Σάββατο 26 Δεκεμβρίου 2015

ΤΑ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΤΩΝ ΚΥΡΙΑΚΩΝ 2

Χαραλάμπους Νεοφύτου
Πρεσβυτέρου



ΤΑ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ
ΤΩΝ  ΚΥΡΙΑΚΩΝ
Κείμενο-Μετάφρασι-Σχόλια

ΠΕ­ΡΙ­Ε­ΧΟ­ΜΕ­ΝΑ
 
57. ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕΤΑ ΤΑ ΦΩΤΑ




31.ΚΥΡΙΑΚΗ  ΤΕΤΑΡΤΗ ΛΟΥΚΑ

(η΄ 5-15)
 Εἶ­πεν ὀ Κύ­ριος τήν πα­ρα­βο­λήν ταύ­την· ἐ­ξῆλ­θεν ὁ σπε­ί­ρων τοῦ σπεῖ­ραι τὸν σπό­ρον αὐ­τοῦ. Καὶ ἐν τῷ σπε­ί­ρειν αὐ­τὸν ὃ μὲν ἔ­πε­σε πα­ρὰ τὴν ὁ­δόν, καὶ κα­τε­πα­τή­θη, καὶ τὰ πε­τει­νὰ τοῦ οὐ­ρα­νοῦ κα­τέ­φα­γεν αὐ­τό·  καὶ ἕ­τε­ρον ἔ­πε­σεν ἐ­πὶ τὴν πέ­τραν, καὶ φυ­ὲν ἐ­ξη­ράν­θη διὰ τὸ μὴ ἔ­χειν ἰκ­μά­δα·  καὶ ἕ­τε­ρον ἔ­πε­σεν ἐν μέ­σῳ τῶν ἀ­καν­θῶν, καὶ συμ­φυ­εῖ­σαι αἱ ἄ­καν­θαι ἀ­πέ­πνι­ξαν αὐ­τό·  καὶ ἕ­τε­ρον ἔ­πε­σεν εἰς τὴν γῆν τὴν ἀ­γα­θήν, καὶ φυ­ὲν ἐ­πο­ί­η­σε καρ­πὸν ἑ­κα­τον­τα­πλα­σί­ο­να. Ἐ­πη­ρώ­των δὲ αὐ­τὸν οἱ μα­θη­ταὶ αὐ­τοῦ λέ­γον­τες· Τίς εἴ­η ἡ πα­ρα­βο­λή αὕ­τη; Ὁ δὲ εἶ­πεν· Ὑ­μῖν δέ­δο­ται γνῶ­ναι τὰ μυ­στή­ρια τῆς βα­σι­λε­ί­ας τοῦ Θε­οῦ, τοῖς δὲ λοι­ποῖς ἐν πα­ρα­βο­λαῖς, ἵ­να βλέ­πον­τες μὴ βλέ­πω­σι καὶ ἀ­κο­ύ­ον­τες μὴ συ­νι­ῶ­σιν. Ἔ­στι δὲ αὕ­τη ἡ πα­ρα­βο­λή· Ὁ σπό­ρος ἐ­στὶν ὁ λό­γος τοῦ Θε­οῦ·  οἱ δὲ πα­ρὰ τὴν ὁ­δόν εἰ­σιν οἱ ἀ­κο­ύ­σαν­τες, εἶ­τα ἔρ­χε­ται ὁ δι­ά­βο­λος καὶ αἴ­ρει τὸν λό­γον ἀ­πὸ τῆς καρ­δί­ας αὐ­τῶν, ἵ­να μὴ πι­στε­ύ­σαν­τες σω­θῶ­σιν.  Οἱ δὲ ἐ­πὶ τῆς πέ­τρας οἳ ὅ­ταν ἀ­κο­ύ­σω­σι, με­τὰ χα­ρᾶς δέ­χον­ται τὸν λό­γον, καὶ οὗ­τοι ῥί­ζαν οὐκ ἔ­χου­σιν, οἳ πρὸς και­ρὸν πι­στε­ύ­ου­σι καὶ ἐν και­ρῷ πει­ρα­σμοῦ ἀ­φί­σταν­ται. Τὸ δὲ εἰς τὰς ἀ­κάν­θας πε­σόν, οὗ­τοί εἰ­σιν οἱ ἀ­κο­ύ­σαν­τες, καὶ ὑ­πὸ με­ρι­μνῶν καὶ πλο­ύ­του καὶ ἡ­δο­νῶν τοῦ βί­ου πο­ρευ­ό­με­νοι συμ­πνί­γον­ται καὶ οὐ τε­λε­σφο­ροῦ­σι.  Τὸ δὲ ἐν τῇ κα­λῇ γῇ, οὗ­τοί εἰ­σιν οἵ­τι­νες ἐν καρ­δί­ᾳ κα­λῇ καὶ ἀ­γα­θῇ ἀ­κο­ύ­σαν­τες τὸν λό­γον κα­τέ­χου­σι καὶ καρ­πο­φο­ροῦ­σιν ἐν ὑ­πο­μο­νῇ. Ταῦ­τα λέ­γων ἐ­φώ­νει· ὁ ἔ­χων ὤ­τα ἀ­κού­ειν ἀ­κου­έ­τω.


