἰώβ, ὅταν ἔφυγαν ἀπ’αὐτὴ τὴ ζωὴ ὅλα τα παιδιά του: “Ὁ Κύριος μου τὰ ἔδωσε, ὁ Κύριος καὶ τὰ πῆρε. Ὅπως θεώρησε ὁ Κύριος καλό, ἔτσι καὶ ἔγινε”9. Εἶναι βέβαια, ἀξιοθαύμαστα αὐτὰ καὶ μόνο ποὺ τὰ ἀκούει κανεῖς. Ἂν ὅμως, σταθεὶς μὲ προσοχὴ καὶ τὰ μελετήσεις, τότε θᾶ δεῖς καθαρότερά το θαῦμα. Ἀναλογίσου ὅτι δὲν τοῦ πῆρε τὰ μισὰ παιδιὰ καὶ νὰ τοῦ ἀφήσει τα ὑπόλοιπα, οὔτε τοῦ πῆρε τὰ περισσότερα καὶ νὰ τοῦ ἀφήσει τὰ λιγότερα. Τρύγησε ὁ διάβολος ὄλο τὸν καρπό, ἀλλὰ δὲν ξέκανέ το δὲνδρο. Ἔρριξε πὰνω του ὅλη τὴ φουρτουνιασμένη θάλασσα καὶ τὸ σκάφος δὲν τὸ καταπόντισε. Ἔβαλε ὅλη τὴ δύναμή του, ἀλλὰ δὲν γκρέμισε τὸν πὺργο. Ἔμεινε ὄρθιος ὁ Ἰώβ, ἂν καὶ δέχοταν ἀπὸ παντοὺ χτυπήματα. Ἔμεινε ἀσάλευτος, ἂν καὶ χιλιάδες βέλη ἔπεφταν καταπάνω του, καὶ δὲν πληγώθηκε. Τὰ βέλη ρίχνονταν, ἀλλὰ αὐτὸν δὲν τὸν εὒρισκαν.
Ἀναλογίσου, πὸσο βαρὺ πράγμα εἶναι νᾶ δεῖ κανεῖς νᾶ φεύγουν ἀπὸ τῆ ζωή, τόσα παιδιά του μαζί! Τί νὰ πρωτοαντιμετωπίσει; Τὸ ὅτι ἔφυγάν τα παιδιά του ἡ τὸ ὅτι ἁρπάχτηκαν ὅλα μαζὶ σὲ μιὰ ἡμέρα; Τί πρωτοαντέξει; Τὸ ὅτι ἦταν ὅλα στὸ ἄνθος της ἡλικίας τους, τὸ ὅτι ἦταν καλόγνωμα καὶ ἐνάρετα; Τὸν τρόπο μὲ τὸν ὀποῖο ἔφυγαν ἀπὸ τὴ ζωή; Ἡ ἀγάπη ποὺ ἔτρφε γιὰ αὐτὰ ἡ ἡ μεγαλύτερη πληγῆ του, ἡ φιλόστοργη, πατρικὴ καρδιά του; Γιατί, ἂν χάσει κανεὶς γονιός τα ἁμαρτωλὰ καὶ κακότροπα παιδιά του, ἀσφαλὼς πληγώνεται καὶ πονάει, ἀλλὰ ὂχι ὑπέρμετρα, ἐφόσον ἡ κακία των παιδιῶν μειώνει τὴν ἔντασή της ὀδύνης του πατέρα. Ὅταν ὅμως, τὰ παιδιὰ εἶναι φιλόστοργα καὶ ἐνάρετα, τὸ τραύμα τοῦ γονιοῦ γίνεται βαθύτερο, ἡ μνὴμη τοὺς ἀξέχαστη, ἡ συμφορὰ ἀπαράκλητη. Τότε τὸ δηλητηριασμένο κεντρὶ γίνεται διπλό, ἀπὸ τὴ μιὰ μέρα πονάει ἐξαιτίας της φυσικῆς φιλοτεκνίας καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη θρηνεῖ γιὰ τὴν ἀρετὴ καὶ τὴ σωφροσύνη τους.
Ὁ Ἰώβ, σὰν καλὸς πατέρας, φρόντιζε νᾶ προσφέρει κάθε πρωὶ θυσίες γιᾶ τὰ παιδιά του, γιατί φοβόταν καὶ ἀνησυχοῦσε, γιὰ τὶς ἐνδεχόμενες, κρυφὲς ἀμαρτίες τους. Τὶποτα δὲν ἀγαποῦσε ὁ Ἰώβ, περισσότερο ἀπὸ τὰ παιδιά του. Αὐτὸ σαφώς, εἶναι δεῖγμα ὄχι μονάχα της ἀρετῆς των παιδιῶν, ἀλλὰ καὶ τῆς φιλοστοργίας του πατέρα. Γι’αὐτὸ λοιπόν, ἀφοῦ καὶ αὐτὸς ἦταν τόσο φιλόστροργος καὶ ἀγαποῦσε καὶ ὡς πατέρας τα παιδιά, ἀλλὰ καὶ τὰ φρόντιζε λόγω της ἀρετῆς τους, ἡ φωτιὰ καὶ ὁ καϋμὸς τῆς ἔλλειψης τοὺς ἦταν τριπλός.

Ἂν ἒφευγάν τα παιδιὰ σὲ διαφορετικὸ χρόνο τὸ καθένα, πάλι κὰπως θὰ εὕρισκε παρηγοριά. Γιατί αὐτὰ ποὺ θα’μεναν πίσω, θὰ ἀνακούφιζαν τὴν λύπη γιὰ τὴν στέρηση ἐκείνων ποὺ ἔφυγαν. Ὅταν ὅμως φεύγουν ὅλα μαζί, ποὺ νὰ γυρίσει καὶ ποιὸν νὰ δεῖ ὁ πολύτεκνος καὶ σὲ μιὰ στιγμὴ ἔγινε ἄτεκνος;
Μαζὶ μὲ τὶς ἄλλες συμφορὲς ὅμως ἔπεσε καὶ αὐτή. Ἁρπάχτηκαν σὲ μιὰ στιγμὴ κι ἔφυγαν ὅλα τα παιδιὰ μαζί. Ἐφόσον καὶ ὅταν φεύγει κανεῖς σὲ διάστημα λίγων ἡμερῶν ὅλοι οἱ συγγενεῖς καὶ φίλοι θρηνοῦν ἀπαρηγόρητα τὴν ἔλλειψή του, πὸσο περισσότερο θὰ πόνεσε ὁ Ἰώβ, ὁ ὁποῖος τὰ ἔχασε ὅλα μαζὶ ὅχι σὲ λίγες μέρες, ἀλλὰ σὲ μιὰ στιγμή; Γιὰ ὅτι κανεὶς ἔχει χρόνο νᾶ τὸ σκεφθεὶ καὶ νὰ τὸ ἀντιμετωπίσει, μπορεῖ ὂσο δὺσκολο καὶ νὰ εἶναι νᾶ προετοιμάστει γι’αὐτὸ ψυχικὰ καὶ νὰ τὸ σηκώσει πιὸ εὔκολα. Γιὰ κάτι ὅμως ποὺ ἀπὸ μόνο του εἶναι τόσο βαρύ, φανταστεῖτε πόσο πιὸ ἀσήκωτο γίνεται, ὅταν στὸ θλιβερὸ προστεθεῖ καὶ τὸ ξαφνικὸ καὶ ἀπροσδόκητο. Τοῦτο γίνεται ἀφόρητο καὶ ξεπερνὰ κάθε λογική.
Κι ἀκόμα θὰ προσθέσω καὶ κάτι βαρύτερο. Ὅλα τα παιδιὰ τοῦ Ἰὼβ ἦταν νέα, πάνω στὸ ἄνθος της ἡλικίας τους. Γνωρίζετε ἀσφαλώς, τί βάρος καὶ τί συμφορὰ εἶναι ὁ πρόωρος θάνατος, καὶ πόσο διαφορετικὸ κάνουν το πένθος. Καὶ γιὰ τὰ παιδιὰ τοῦ Ἰώβ, ὁ θάνατος δὲν ἦταν μόνο πρόωρος, ἀλλὰ καὶ βίαιος κάτι σίγουρα, βαρύτερο. Γιατί δὲν ἔφυγαν ἀπὸ τὸ κρεββάτι ποὺ κείτονταν ἄρρωστοι, ἀλλὰ τὰ καταπλάκωσε τὸ σπίτι ποὺ γκρεμίστηκε.