Με­τά­φρα­σι
Εἶ­πεν ὁ Κύ­ρι­ος τήν πα­ρα­βο­λή αὐτή· «Βγῆ­κε ὁ σπο­ρεύς γιά νά σπεί­ρῃ τό σπό­ρο του. Καί ὅ­ταν ἔ­σπερ­νε, ἄλ­λοι μέν σπό­ροι ἔ­πε­σαν στό δρό­μο, καί κα­τα­πα­τή­θη­καν, καί τούς κα­τέ­φα­γαν τά πε­τει­νά τοῦ ού­ρα­νοῦ. ‘Αλλοι δέ ἔ­πε­σαν στό πε­τρῶ­δες ἔ­δα­φος, καί ἀ­φοῦ φύ­τρω­σαν, ξε­ρά­θη­καν, δι­ό­τι δέν εἶ­χαν ὑ­γρα­σί­α.Ἄλ­λοι δέ ἔ­πε­σαν ἀ­νά­με­σα στά ἀγ­κά­θια, καί φύ­τρω­σαν μα­ζί τους τά ἀγ­κάθια καί τούς ἔ­πνι­ξαν τε­λεί­ως. Καί ἄλ­λοι ἔ­πε­σαν στό ἔ­δα­φος τό ἐκλε­κτό, καί φύ­τρω­σαν καί ἔ­κα­ναν καρ­πό ἑ­κα­τον­τα­πλά­σι­ο.» Τόν ρω­τοῦ­σαν δέ οἱ μα­θη­ταί του λέ­γον­τας: «Τί ση­μαί­νει ἡ πα­ρα­βο­λή αὐ­τή;» Αὐ­τός δέ εἶ­πε: «Σέ σᾶς ἔ­χει δο­θῆ τό προ­νό­μι­ο νά γνω­ρί­ζε­τε τό μυ­στή­ρι­α τῆς βα­σι­λεί­ας τοῦ Θε­οῦ, ἐ­νῷ στούς λοι­πούς ὁμι­λῶ μέ πα­ρα­βο­λές, ὤ­σ­τε, ἐ­νῷ βλέ­πουν, νά μή βλέ­πουν, καί ἐ­νῷ ἀ­κού­ουν νά μή κα­τα­λα­βαί­νουν. Ἡ ση­μα­σί­α δέ τῆς πα­ρο­βο­λῆς εἶ­ναι αὐτή: «Ὁ σπό­ρος εἶ­ναι ὁ λό­γος τοῦ Θε­οῦ. ΟΙ δέ σπό­ροι πού ἔ­πε­σαν στό δρό­μο, ἀ­να­φέ­ρον­ται στούς ἄν­θρω­πους, πού ἄ­κου­σαν (τό λό­γο τοῦ Θε­οῦ), ἄλλ’ ἔ­πει­τα ἔρ­χε­ται ὁ Διά­βο­λος  καί παίρ­νει τό λό­γο ἀ­πό τή ψυ­χή τους, γιά νά μή πι­στεύ­σουν καί νά σω­θοῦν. ΟΙ δέ σπό­ροι, πού ἔ­πε­σαν στό πε­τρῶ­δες ἔ­δα­φος, ἀ­να­φέ­ρον­ται σ’ ἐ­κεί­νους, οἱ ὁ­ποῖοι, ὅ­ταν  ἀκούουν μέ χα­ρά δέ­χον­ται τό λό­γο, ἄλλ’ αὐτοί δέν ἔ­χουν ρί­ζα (ρί­ζα βα­θει­ά). Αὐ­τοί πι­στεύ­ουν πρός και­ρόν, καί τόν και­ρό τῆς δο­κι­μα­σί­ας ἀ­πο­μα­κρύ­νον­ται. ΟΙ δέ σπό­ροι πού ἔ­πε­σαν στ’ ἀγ­κά­θια, ἀ­να­φέ­ρον­ται σ’ αὐ­τούς, πού ἄ­κου­σαν τό λό­γο, ἀλ­λά, κα­θώς προ­χω­ροῦν στό δρό­μο τῆς ζω­ῆς, ἔπεσαν σ’  ἀ­γω­νι­ώ­δης φρον­τί­δες καί ὁ πλο­ῦ­τος καί οἱ ἀ­πο­λαύ­σεις τῆς ζω­ῆς τούς συμ­πνί­γουν, καί  δέν καρ­πο­φο­ροῦν. Τέ­λος οἱ σπό­ροι πού ἔ­πε­σαν στό ἔ­κλε­κτο ἔ­δα­φος, ἀ­να­φέ­ρον­ται σ’ αὐ­τούς, πού μέ κα­λή καί ἀγαθή καρ­διά ἀκούουν τό λό­γο, καί τόν κρα­τοῦν, καί καρ­πο­φο­ροῦν μέ ὑ­πο­μο­νή. Λέ­γον­τας αὐ­τά φώ­να­ζε «Ὅ­ποιος ἔ­χει αὐ­τιά γιά νά ἀ­κού­ῃ, ἀς­ ἀκού­η.

            Τήν εἰ­κό­να τοῦ σπό­ρου καί τοῦ χω­ρα­φιοῦ δι­ά­λε­ξε ὁ Κύ­ριος γι­ά νά  ὁ­μι­λή­ση πα­ρα­βο­λι­κά γι­ά τήν ψυ­χή τοῦ ἀν­θρώ­που καί τοῦ λό­γου τοῦ Θε­οῦ.’­Πα­ρο­μοιά­ζει τή ψυ­χή μέ τό χω­ρά­φι καί τό λό­γο τοῦ Θε­οῦ μέ τό σπό­ρο. Ὅ­πως ὁ γε­ωρ­γός σπέρ­νει τό σπό­ρο στό χω­ρά­φι γι­ά νά βλα­στή­ση καί νά φέ­ρη καρ­πο­ύς ἔ­τσι ὁ  λό­γος τοῦ Θε­οῦ σπε­ί­ρε­ται στίς ψυ­χές τῶν ἀν­θρώ­πων γι­ά νά αὐ­ξη­θῆ καί νά πα­ρά­ξη καρ­πο­ύς ἀ­γα­θο­ύς, οἱ ὁ­ποῖ­οι θά εἶ­ναι τό εἰ­σι­τή­ριο γι­ά τή βα­σι­λε­ί­α τοῦ Θε­οῦ.  Ἐ­δῶ ὅ­μως ὁ Κύ­ριος, ἐκτός τῶν ἄλλων, ὁ­μι­λεῖ γι­ά σπό­ρο πού ἔ­πε­σε σέ χω­ρά­φι πού εἶ­χε σπό­ρους ἀγ­κα­θι­ῶν πού βλά­στη­σαν μα­ζί μέ τό σπό­ρο καί ἔ­πνι­ξαν τό φυ­τό καί δέν ἐ­καρ­πο­φό­ρη­σε. Δη­λα­δή, ὁ λό­γος τοῦ Θε­οῦ, ἔ­πε­σε σέ  ψυ­χές πού εἶ­χαν μέ­σα τους το­ύς σπό­ρους,  ἀγ­κα­θι­ῶν,  κα­τα­βο­λές δι­α­φό­ρων πα­θῶν καί πα­ρ’ ὅ­λο πού οἱ ἄν­θρω­ποι αὐ­τοί δέ­χτη­καν τόν λό­γο τοῦ Θε­οῦ, ἄ­φη­σαν καί τά πά­θη νά βλα­στή­σουν μέ­σα τους καί στό τέ­λος τά πά­θη νί­κη­σαν τήν προ­σπά­θεια νά ἐ­φαρ­μό­ση ὁ ἄν­θρω­πος τό λό­γο τοῦ Θε­οῦ καί ἀ­πέ­τυ­χε ἡ ψυ­χή νά κά­νη καρ­πο­ύς ἀ­γα­θο­ύς νά ἔ­χει τό δι­κα­ί­ω­μα νά κα­τα­τα­γῆ μα­ζί με το­ύς δι­κα­ί­ους στόν Πα­ρά­δει­σο.
            Σέ ἐ­ρώ­τη­ση τῶν μα­θη­τῶν του ποι­οί εἶ­ναι αὐ­τοί οἱ ἄν­θρω­ποι πού ἀ­νή­κουν στήν κα­τη­γο­ρί­α αὐ­τή , ἀ­πάν­τη­σε: Αὐ­τοί εἶ­ναι οἱ ἄν­θρω­ποι ἐ­κεῖ­νοι πού στή ζω­ή τους κα­τα­γί­νον­ται μέ τίς  μέ­ρι­μνες τοῦ βί­ου,  τίς ἐ­πι­θυ­μί­ες τοῦ πλο­ύ­του καί τῶν ἠ­δο­νῶν καί γι­ά τοῦ­το αὐ­τά τά πά­θη, ἀγ­κά­θια,  το­ύς αἰχ­μα­λω­τί­ζουν καί δέν καρ­πο­φο­ροῦν ἔρ­γα ἀ­γα­θά καί θε­ά­ρε­στα.
Ἀγ­κά­θια – Πά­θη
            Ἄς δοῦ­με ποι­ά εἶ­ναι αὐ­τά τά ἀγ­κά­θια, τά πά­θη, πού κα­τα­στρέ­φουν τό λό­γο τοῦ Θε­οῦ στίς ψυ­χές;
(α) Ἡ ἀγ­χώ­δης μέ­ρι­μνα πῶς θά ζή­σω, πῶς θά ἀ­πο­κα­τα­στή­σω τά παι­διά μου κλπ , χω­ρίς νά λο­γα­ρι­ά­ζω τόν Πα­τέ­ρα Θε­ό, εἶ­ναι ἀ­πι­στί­α τοῦ χει­ρί­στου εἴ­δους. Ἰ­δού ἕ­να με­γά­λο ἀγ­κά­θι πού  κα­τα­πνί­γει τό λό­γο τοῦ Θε­οῦ σέ  πά­ρα­πολ­λές ψυ­χές, μιά ἀρ­ρώ­στεια πού τυ­ραν­νεῖ τή ση­με­ρι­νή κα­τα­να­λω­τι­κή κοι­νω­νί­α, ἡ ἀγ­χώ­δης μέ­ρι­μνα τοῦ αὔ­ριο, πού ἀ­φαι­ρεῖ τόν ὕ­πνο ἂ­πό τά μά­τια τῶν ἀν­θρώ­πων καί κα­ταν­τοῦν ρά­κη κυ­ρι­ο­λε­κτι­κά.
 Θά θέ­λα­με νά ποῦ­με στούς ἀν­θρώ­πους αὐ­τούς. Για­τἰ ξε­χνᾶς ἄν­θρω­πε τόν Πλά­στη σου, πού κα­θη­με­ρι­νά «ἀ­να­τέλ­λει τόν ἥ­λιο Του  ἐ­πί ἀ­γα­θο­ύς καί πο­νη­ρο­ύς καί βρέ­χει ἐ­πί δι­κα­ί­ους καί ἀ­δί­κους;» Για­τί δέν ἀ­να­θέ­τεις τόν ἑ­αυ­τό σου στή θε­ί­α πρό­νοι­α; Δέ δι­δά­σκε­σαι ἀ­πό τή φύ­σι; Μέ τή συμ­πε­ρι­φο­ρά σου αὐ­τή ὁ­μο­λο­γεῖς τήν ἀμ­φι­βο­λί­α σου καί τήν ὁλιγοπιστία σου στόν παν­το­δύ­να­μο Θε­ό σου;  Αὐ­τό σί­γου­ρα εἶ­ναι με­γά­λο κακό πού  πού κα­τα­πνί­γει κά­θε κα­λό σπό­ρο καί ἀφαιρεῖ κάθε ἰκμάδα ἀπό τή ψυ­χή σου.