Γιὰ σκὲψου λοιπόν, σὲ τί κατάσταση βρισκόταν ἐκεῖνος ὁ πατέρας, τὴν ὥρα ποὺ ἔσκαβε τὰ χαλάσματα καὶ τραβοῦσε ἕνα μέλος κάποιου παιδιοῦ του! Γιὰ σκὲψου τὸν, νὰ ἀνασύρει ἕνα χέρι ποὺ ἀκόμα κρατοῦσε ἕνα μπουκάλι ἡ ἕνα ἄλλο ποὺ ἦταν ἀπλωμένο πρὸς τὸ πιάτο. Γιὰ φαντάσου ἐκεῖνον τὸν πατέρα, ποὺ ἔβλεπε λιωμένα τα σώματά των παιδιῶν του, σπασμένο τὸ κεφάλι καὶ ἡ μύτη, βγαλμένα τα μάτια, χυμένα τὰ μυαλὰ καὶ γενικὰ τόσο κακοποιημένα, ὥστε νὰ μὴν εἶναι σὲ θέση νᾶ τὰ ἀναγνωρίσει ἀπ’τὴ μορφὴ κι ὁ ἴδιος ὁ πατέρας τους!
Συγκλονιστήκατε καθὼς τὰ ἀκοῦτε ὅλα αὐτὰ καὶ γέμισάν τα μάτια σας δάκρυα; Σκεφθεῖτε λοιπόν, τί ἄνθρωπος ἦταν ἐκεῖνος ὁ πατέρας, ποὺ ἄντεχε νᾶ βλέπει ὅλα αὐτά! Ἂν ἐμείς, μετὰ ἀπὸ τόσους αἰῶνες δὲν ἀντέχουμε οὔτε νὰ τ’ἀκοῦμε ὅλα αὐτά, παρόλο ποὺ δὲν ἔχουν καμιὰ σχέση μὲ ἐμᾶς καὶ τὴ ζωή μας, τί διαμάντι ἦταν ἐκεῖνος ὁ ἄνθρωπος! Πὼς μποροῦσε νὰ τὰ βλέπει καὶ νᾶ τὰ ζεῖ ὅλα αὐτά; Καὶ πὼς ἀντιμετώπισε μὲ τόση πίστη καὶ σύνεση ὄχι τὶς ξένες, ἀλλὰ τὶς δικές του συμφορές;
Ὁ Ἰὼβ οὔτε ἀπελπίστηκε, οὔτε εἶπε: “Τί σημαίνουν ὅλα αὐτά; Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀμοιβή μου γιὰ τὴν καλωσύνη μου; Γι’αὐτὸ ἐγὼ εἴχα συνεχὼς ἀνοιχτὸ τὸ σπίτι μου στοὺς ξένους, γιὰ νὰ δῶ αὐτὸ τὸ σπίτι νὰ γίνεται ὁ τάφος των παιδιῶν μου; Γι’αὐτὸ τοὺς δίδαξα τὴν ἀρετὴ καὶ τὸ σωστὸ τρόπο ζωῆς, γιὰ νὰ χαθοῦν μὲ τέτοιο θάνατο”;
Τίποτα ὅμως, ἀπ’ὅλα αὐτὰ δὲν εἶπε ὁ Ἰώβ. Τίποτα ἀπ’ὅλα αὐτὰ δὲν σκέφθηκε. Τὰ ὑπέμεινε ὅλα μὲ γενναιότητα, ἂν καὶ ὅλα τα’χασε, μετὰ ἀπὸ τόση ἀρετὴ καὶ τέτοια φροντίδα. Ἔμοιαζε ὁ Ἰὼβ σὰν ἐκεῖνο τὸν μεταλλουργὸ ποὺ λυώνει χρυσὸ καὶ φτιάχνει ἀνδριάντες. Ἔτσι αὐτὸς παιδαγωγοῦσε κι ἔπλαθε τὶς ψυχές των παιδιῶν του, στολίζοντάς τες μὲ μὺριες καλωσύνες καὶ ἀρετές.