(β)Ἡ ἐ­πι­θυ­μί­α τοῦ πλο­ύ­του εἶ­ναι με­γά­λο ἀγ­κά­θι. Λέ­γει ὁ λό­γος τοῦ Θε­οῦ:­ «οἱ βου­λό­με­νοι πλου­τεῖν ἐμ­πί­πτου­σι σέ πα­γί­δες καί πει­ρα­σμο­ύς». Δέν τα βλέ­που­με κα­θη­με­ρι­νά; Οἱ ἅν­θρω­ποι κυ­νη­γώ­ντας τόν εὔ­κο­λο πλου­τι­σμό δη­μι­ουρ­γοῦν τό­σα κα­κά καί ἀ­να­στα­τώ­νουν τήν κοι­νω­νί­α μας.  Γιά νά μα­ζέ­ψουν χρή­μα­τα γί­νον­ται ἔμ­πο­ροι ναρ­κω­τι­κῶν καί κτα­στρέ­φουν τή νε­ο­λαί­α μας. Γί­νον­ται ἔμ­πο­ροι τῆς λευ­κῆς σάρ­κας, καί στέλ­λουν τό­σες ψυ­χές στή δι­α­φθο­ρά καί στόν ἐ­ξευ­τε­λι­σμό.Τό κα­κό αὐ­τό ἄλ­λους στέλ­λει στή φυ­λα­κή, ἄλ­λους στό θά­να­το ἀ­κό­μη, ἄλ­λοι γί­νον­ται ἄ­δι­κοι, κλέ­φτες κα­τα­χρα­στές καί  ἀ­νάλ­γη­τοι χω­ρίς σπλά­χνα οἰ­κτοιρ­μῶν. Πῶς θά εὐ­δο­κι­μή­σει σέ τέ­τοι­ες ψυ­χές ὁ λό­γος τοῦ Θε­οῦ; Σί­γου­ρα ἐ­ξα­φα­νί­ζε­ται ἀ­πό τόν καύ­σω­να τῆς ἁ­μαρ­τί­ας καί τοῦ πά­θους.
(γ)Οἱ ἡ­δο­νές τοῦ βί­ου εἶ­ναι τό δέ­λε­αρ πού πα­ρα­σύ­ρει τόν ἄν­θρω­πο καί τόν ἐ­ξευ­τε­λί­ζει. Τά ξε­νύ­χτι­α, οἱ δι­α­σκε­δά­σεις στά κα­τα­γώ­γι­α τῆς νύ­χτας, ἡ σαρ­κο­λα­τρεί­α, εἶ­ναι ἀ­γκά­θι­α πού κε­ντοῦν και αἱ­μα­τώ­νουν τούς ἰ­δί­ους πού τά φι­λο­ξε­νοῦν. Πόσα ἀν­δρό­γυ­να χώ­ρι­σαν καί πό­σα παι­δι­ά ἔ­μει­να ἔ­ρη­μα στούς δρό­μους. Πό­σοι νέ­οι ἄν­θρω­ποι αὐ­τή τήν ὥ­ρα λυ­ώ­νουν στό κρε­ββά­τι κά­ποι­ου νο­σο­κο­μεί­ου καί πό­σοι πέ­θα­ναν γι­α­τί ἤ­θε­λαν ά ἀ­πο­λαύ­σουν τήν ἡ­δο­νή ξε­χνώ­ντας ὅ­τι ἡ ἡ­δο­νή ἀ­κο­λου­θεῖ­ται ἀ­πό τήν ὀ­δύ­νη καί τόν πό­νο;
            Καί τό λυ­πη­ρό εἶ­ναι ὅ­τι ὁ δι­ά­βο­λος ἐ­πι­στρα­τεύ­ει τή φι­λαυ­τί­α καί τόν ἐ­γω­ϊ­σμό καί δέν ἀ­φή­νει τούς πε­λά­τες του νά ἀ­να­νή­ψουν καί νά σω­θοῦν.  Αὐ­τά εἶ­ναι τά ἀ­γκά­θι­α πού ὁ δι­ά­βο­λος σπέρ­νει στίς ψυ­χές καί τίς αἰ­χμα­λω­τί­ζει καί τίς πα­ρα­σύ­ρει μα­ζί του στό σκό­τος τῆς κό­λα­σης.
            Αὐ­τά τά ἀ­γκά­θι­α, αὐ­τά τά πά­θη, προ­σπα­θεῖ σί­γου­ρα ὁ μι­σό­κα­λος δι­ά­βο­λος νά σπεί­ρει καί στίς ψυ­χές μας ὅ­ταν ἐ­μεῖς ἀ­δι­α­φο­ροῦ­με, ὅ­ταν ἐ­μεῖς κοι­μό­μα­στε τόν πνευ­μα­τι­κό ὕ­πνο τῆς ἀ­με­λεί­ας.
            Προ­σο­χή, λοι­πόν, ἐ­μεῖς πρέ­πει νά ἀ­γρυ­πνοῦ­με ἄν θέ­λου­με νά προ­φυ­λα­χθοῦ­με. Μᾶς προ­ει­δο­ποι­εῖ ὁ Κύ­ρι­ος λέ­γο­ντας μι­ά ἄλ­λη πα­ρα­βο­λή. Κά­ποι­ος, λέ­γει, ἑ­τοι­μα­σε σω­στά τό χω­ρά­φι του καί ἔ­σπει­ρε κα­λό σπό­ρο. Ὅ­μως ὅ­ταν βλά­στη­σε ὁ σπό­ρος βλά­στη­σαν καί πολ­λά ζιζά­νι­α καί  ἀ­πο­ρη­μέ­νος ὁ ἄν­θρω­πος εἶ­πεν·«ἐ­χθρός μου ἦλ­θε τή νύ­χτα καί ἔ­σπει­ρε τά ζι­ζά­νι­α.» Ἑ­πο­μέ­νως ὅλοι μας θά πρέ­πει νά ἀ­γρυ­πνοῦ­με, νά φυ­λά­γο­υμε τήν ψυ­χή μας. Κά­θε βρά­δυ νά κά­νου­με ἀ­πο­λο­γι­σμό τῶν ἔρ­γων καί τῶν σκέ­ψε­ων μας καί ἄν δι­α­πι­στώ­σου­με τήν εἰσ­δο­χή ἀ­γκα­θι­ῶν στή ψυ­χή μας νά τρέ­ξου­με στό Ἐ­ξο­μο­λο­γη­τή­ρι καί μέ τή θεί­α Χά­ρι καί τή βο­ή­θει­α τοῦ Πνευ­μα­τι­κοῦ μας νά κα­θα­ρί­ζου­με τό χω­ρά­φι τῆς ψυ­χῆς μας. Μα­κρι­ά ἡ ἀ­μέ­λει­α καί ἡ ἀ­δι­α­φο­ρί­α, ἀλλά καί·  μέ κα­λή δι­ά­θε­σι με­λε­τοῦ­με καί τρέ­χου­με καί ἀ­κού­ο­υμε τό λό­γο τοῦ Θε­οῦ, μέ πε­ρισ­σό­τε­ρη ἀ­κό­μα προ­θυ­μί­α θά πρέ­πει νά  δι­α­φυ­λά­ξου­με καί νά αὐ­ξή­σου­με τό σπό­ρο νά βρῆ πρό­σφο­ρο ἔ­δα­φος γι­ά νά καρ­πο­φο­ρή­ση ἐ­κα­το­ντα­πλα­σί­ο­να καί νά νά κα­τα­ξι­ω­θοῦ­με καί τῆς αἰ­ω­νί­ου ζω­ῆς. Ἀμήν.