Ἔμοιαζε ἀκόμα ὁ Ἰώβ, μὲ τὸ φιλόπονο γεωργὸ ὁ ὁποῖος ποτίζει τὰ φυτώρια ἀπὸ τοὺς φοίνικες καὶ τὰ ἐλιόδεντρα, ποὺ τὰ περιποιεῖται καὶ τὰ περιβάλλει μὲ φράχτες. Ἔτσι κι αὐτός, φρόντιζε τοῦ κάθε παιδιοῦ του τὴν ψυχή, σὰν να’τᾶν ἐλιὰ καρποφόρα, ὥστε νὰ τῆς αὐξήσει τὸν καρπό της ἀρετῆς. Εἶδε ὅμως, γιᾶ μιὰ στιγμή, ὅλα τα φυτὰ τοῦ ξερριζωμένα, ἀπὸ τὴν ἐπίθεσή του ἐχθροῦ καὶ πεταμένα πάνω στὸ χῶμα. Ὑπέμεινε τὸν τραγικὸ ξερριζωμό τους, χωρὶς νὰ ξεστομίσει κάτι βλὰσφημο ἐναντίον του Θεοῦ. Ἀντίθετα, Τὸν εὐχαριστοῦσε καὶ Τὸν δοξολογοῦσε, δίνοντας ἒτσι θανάσιμο πλήγμα στὸν Πονηρό.
5.- Μπορεῖ ἴσως κάποιος νὰ πεῖ: Ναί, ἀλλὰ ὁ Ἰὼβ εἶχε πολλὰ παιδιά, ἐνῶ ὁ ἄλλος ἔχασε τὸ μονάκριβό του. Συμφωνῶ μ’αὐτό. Πρέπει ὅμως νᾶ ξέρεις, ὅτι τοῦ Ἰώβ το πένθος εἶναι πολὺ βαρύτερο. Γιατί ποιὸ ἦταν ἀλήθεια, τὸ ὄφελος ἀπὸ τὴν πολυτεκνία του; Δέχτηκε πολλαπλὲς συμφορές, ὅσα καὶ τὰ παιδιὰ καὶ γι’αὐτὸ ἦταν μεγαλύτερη ἡ συμφορὰ καὶ πικρότερη ἡ ὀδύνη του.
Θέλεις ὅμως νᾶ σοῦ μιλήσω καὶ γιὰ κάποιον ἄλλο ποὺ εἶχε κι αὐτὸς ἕνα μονάκριβο παιδὶ κι ἐπέδειξε τὴν ἴδια ἡ καὶ μεγαλύτερη ἀνδρεία ἀπὸ τὸν Ἰώβ; Ἀναλογίσου τὸν πατριάρχη Ἀβραάμ, ὁ ὁποῖος δὲν εἶδε τὸν Ἰσαὰκ πεθαμένο, ἀλλὰ τοῦ συνέβη το χειρότερο καὶ πιὸ ὀδυνηρό. Πῆρε ἐντολὴ νὰ σφάξει τὸ παιδί του. Κι ἐκεῖνος δὲν ἀντιλόγισε, οὔτε ὀργίστηκε κατὰ τοῦ Θεοῦ καὶ οὔτε εἶπε: “Γι’αὐτὸ λοιπόν, ἐπέτρεψες Θεέ μου, νὰ γίνω πατέρας; Γιὰ νὰ μὲ κάνεις τώρα παιδοκτόνο; Καλύτερα θὰ ἦταν νὰ μήν μου τὸν εἶχες καθόλου χαρίσει ἀπ’ἀρχή, παρὰ τώρα πού μου τὸν ἔδωσες, νὰ μοῦ τὸν πάρεις καὶ μάλιστα, μὲ τέτοιο τρόπο. Θέλεις τῶρα νᾶ τὸν πάρεις; Ἂς εἶναι. Γιατί ὅμως, μὲ βάζεις νᾶ τὸν σκοτώσω ἐγὼ καὶ νὰ μολύνω τὸ χέρι μου μὲ τὸ αἷμα του παιδιοῦ μου; Ἐσὺ δέν μου εἶχες ὑποσχεθεῖ ὅτι ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους αὐτοὺ τοῦ παιδιοῦ θὰ γεμίσεις τὴν οἰκουμένη ἀπὸ τὴν γενιά μου; Πὼς λοιπόν, τώρα θὰ δώσεις τους καρπούς, ἀφοῦ θέλεις νᾶ καταστραφεῖ ἡ ρίζα; Πὼς πάλι μου ὑπόσχεσαι ἀπογόνους, ἀφοῦ μου δίνεις ἐντολὴ νὰ σφάξω τὸ παιδί μου; Πότε ἄλλοτε ἔγινε καὶ πότε ἀκούστηκε κάτι παρόμοιο στὸν κόσμο; Μήπως δὲν ἔχω καταλάβει καλὰ ἡ μήπως ἔχω χάσει πιᾶ τα λογικὰ μού”;
Δὲν εἶπε ὅμως, τίποτα τέτοιο ὁ Ἀβραάμ, οὔτε κᾶν ποὺ τὸ σκέφθηκε. Δὲν ἀντιμίλησε σ’Ἐκεῖνον ποὺ ἔδινε τὴν ἐντολή, οὔτε Τοῦ ζὴτησε εὐθύνες. Ἀντίθετα, μόλις πῆρε τὴν ἐντολὴ ποὺ ἔλεγε “πάρε τὸ παιδί σου τὸ ἀγαπημένο, αὐτὸ ποὺ τόσο ἀγάπησες, τὸν Ἰσαὰκ κι ἀνέβασέ το πὰνω στὸ βουνὸ ποὺ θὰ σοῦ πώ”10, μὲ τόσο μεγάλη προθυμία ἐξεπλήρωσε τὴν ἐντολή, ὥστε ἔφτασε στὸ σημεῖο νὰ κάνει περισσότερα ἀπὸ ὅσα αὐτὴ τοῦ ζητοῦσε. Γιατί, οὔτε στὴ γυναίκα τοῦ εἶπε τίποτα, ἀλλὰ καὶ τοὺς ὑπηρέτες τοῦ ξεγέλασε καὶ τοὺς ἄφησε πὶσω. Πῆρε μονάχα το ζὼο ποὺ προωριζόταν γιὰ τὴ θυσία, κι ἀνέβηκε στὸ βουνό. Ἔτσι ἐφάρμοσε μὲ ὅλη τὴν καρδιά του τὴν ἐντολή.
Ἀναλογίσου λοιπόν, τί ἀξιοθαύμαστο ποὺ ἦταν νὰ μιλάει μονάχος του μὲ τὸ παιδί, ὄντας μάλιστα μέσα του τὸσο πονεμένος καὶ πληγωμένος, ἒτσι ποὺ ἡ πικραμένη στοργή του νὰ ζητάει πιὸ ἒντονη ἔκφραση, κι αὐτὸ ὄχι γιὰ μιά-δυό, ἀλλὰ γιὰ πολλὲς ἠμέρες.
Πράγματι, ἂν ὁ Ἀβραὰμ ἐκτελοῦσε ἀμέσως τὴν ἐντολή του Θεοῦ, θὰ ἦταν βέβαια, πολὺ θαυμαστὸ πράγμα. Τὸ πιὸ ἀξιοθαύμαστο ὅμως δὲν ἦταν αὐτό, ἀλλὰ τοῦτο ποὺ ἔκανε τώρα. Βασάνιζε καὶ γύμναζε τὴν ψυχή του γιὰ πολλὲς ἠμέρες, χωρὶς νὰ τοῦ συμβεῖ κάτι, ποὺ καθένας θα’νιωσε, ἀπέναντι στὸ μελλοθάνατο παιδί του. Γι’αὐτὸ ἀκριβὼς καὶ ὁ Θεός, σήκωσε τὸν πήχυ του ἀθλήματος, γιὰ νὰ ἀπολαύσεις πιὸ καλὰ τὸν ἀθλητή.
Ἦταν στ’ἀλήθεια, ἀθλητὴς ὁ Ἰώβ, γιατί δὲν πάλαιψε μὲ ἄνθρωπο, ἀλλὰ μὲ τὴν ἴδια τὴν τυρανικὴ ἐξουσία της φύσεως. Ποιὰ λόγια θὰ μποροῦσαν πραγματικά, νὰ παραστήσουν τὴν ἀνδρεία του; Ἀνέβασε στὸ βωμὸ τὸ παιδί, το’δεσε χειροπόδαρα, τὸ ἔβαλε πάνω στὰ στιβαγμένα ξύλα καὶ ἅρπαξε τὸ μαχαίρι, ἕτοιμος γιὰ νὰ δώσει σὲ μὶα στιγμὴ τὸ χτύπημα. Πὼς νὰ τὸ πῶ; Δὲν ξέρω μὲ ποιὸν τρόπο νὰ τὸ ἰστορήσω. Μονάχα ἐκεῖνος ποὺ τὰ ἔκανε αὐτά, μονάχα αὐτὸς γνωρίζει τὰ καθέκαστα. Γιατί ποτὲ καὶ κανένας λόγος δὲν θὰ μπορέσει νὰ παραστήσει, πὼς ἔγινε καὶ δὲν ξεράθηκε τὸ χέρι του; Πὼς δὲν παρέλυσάν τα νεῦρα του; Πὼς δὲν συγκλονίστηκε ἀπὸ τὴν ὄψη τοῦ χιλιοαγαπημένου γιοῦ του.
Θα’ξιζε ὅμως ἐδῶ νᾶ θαυμάσουμε καὶ τὸν Ἰσαάκ. Γιατί κι ἐκεῖνος, ὅπως ὁ πατέρας του ὁ Ἀβραάμ, ὑπάκουσε στὸν Θεό. Ὅπως ὁ Ἀβραὰμ ὅταν πῆρε ἀπὸ τὸν Θεὸ τὴν ἐντολή, δὲν ζήτησέ το λὸγο, ἒτσι καὶ ὁ Ἰσαάκ. Ὅταν τὸν ἔδεσε ὁ πατέρας του καὶ τὸν ἀνέβασε στὸν βωμὸ δὲν εἶπε: “Γιατί το κὰνεις αὐτό”; Ἀντίθετα, ἔσκυψε ὑποτακτικὰ στὸ χέρι το πατρικό. Ἒτσι μποροῦσε κανεὶς νὰ δεῖ τὸν πατέρα, νὰ γίνεται συγχρόνως καὶ ἱερέας καὶ νὰ προσφέρεται ὡς ἀναίμακτη θυσία, ὡς ὁλοκαύτωμα χωρὶς φωτιά, ποὺ προτύπωνε, μὲ ἐκεῖνο ποὺ γινόταν πάνω στὸ βωμό, τὸν θὰνατο καὶ τὴν ἀνάσταση. Γιατί ὁ Ἀβραὰμ καὶ ἔσφαξε, ἀλλὰ συγχρόνως, δὲν ἔσφαξε τὸ παιδί του. Δὲν τὸν ἔσφαξε μὲ τὸ χέρι, ἀλλὰ μὲ τὴν προθυμία ποὺ ἔδειξε νᾶ ἐκτελέσει τὴν ἐντολή του Θεοῦ. Καὶ ὁ Θεὸς βέβαια, γι’αὐτὸ τοῦ ἔδωσε μιὰ τέτοια ἐντολή, ὄχι γιατί ἦταν θέλημά Του νὰ χυθεὶ αἷμα, ἀλλὰ ἐπειδὴ ἤθελε νᾶ δείξει σὲ σένα τῆ διάθεσή του. Ἐπειδὴ ἤθελε ἐπίσης, νᾶ κάνει γνωστὸ σ’ὁλόκληρη τὴν οἰκουμένη ἐκεῖνον τὸν γενναῖο ἂνθρωπο κι ἒτσι νὰ διδάξει στοὺς μεταγενέστερους, ὅτι πρέπει νᾶ προτιμάει κανεῖς νᾶ ἐκτελεῖ τὶς ἐντολές του Θεοῦ, περισσότερο καὶ ἀπὸ αὐτά τα ἴδια τα παιδιά του? περισσότερο καὶ ἀπὸ τὴ φύση καὶ ἀπὸ ὅλα τὰ ὑπάρχοντά του, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ αὐτὴ ἀκόμα τὴ ζωή του.