32 .ΚΥΡΙΑΚΗ  ΠΕΜΠΤΗ  ΛΟΥΚΑ

 (ιστ΄ 19-31)
 ν­θρω­πος δέ τις ἦν πλο­ύ­σιος, καὶ ἐ­νε­δι­δύ­σκε­το πορ­φύ­ραν καὶ βύσ­σον εὐ­φραι­νό­με­νος κα­θ' ἡ­μέ­ραν λαμ­πρῶς. Πτω­χὸς δέ τις ἦν ὀ­νό­μα­τι Λά­ζα­ρος, ὃς ἐ­βέ­βλη­το πρὸς τὸν πυ­λῶ­να αὐ­τοῦ ἡλ­κω­μέ­νος  καὶ ἐ­πι­θυ­μῶν χορ­τα­σθῆ­ναι ἀ­πὸ τῶν ψι­χί­ων τῶν πι­πτόν­των ἀ­πὸ τῆς τρα­πέ­ζης τοῦ πλου­σί­ου· ἀλ­λὰ καὶ οἱ κύ­νες ἐρ­χό­με­νοι ἐ­πέ­λει­χον τὰ ἕλ­κη αὐ­τοῦ.  Ἐγέ­νε­το δὲ ἀ­πο­θα­νεῖν τὸν πτω­χὸν καὶ ἀ­πε­νε­χθῆ­ναι αὐ­τὸν ὑ­πὸ τῶν ἀγ­γέ­λων εἰς τὸν κόλ­πον  Ἀ­βρα­άμ· ἀ­πέ­θα­νε δὲ καὶ ὁ πλο­ύ­σιος καὶ ἐ­τά­φη. Καὶ ἐν τῷ ᾅ­δῃ ἐ­πά­ρας τοὺς ὀ­φθαλ­μοὺς αὐ­τοῦ, ὑ­πάρ­χων ἐν βα­σά­νοις, ὁ­ρᾷ Ἀ­βρα­ὰμ ἀ­πὸ μα­κρό­θεν καὶ Λά­ζα­ρον ἐν τοῖς κόλ­ποις αὐ­τοῦ.  Καὶ αὐ­τὸς φω­νή­σας εἶ­πε· Πά­τερ Ἀ­βρα­άμ, ἐ­λέ­η­σόν με καὶ πέμ­ψον Λά­ζα­ρον ἵ­να βά­ψῃ τὸ ἄ­κρον τοῦ δα­κτύ­λου αὐ­τοῦ ὕ­δα­τος καὶ κα­τα­ψύ­ξῃ τὴν γλῶσ­σάν μου, ὅ­τι ὀ­δυ­νῶ­μαι ἐν τῇ φλο­γὶ τα­ύ­τῃ.  Εἶ­πε δὲ Ἀ­βρα­άμ· Τέ­κνον, μνή­σθη­τι ὅ­τι ἀ­πέ­λα­βες σὺ τὰ ἀ­γα­θά σου ἐν τῇ ζω­ῇ σου, καὶ Λά­ζα­ρος ὁ­μο­ί­ως τὰ κα­κά· Νῦν δὲ ὧ­δε πα­ρα­κα­λεῖ­ται, σὺ δὲ ὀ­δυ­νᾶ­σαι·  Καὶ ἐ­πὶ πᾶ­σι το­ύ­τοις με­τα­ξὺ ἡ­μῶν καὶ ὑ­μῶν χά­σμα μέ­γα ἐ­στή­ρι­κται, ὅ­πως οἱ θέ­λον­τες δι­α­βῆ­ναι  ἔν­θεν πρὸς ὑ­μᾶς μὴ δύ­νων­ται, μη­δὲ οἱ ἐ­κεῖ­θεν πρὸς ἡ­μᾶς δι­α­πε­ρῶ­σιν.  Εἶ­πε δέ· ἐ­ρω­τῶ οὖν σε, πά­τερ, ἵ­να πέμ­ψῃς αὐ­τὸν εἰς τὸν οἶ­κον τοῦ πα­τρός μου·  ἔ­χω γὰρ πέν­τε ἀ­δελ­φο­ύς· ὅ­πως δι­α­μαρ­τύ­ρη­ται αὐ­τοῖς, ἵ­να μὴ καὶ αὐ­τοὶ ἔλ­θω­σιν εἰς τὸν τό­πον τοῦ­τον τῆς βα­σά­νου.  Λέ­γει αὐ­τῷ Ἀ­βρα­άμ· ἔ­χου­σι Μω­ϋ­σέ­α καὶ τοὺς προ­φή­τας· ἀ­κου­σά­τω­σαν αὐ­τῶν.  Ὁ δὲ εἶ­πεν· Οὐ­χί, πά­τερ Ἀ­βρα­άμ, ἀλ­λ' ἐ­άν τις ἀ­πὸ νε­κρῶν πο­ρευ­θῇ πρὸς αὐ­τοὺς, με­τα­νο­ή­σου­σιν. Εἶ­πε δὲ αὐ­τῷ· εἰ Μω­ϋ­σέ­ως καὶ τῶν προ­φη­τῶν οὐκ ἀ­κο­ύ­ου­σιν, οὐ­δὲ ἐ­άν τις ἐκ νε­κρῶν ἀ­να­στῇ πει­σθή­σον­ται.
Με­τά­φρα­σι
Εἶ­πεν ὁ Κύ­ριος· ἦ­ταν κά­ποι­ος ἄν­θρω­πος πλού­σιος, καί φο­ροῦ­σε πο­λυ­τε­λῆ ἐν­δύ­μα­τα, καί δι­α­σκέ­δα­ζε κα­θη­με­ρι­νῶς μέ λαμ­πρά συμ­πό­σια. Ἦ­ταν καί κά­ποι­ος φτω­χός ὀ­νο­μα­ζό­με­νος Λά­ζα­ρος, πού ἦ­ταν ριγ­μέ­νος κον­τά στήν ἐ­ξώ­πορ­τα τοῦ με­γά­ρου τοῦ γε­μᾶ­τος πλη­γές. Καί προ­σπα­θοῦ­σε νό χορ­τά­ση ἀ­πό τό ψί­χου­λα, πού ἔ­πε­φταν ἀ­πό τό τρα­πέ­ζι τοῦ πλου­σί­ου. ‘Ερ­χόν­ταν ἀ­κό­μη καί τό σκυ­λιά καί ἔ­γλυ­φαν τίς πλη­γές του. Ἀ­πέ­θα­νε δέ ὁ πτω­χός καί τόν πῆ­ραν οἱ ἄγ­γε­λοι καί τόν ἔ­φε­ραν στήν ἀγ­κα­λιά του Ἀ­βρα­άμ. Ἀ­πέ­θα­νε δέ καί ὁ πλού­σιος καί κη­δεύ­τη­κε μέ τι­μές. Στό δέ Ἅ­δη βα­σα­νι­ζό­με­νος σή­κω­σε τό μά­τια του καί βλέ­πει τόν Ἀ­βρα­άμ ἀ­πό μα­κριά καί τό Λά­ζα­ρο στήν ἀγ­κα­λιά του, καί φώ­να­ξε καί εἶ­πε: “Πά­τερ Ἀ­βρα­άμ, λυ­πή­σου ­με καί στεί­λε τό Λά­ζα­ρο νά βρέ­ξη μέ νε­ρό τήν ἄ­κρη τοῦ δα­χτύ­λου του καί νά δρο­σί­ση τή γλῶσ­σα μου, δι­ό­τι βα­σα­νί­ζο­μαι μέ­σα σ’ αὐ­τή τή φλό­γα”. Ἀλ­λ’ ὁ Ἀ­βρα­άμ τοῦ εἶ­πε: “Παι­δί μου, Θυ­μή­σου, ὅ­τι εἶ­χες σύ τό ἀ­γα­θά σου μέ τό πα­ρα­πά­νω στή ζω­ή σου, ὅ­πως καί ὁ Λά­ζα­ρος τά κα­κά. Γι’ αὐτό τώ­ρα ἐ­δῶ ἔ­χει ἀ­πό­λαυ­σι καί σύ ὀ­δύ­νη. Καί ἐ­κτός ἀ­πό ὅ­λα αὐ­τά, με­τα­ξύ σ’ ἐ­μᾶς καί σέ σᾶς ὑ­πάρ­χει μο­νί­μως  χά­σμα με­γά­λο, ὥ­στε ἐ­κεῖ­νοι, πού θέ­λουν νά δια­βοῦν ἀπ’ δῶ πρός ἐ­σᾶς νά μήν μπο­ροῦν, οὔ­τε ἀ­π’ ἐ­κεῖ νά περ­νοῦν πρός ἐ­μᾶς. Εἶ­πε τό­τε (ὁ κο­λα­σμέ­νος πλού­σιος): Σέ πα­ρα­κα­λῶ, τό­τε, πά­τερ, νά τόν στεί­λης στό σπί­τι τοῦ πα­τέ­ρα μου, δι­ό­τι ἔ­χω πέν­τε ἀδελ­φούς νά τούς μι­λή­σῃ ἐν­τό­νως καί νά τούς δι­α­βε­βαι­ώ­ση (ὡς αὐ­τό­πτης μάρ­τυς γιά τήν ἐ­δῶ κα­τά­στα­σι), γιά νά μήν ἔλ­θουν καί αὐ­τοί σ’ αὐ­τόν τόν τό­πο τοῦ βασ­ανι­σμοῦ’) Τοῦ λέ­γει ὁ Ἀ­βρα­άμ: Ἔ­χουν τό Μω­ϋ­σῆ καί τούς προ­φῆ­τες· ἄς ἀ­κού­σουν αὐ­τούς Ἀλ­λ’ αὐ­τός εἶ­πε. Ὄ­χι, πά­τερ Ἀ­βρα­άμ, ἀλ­λ’ ἐ­άν κά­ποι­ος ἐκ νε­κρῶν με­τα­βῆ  πρός αὐ­τούς Θά με­τα­νο­ή­σουν.” Τοῦ εἶ­πε τό­τε: Ἐ­άν δέν ἀ­κού­ουν τόν Μω­ϋ­σῆ καί τούς προ­φῆ­τες οὔ­τε ἐ­άν κά­ποι­ος ἀ­να­στη­θῆ ἐκ νε­κρῶν θά πει­σθού­ν

Μέ τίς δι­ά­φο­ρες πα­ρα­βο­λές πού ἐκ­φω­νοῦ­σε ὁ Κύ­ριος ἤ­θε­λε νά φα­νε­ρώ­ση ἀ­λή­θει­ες καί  πραγ­μα­τι­κό­τη­τες γιά νά προ­βλη­μα­τί­ση τούς ἀν­θρώ­πους γιά τή σω­τη­ρί­α τους.  Ἔ­τσι καί ἡ ση­με­ρι­νή πα­ρα­βο­λή τοῦ πλού­σιου καί τοῦ φτω­χοῦ Λα­ζά­ρου φα­νε­ρώ­νει με­ρι­κές σπου­δαῖ­ες ἀ­λή­θει­ες πού δι­δά­σκουν καί  φω­τί­ζουν τό δρό­μο γιά τή σω­τη­ρί­α μας. Ποι­ές εἶ­ναι ὅ­μως αὐ­τές οἱ ἀ­λή­θει­ες θά τίς δοῦ­με στή συ­νέ­χεια.
α)Στόν κό­σμο μας, στήν κοι­νω­νί­α μας ὑ­πάρ­χει ἀ­νι­σό­τη­τα, ἀ­δι­κί­α ἀ­σπλα­χνί­α μέ ἐκ­πρό­σω­πο τόν πλού­σιο τοῦ εὐ­αγ­γε­λί­ου, καί ὅ­τι αὐ­τή ἡ συμ­πε­ρι­φο­ρά εἶ­ναι ἀ­πε­χθής ἀ­πό τό Θε­ό καί γιά τοῦ­το θά τι­μω­ρη­θῆ ὅ­πως καί ἔ­γι­νε στήν πε­ρί­πτω­σι τοῦ πλού­σιου.
            β)Ὅ­τι ἡ ζω­ή δέν τε­λει­ώ­νει μέ τήν πλά­κα τοῦ τά­φου, ἀλ­λά συ­νε­χί­ζε­ται σ’ ἄλ­λο κό­σμο.
            γ)Με­τά τήν ἔ­ξο­δό της ἡ ψυ­χή πη­γαί­νει σ’ ἕ­να κό­σμο πού ἀ­πο­λαμ­βά­νει ἀ­νά­λο­γα μέ τή συμ­πε­ρι­φο­ρά της στή ζω­ή αὐ­τή.
            Με­ρι­κά σύν­το­μα σχό­λια θά κά­νου­με στή συ­νέ­χεια γιά νά δοῦ­με τήν πραγ­μα­τι­κή ἀ­λή­θεια καί νά κα­νο­νί­σου­με τή συμ­πε­ρι­φο­ρά μας καί τό πι­στεύ­ω μας.
1)    Δέ μπο­ρεῖ κα­νέ­νας νά ἀρ­νη­θῆ ὅ­τι ὑ­πάρ­χει στήν κοι­νω­νί­α μας ἀ­νι­σό­τη­τα, ἀ­δι­κί­α καί ἀ­σπλα­χνί­α. Αὐ­τή ἡ ἀ­νι­σό­τη­τα εἶ­ναι πα­ρα­πά­νω ἀ­πό φα­νε­ρή στή  κοι­νω­νί­α, χθές, σή­με­ρα καί θά ὑ­πάρ­χη πάν­το­τε ἐ­φ’ ὅ­σο ὀ κό­σμος δέν ἐ­φαρ­μό­ζει τό νό­μο καί τίς ἐν­το­λές τοῦ Θε­οῦ
Αὐ­τό ἀ­κό­μα βε­βαι­ώ­νει καί ἡ πα­ρα­βο­λή, μέ τόν ὑ­λό­φρο­να καί ἄ­σπλα­χνο πλού­σιο πού κα­θη­με­ρι­νά ντυ­νό­ταν σάν βα­σι­λιάς καί δι­α­σκέ­δα­ζε, καί τόν φτω­χό καί κα­τα­πλη­γω­μέ­νο Λά­ζα­ρο πού δέν τόν πρό­σε­χε κα­νέ­νας πα­ρά μό­νο τά σκυ­λιά τοῦ πλου­σί­ου πού τόν συμ­πα­θοῦ­σαν καί τοῦ ἔ­γλυ­φαν τίς πλη­γές του γιά νά τοῦ ἀ­να­κου­φί­ζουν τούς πό­νους. τέ­τοι­ες πα­ρό­μοι­ες εἰ­κό­νες ἔ­χου­με δεῖ στή ζω­ή μας.
2)Ἡ ἄ­γνοι­α καί ἡ ἀ­πι­στί­α κά­νουν πολ­λούς ἀν­θρώ­πους νά μήν πι­στεύ­ουν στήν ἀ­θα­να­σί­α τῆς ψυ­χῆς μας∙ πι­στεύ­ουν ὅ­τι μέ τήν πλά­κα τοῦ τά­φου τε­λει­ώ­νουν τά πάν­τα, ἐ­νῶ πλα­νῶν­ται για­τί ἡ πα­ρα­βο­λή μᾶς βε­βαι­ώ­νει ὅ­τι ὁ Λά­ζα­ρος καί ὁ πλού­σιος βρί­σκον­ται σέ  ζω­ή καί μά­λι­στα συ­νο­μι­λοῦν. κά­νουν δι­ά­λο­γο. Ἄν  δέ ζοῦ­σαν πῶς θά συ­νο­μι­λοῦ­σαν; Ἀ­πο­δεί­ξεις γιά τήν ἀ­θα­να­σί­α τῆς  ψυ­χῆς ὑ­πάρ­χουν πολ­λές στήν Ἁ­γί­α Γρα­φή, γι’ αὐ­τούς πού με­λε­τοῦν. Ὁ Κύ­ριος μᾶς βε­βαι­ώ­νει ὅ­τι ὁ Ἀ­βρα­άμ εἶ­δε τήν ἡ­μέ­ρα τοῦ ἐρ­χο­μοῦ Του στόν κό­σμο μας καί χά­ρη­κε, πα­ρ’ ὄ­λο πού ἀ­πέ­θα­νε πρό πολ­λῶν αἰ­ώ­νων. Ἄν δέ ζοῦ­σε πῶς θά ἔ­βλε­πε τήν ἡ­μέ­ρα τοῦ Κυ­ρί­ου;  Ἀ­κό­μα καί στήν Με­τα­μόρ­φω­σι τοῦ Κυ­ρί­ου στό ὅ­ρος Θα­βώρ, δέν  ἐμ­φα­νί­στη­καν ὁ Μω­ϋ­σῆς καί ὁ Ἠ­λί­ας; Ἄν δέν ὑ­πῆρ­χαν πῶς θά ἐμ­φα­νι­ζον­ταν;  Τρα­νή ἀ­πό­δει­ξη λοι­πόν ἡ ση­με­ρι­νή πα­ρα­βο­λή γιά τήν ἀ­θα­να­σί­α τῆς  ψυ­χῆς.
3)Ἡ πα­ρα­βο­λή πα­ρου­σιά­ζει τό φτω­χό Λά­ζα­ρό νά με­τα­φέ­ρε­ται ἀ­πό τούς ἀγ­γέ­λους στούς κόλ­πους τοῦ Ἀ­βρα­άμ, φα­νε­ρώ­νον­τας ἔ­τσι ἡ πα­ρα­βο­λή, ὅ­τι σί­γου­ρα ὁ ἄν­θρω­πος ζεῖ καί με­τά τήν ἔ­ξο­δό του ἀ­πό τή ζω­ἠ αὐ­τή καί ὅ­τι ἀ­πο­λαμ­βά­νει τά κα­λά ἤ τά κα­κά ἀ­νά­λο­γα μέ τήν συμ­πε­ρι­φο­ρά του στή ζω­ή αὐ­τή.
Θά πρέ­πει νά προ­σέ­ξου­με τή συμ­πε­ρι­φο­ρά τοῦ  Λα­ζά­ρου∙ πα­ρ’ ὅ­λο πού  ζοῦ­σε σ’ ἐ­κεί­νη τή δυ­στυ­χί­α καί ἀν­τι­με­τώ­πι­ζε τήν ἀ­πάν­θρω­πη συμ­πε­ρι­φο­ρά τοῦ πλού­σιου,  δέν ἀ­κού­στη­καν ἀ­πό τό στό­μα του πα­ρά­πο­να καί κα­τη­γο­ρί­ες ἐ­ναν­τί­ον κα­νε­νός. Αὐ­τή του  ἡ ὑ­πο­μο­νή καί ἡ καρ­τε­ρί­α λή­φθη­καν σο­βα­ρά ὑ­π’ ὄ­ψη ἀ­πό τό Θε­ό καί  με­τά τό θά­να­τό του τόν ἄ­μει­ψε το­πο­θε­τών­τας τον στούς κόλπους τοῦ Ἀ­βρα­άμ, δη­λα­δή στό μέ­ρος ἐ­κεῖ­νο τῆς  χα­ρᾶς καί τῆς εὐ­τυ­χί­ας. Ἐ­νῶ ὁ πλού­σιος ὁ ὁ­ποῖ­ος ἔ­ζη­σε τή ζω­ή του μέ­σα στήν κραι­πά­λη καί στήν ἀ­πό­λαυ­σι τῶν ἀ­γα­θῶν καί χω­ρίς ἴ­χνος συμ­πά­θειας στό φτω­χό Λά­ζα­ρο καί σ’ ἄλ­λους συ­ναν­θρώ­πους του πού σί­γου­ρα χρειῑ­ά­ζον­ταν τή βο­ή­θειά του, Κλει­σμέ­νος στό ἐ­γώ του νο­μι­ζό­με­νος ὅ­τι  τά ἀ­γα­θά πού εἶ­χε τά ἔ­κα­με μέ τίς δι­κές του  δυ­νά­μεις καί δέν ὑ­πε­λό­γι­ζε κα­νέ­να, σκλη­ρός καί σαρ­κο­λά­τρης, με­τά τό θά­να­τό του πη­γαί­νει στόν τό­πο τῶν βα­σά­νων καί πο­νεῖ καί ὁ­δυ­νᾶ­ται καί ζη­τᾶ ἔ­λε­ος καί βο­ή­θεια τήν ὁ­ποί­α ὁ ἴ­διος ἀρ­νή­θη­κε νά δώ­ση ὅ­ταν ζοῦ­σε. Σί­γου­ρα τά κλά­μα­τα καί τά πα­ρα­κά­λια του δέν τά ἔ­λα­βε ὑ­πό­ψη κα­νέ­νας. Ἡ ἀ­πάν­τη­σι πού πῆ­ρε ἀ­πό τόν Ἀ­βρα­άμ ἦ­ταν∙ «Θυ­μί­σου παι­δί μου ὅ­τι ἀ­πό­λαυ­σες τά ἀ­γα­θά σου ὅ­ταν ζοῦ­σες, ἐ­νῶ ὁ Λά­ζα­ρος ὑ­πό­φε­ρε στή ζω­ή,γιά τοῦ­το ἐ­δῶ αὐ­τός πα­ρη­γο­ρεῖ­ται καί ἐ­σύ ὑ­πο­φέ­ρεις.»
            Πολ­λά μπο­ροῦν νά  γρα­φτοῦν γιά τήν πα­ρα­βο­λή αὐ­τή τοῦ Κυ­ρί­ου. Ἐ­μεῖς ἄς πε­ρι­ο­ρι­στοῦ­με στό βα­σι­κό δί­δαγ­μα. Ἐ­νῶ ἀ­κό­μα ζοῦ­με στή ζω­ή αὐ­τή νά κα­νο­νί­σου­με τή συμ­πε­ρι­φο­ρά μας ὅ­πως θέ­λει ὁ Κύ­ριος. Νά  πι­στέ­ψου­με βα­θιά ὅ­τι ἡ ζω­ή μας συ­νε­χί­ζε­ται καί πέ­ραν τοῦ τά­φου καί ἡ εὐ­τυ­χί­α ἤ  ἡ δυ­στυ­χί­α τῆς αἰ­ώ­νιας μας ζω­ῆς ἐ­ξα­ρτᾶ­ται ἀ­πό τή συμ­πε­ρι­φο­ρά μας στή ζω­ή αὐ­τή. Νά εἴ­μα­στε σπλα­χνι­κοί ἐ­λε­ή­μο­νες νά ἔ­χου­με ὑ­πο­μο­νή στίς δυ­σκο­λί­ες τῆς ζω­ῆς καί νά προ­σαρ­μό­ζου­με τή συμ­πε­ρι­φο­ρά μας μέ τίς ἐν­το­λές τοῦ Θε­οῦ καί τά προ­στάγ­μα­τα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας. καί σί­γου­ρα ἡ χα­ρά καί ἡ εὐ­τυ­χί­α εἶ­ναι δι­κή μας. Ἀ­μήν.

33. ΚΥΡΙΑΚΗ  ΕΚΤΗ  ΛΟΥΚΑ

 (η΄ 27-39)
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐλθόντι τῷ Ἰησοῦ εἰς τὴν χώ­ραν τῶν Γα­δα­ρη­νῶν, ὑ­πήν­τη­σεν αὐ­τῷ ἀ­νήρ τις ἐκ τῆς πό­λε­ως, ὃς εἶ­χε δαι­μό­νια ἐκ χρό­νων ἱ­κα­νῶν, καὶ ἱ­μά­τιον οὐκ ἐ­νε­δι­δύ­σκε­το, καὶ ἐν οἰ­κί­ᾳ οὐκ ἔ­με­νεν, ἀλ­λ' ἐν τοῖς μνή­μα­σιν. Ἰδὼν δὲ τὸν Ἰ­η­σοῦν καὶ ἀ­να­κρά­ξας προ­σέ­πε­σεν αὐ­τῷ καὶ φω­νῇ με­γά­λῃ εἶ­πε· Τί ἐ­μοὶ καὶ σοί, Ἰ­η­σοῦ υἱ­ὲ τοῦ Θε­οῦ τοῦ ὑ­ψί­στου; δέ­ο­μαί σου, μή με βα­σα­νί­σῃς.  Πα­ρήγ­γει­λε γὰρ τῷ πνε­ύ­μα­τι τῷ ἀ­κα­θάρ­τῳ ἐ­ξελ­θεῖν ἀ­πὸ τοῦ ἀν­θρώ­που. Πολ­λοῖς γὰρ χρό­νοις συ­νηρ­πά­κει αὐ­τόν, καὶ ἐ­δε­σμεῖ­το ἁ­λύ­σε­σι καὶ πέ­δαις φυ­λασ­σό­με­νος, καὶ δι­αρ­ρήσ­σων τὰ δε­σμὰ ἠ­λα­ύ­νε­το ὑ­πὸ τοῦ δα­ί­μο­νος εἰς τὰς ἐ­ρή­μους.  Ἐ­πη­ρώ­τη­σε δὲ αὐ­τὸν ὁ Ἰ­η­σοῦς λέ­γων· Τί σοί ἐ­στιν ὄ­νο­μα; Ὁ δὲ εἶ­πε· Λε­γε­ών· ὅ­τι δαι­μό­νια πολ­λὰ εἰ­σῆλ­θεν εἰς αὐ­τόν· καὶ πα­ρε­κά­λει αὐ­τὸν ἵ­να μὴ ἐ­πι­τά­ξῃ αὐ­τοῖς εἰς τὴν ἄ­βυσ­σον ἀ­πελ­θεῖν.  Ἦν δὲ ἐ­κεῖ ἀ­γέ­λη χο­ί­ρων ἱ­κα­νῶν βο­σκο­μέ­νη ἐν τῷ ὄ­ρει· καὶ πα­ρε­κά­λουν αὐ­τὸν ἵ­να ἐ­πι­τρέ­ψῃ αὐ­τοῖς εἰς ἐ­κε­ί­νους εἰ­σελ­θεῖν· Καὶ ἐ­πέ­τρε­ψεν αὐ­τοῖς.  Ἐ­ξελ­θόν­τα δὲ τὰ δαι­μό­νια ἀ­πὸ τοῦ ἀν­θρώ­που εἰ­σῆλ­θον εἰς τοὺς χο­ί­ρους, καὶ ὥρ­μη­σεν ἡ ἀ­γέ­λη κα­τὰ τοῦ κρη­μνοῦ εἰς τὴν λί­μνην καὶ ἀ­πε­πνί­γη.  Ἰ­δόν­τες δὲ οἱ βό­σκον­τες τὸ γε­γε­νη­μέ­νον ἔ­φυ­γον, καὶ ἀ­πήγ­γει­λαν εἰς τὴν πό­λιν καὶ εἰς τοὺς ἀ­γρο­ύς.  Ἐ­ξῆλ­θον δὲ ἰ­δεῖν τὸ γε­γο­νὸς, καὶ ἦλ­θον πρὸς τὸν Ἰ­η­σοῦν, καὶ εὗ­ρον κα­θή­με­νον τὸν ἄν­θρω­πον, ἀ­φ' οὗ τὰ δαι­μό­νια ἐ­ξε­λη­λύ­θει, ἱ­μα­τι­σμέ­νον καὶ σω­φρο­νοῦν­τα πα­ρὰ τοὺς πό­δας τοῦ Ἰ­η­σοῦ, καὶ ἐ­φο­βή­θη­σαν.  Ἀ­πήγ­γει­λαν δὲ αὐ­τοῖς οἱ ἰ­δόν­τες πῶς ἐ­σώ­θη ὁ δαι­μο­νι­σθε­ίς.  Καὶ ἠ­ρώ­τη­σαν αὐ­τὸν ἅ­παν τὸ πλῆ­θος τῆς πε­ρι­χώ­ρου τῶν Γα­δα­ρη­νῶν ἀ­πελ­θεῖν ἀ­π' αὐ­τῶν, ὅ­τι φό­βῳ με­γά­λῳ συ­νε­ί­χον­το· Αὐ­τὸς δὲ ἐμ­βὰς εἰς τὸ πλοῖ­ον ὑ­πέ­στρε­ψεν.  Ἐ­δέ­ε­το δὲ αὐ­τοῦ ὁ ἀ­νὴρ, ἀ­φ' οὗ ἐ­ξε­λη­λύ­θει τὰ δαι­μό­νια, εἶ­ναι σύν αὐ­τῷ· ἀ­πέ­λυ­σεν δέ αὐ­τόν ὀ Ἰ­η­σοῦς λέ­γων· Ὑ­πό­στρε­φε εἰς τόν οἶ­κον σου,  καί δι­η­γοῦ ὅ­σα ἐ­ποί­η­σέ σοι ὀ Θε­ός. Καί ἀ­πῆλ­θε κα­θ’ ὄ­λην τήν πό­λι κη­ρύσ­σων ὅ­σα ἐ­ποί­η­σεν αὐ­τῷ ὁ Ἰ­η­σοῦς.
Μετάφρασι
Ἐ­κεῖ­νο τόν και­ρό ἠλ­θεν ὁ Ἰ­η­σοῦς εἰς τήν χώ­ρα τῶν Γα­δα­ρη­νῶν. Καί ὅ­ταν βγῆ­κε στήν ξη­ρά, βρέ­θη­κε μπρο­στά του κά­ποι­ος ἄν­δρας ἀ­πό τήν πό­λι, πού εἶ­χε δαι­μό­νια ἀ­πό πολ­λά χρό­νια, καί ροῦ­χο δέ φο­ροῦ­σε καί σέ σπί­τι δέν ἔ­με­νε, ἀλ­λά στά μνή­μα­τα. Ὅ­ταν δέ εἶ­δε τόν Ἰ­η­σοῦ, ἔ­βγα­λε κραυ­γή, Καί ἔ­πε­σε στά πό­δια του, Καί μέ φω­νή με­γά­λη εἶ­πε: «Τί κοι­νό ὑ­πάρ­χει ἀ­νά­με­σα σέ μέ­να καί σέ σέ­να, Ἰ­η­σοῦ Υἷ­έ του Θε­οῦ τοῦ Ὑ­ψί­στου; Σέ πα­ρα­κα­λῶ μή μέ βα­σα­νί­σης» .Δι­ό­τι δι­έ­τα­ξε τό Πνεῦ­μα τό ἀ­κά­θαρ­το νά βγῇ ἀ­πό τόν ἄν­θρω­πο. Πολ­λές δέ φο­ρές τόν εἶ­χε πιά­σει Καί τόν ἔ­δε­ναν μέ ἁ­λυ­σί­δες καί μέ δε­σμᾶ στά πό­δια, ἀλ­λ’ ἔ­σπα­ζε τό δε­σμᾶ καί φε­ρό­ταν ἀ­πό τό δαί­μο­να στούς ἔ­ρη­μους τό­πους. Τόν ρώ­τη­σε δέ ὁ Ἰ­η­σοῦς: «Ποι­ό εἶ­ναι τό ὄ­νο­μά σου;» Αὐ­τός δέ εἶ­πε «Λε­γε­ών», δι­ό­τι πολ­λά δαι­μό­νια εἶ­χαν μπεῖ μέ­σα του. Καί τόν πα­ρα­κα­λοῦ­σαν νά μήν τά δι­ά­τα­ξη νά πᾶ­νε στήν ἄ­βυσ­σο (στό τρί­σβα­θα τοῦ ᾅ­δη).Ἦ­ταν δέ ἐ­κεῖ μί­α ἀ­γέ­λη ἀ­πό πολ­λούς χοί­ρους, πού ἔβοσκαν στό βου­νό. Καί τόν πα­ρα­κα­λοῦ­σαν νά τούς ἐ­πι­τρέ­ψη νά μποῦν σ’ ἐ­κεί­νους. Καί τούς ἐ­πέ­τρε­ψε. Καί βγῆ­καν τά δαι­μό­νια ἀ­πό τόν ἄν­θρω­πο καί μπῆ­καν στούς χοί­ρους, καί ὤρ­μη­σε ἠ ἀ­γε­λη τῶν χοί­ρων καί γκρε­μί­στη­κε στή λί­μνη καί πνί­γη­κε. Ὅ­ταν δέ εἶ­δαν οἱ βο­σκοί τό γε­γο­νός, ἔ­φυ­γαν δρο­μαί­ως, καί τό ἀ­νήγ­γει­λαν στήν πό­λι καί στά χω­ριά. Καί βγῆ­καν γιά νά δο­ῦν τό γε­γο­νός, καί  ἦλ­θαν στόν Ἰ­η­σοῦ, καί βρῆ­καν τόν ἄν­θρω­πο, ἀ­πό τόν ὁ­ποῖ­ον εἶ­χαν βγεῖ τά δαι­μό­νια νά κά­θε­ται στά πό­δια τοῦ Ἰ­η­σοῦ, ντυ­μέ­νος καί φρό­νι­μος, καί φο­βή­θη­καν.Οἱ δέ αὐ­τό­πτες δι­η­γή­θη­καν σ' αὐ­τούς πώς σώ­θη­κε ὁ δαι­μο­νι­σμέ­νος. Καί ὅ­λο ­τό πλῆ­θος τῆς πε­ρι­ο­χῆς τῶν Γα­δα­ρη­νῶν τόν πα­ρε­κά­λε­σαν νά φύ­γη ἀ­π' αὐ­τούς, δι­ό­τι ἦ­ταν κυ­ρι­ευμέ­νοι ἀ­πό με­γά­λο φό­βο. Τό­τε αὐ­τός μπῆ­κε στό πλοῖ­ο καί ἐ­πέ­στρε­ψε. Ὁ δέ ἄν­θρω­πος, ἀ­πό τόν ὁ­ποῖ­ο εἶ­χαν βγεῖ τά δαι­μό­νι­α, τόν πα­ρα­κα­λο­ῦσε νά τόν κρα­τή­ση κον­τά του. Ἀλλ' ὁ Ἰ­η­σοῦς τόν ἐ­δί­ω­ξε λέ­γον­τας: « Γύ­ρι­σε σπί­τι σου, καί δι­η­γή­σου ὅ­σα σο­ῦ ἔ­κα­νε ὁ Θε­ός». Καί ἔ­φυ­γε, καί δι­ε­κή­ρυ­ττε σ’ ὅ­λη τή πό­λι ὅ­σα τοῦ ἔ­κα­νε ὁ Ἰ­η­σο­ῦς

Γιά μιά εἰ­ρη­νι­κή κοι­νω­νί­α