Κατέβηκε ἒτσι ὁ Ἀβραὰμ ἀπὸ τὸ βουνό, ἔχοντας ζωντανὸ τὸν μάρτυρα γιὸ τοῦ Ἰσαάκ. Λέγε μου τώρα, ποὺ θὰ βροῦμε ἐμεῖς ἔλεος, τί ἀπολογία θὰ δώσουμε στὸ Θεό, ποὺ ἐνῶ ἔχουμε δεῖ ἐκεῖνον τὸν γενναῖο Ἀβραάμ, νὰ ὑπακούει τόσο πρόθυμα στὸ Θεὸ καὶ νᾶ Τοῦ τα δίνει ὅλα γιὰ ὅλα, δυσφοροῦμε καὶ ἀντιδροῦμε γιὰ ὅτι μας βρίσκει στὴ ζωή; Μή μου μιλήσεις γιὰ πένθος ἡ γιὰ βαρειὰ συμφορά. Τοῦτο μόνο νὰ προσέξεις καλά, ὅτι δηλαδή, ὄλο αὐτό το βαρὺ χτύπημα τὸ ξεπέρασε. Ἦταν ἀρκετὴ καὶ μόνο ἡ ἐντολή του Θεοῦ νὰ τὸν φέρει σὲ πολλὴ δύσκολη θέση καὶ νὰ τοῦ κλονίσει τὴν πίστη στὸν Θεό. Γιατί, ποιὸς ἀλήθεια θὰ ἐξακολουθοῦσε μετὰ ἀπὸ μιὰ τέτοια ἐντολὴ νὰ πιστεύει, ὅτι δὲν εἶχε ξεγελάσει ὁ Θεὸς μ’ὅσα εἶχε ὑποσχεθεῖ στὸν Ἀβραάμ, γιὰ τὸ πλῆθος των ἀπογόνων ποὺ θ’ἀποκτοῦσε; Ὁ Ἀβραὰμ ὅμως, δὲν σκέφθηκε ἔτσι γιὰ τὸν Θεό.
Ὁ Ἰὼβ ἐπίσης, ἐπέδειξε τὴν ἴδια πίστη κατὰ τὴν συμφορά του. Καὶ γι’αὐτὸ κυρίως πρέπει κανεῖς νᾶ τὸν θαυμάζει: Μετὰ ἀπὸ τόση ἀρετή, μετὰ ἀπὸ τόσες φιλανθρωπίες καὶ ἐλημοσύνες καὶ ἐφόσον οὔτε ἡ δική του συνείδηση οὔτε τῶν παιδιῶν του, δὲν βαρυνόνταν γιὰ κάτι πονηρό, ὅταν εἶδε τὴν παράδοξη, ἀπροσδόκητη καὶ ὑπέρμετρη συμφορά, συμφορὰ ποὺ ποτὲ καὶ σὲ κανέναν ἀπὸ τοὺς μεγαλύτερους κακούργους δὲν εἶχε συμβεῖ, ἐκεῖνος δὲν ἀντέδρασε ὅπως θὰ ἀντιδροῦσε ὁ καθένας. Δὲν θεώρησε ὅτι ἄσκοπα καὶ ἀνώφελα ζοῦσε ἐνάρετη ζωή, οὔτε εἶπε πὼς ἦταν λάθος ἐκεῖνα ποὺ πρὶν πίστευε.
Γι’αὐτὰ λοιπόν, πρέπει καὶ τοὺς δυὸ αὐτοὺς νὰ τοὺς θαυμάζουμε, νὰ τοὺς ζηλεύουμε καὶ νὰ μιμούμαστε τὴν ἀρετή τους. Καὶ ἂς μήν μου πεῖ κανείς, ὅτι αὐτοὶ οἱ δυὸ ἦταν κάτι το ἐξαιρετικό. Πὼς ἦταν μεγάλοι καὶ ἀξιοθαύμαστοι. Ἀπό μας τώρα ποὺ ζοῦμε στὴν ἐποχή της Καινῆς Διαθήκης, πρέπει νᾶ περιμένει κανεῖς μεγαλύτερη πίστη, παρὰ ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἔζησαν στὴν ἐποχῆ της Παλαιᾶς Διαθήκης. Γιατί ὁ Χριστός μας εἶπε: “Ἂν δὲν ξεπεράσετε στὴ δικαιοσύνη τους Γραμματεῖς καὶ τοὺς Φαρισαίους δὲν θὰ εἰσέλθετε στὴ Βασιλεία τῶν οὐρανών”11.
Ἂς σωφρονιστοῦμε λοιπόν, κι ἂς ἔλθουμε στὰ συγκαλά μας. Ἂς ἀναλογιστοῦμε ὅλα, ὅσα ἔχουν εἰπωθεῖ μέχρι τῶρα γιᾶ τὴν ἀνάστασή των νεκρῶν καὶ τὰ σχετικὰ μὲ αὐτούς τους ἁγίους. Ἂς τὰ ὑπενθυμίζουμε ὅλα αὐτὰ συνεχὼς στὶς ψυχές μας, ὄχι μονάχα τὸν καιρό του πένθους, ἀλλὰ καὶ ὅταν δέν μας βαραίνει κάποιος πόνος. Αὐτὸς ἀκριβὼς ἦταν ὁ λόγος ποὺ κι ἐγὼ σήμερά σας μίλησα γι’αὐτό το θέμα – παρόλο ποὺ δὲν βρισκόμαστε σὲ κατάσταση ὀλιγοψυχίας -, ὥστε, ἂν κάποτέ σας βρεῖ μιὰ τέτοια συμφορά, φέρνοντάς τα στὸ νοῦ σας νὰ ἀντλεῖτε ἀπὸ αὐτὰ παρηγοριά. Καὶ οἱ στρατιῶτες, ὅταν ὑπάρχει εἰρήνη, ἀσχολοῦνται καὶ μελετούν τα σχετικὰ μὲ τὸν πὸλεμο θέματα, ὥστε ὅταν ἔρθει ἡ ὥρα της μάχης καὶ ἡ περίσταση ἀπαιτήση νᾶ δείξουν τὶς γνώσεις καὶ τὴν ἐμπειρία τους, νὰ ἔχουν νᾶ ἐπιδείξουν ὅσα ἔμαθαν τὸν καιρό της εἰρήνης.
Κι ἐμεὶς λοιπόν, ἂς προετοιμάσουμε γιὰ τὸν ἑαυτό μας τὸν καιρό της εἰρήνης, ὅπλα καὶ φάρμακα κατάλληλα. Ἕτσι, ἂν κάποτέ μας συμβεῖ πόλεμός των παθῶν, τοῦ πένθους, τῆς ὀδύνης ἡ ὁτιδήποτε παρόμοιο, νὰ εἴμαστε ἐξοπλισμένοι καλὰ κι ὀλόγυρα περιφραγμένοι, γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσουμε μὲ ἐμπειρία καὶ ἐπιτυχία τὶς προσβολές του Πονηροῦ. Ἂς περιτειχίσουμε ὀλόγυρα τὸν ἑαυτό μας μὲ ὀρθοὺς λογισμούς, μὲ ὄπλο το θέλημά του Θεοῦ, μὲ τὰ παραδείγματά των γενναίων ἀνδρῶν καὶ μὲ ὅτι ἄλλο ἀνάλογο. Γιατί, ἔτσι θὰ μπορέσουμε νὰ διανύσουμε καὶ τὴν παροῦσα ζωὴ χαρούμενα, ἀλλὰ καὶ νὰ ἀξιωθοῦμε νὰ εἰσέλθουμε στὴ Βασιλεία των οὐρανῶν, μὲ τὴ Χάρη του Χριστοῦ, στὸν Ὀποῖο ἀνήκει ἡ δόξα καὶ ἡ δύναμη, καθὼς καὶ στὸν Πατέρα καὶ στὸ Ἄγιο Πνεῦμα, στοὺς αἰῶνες, τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου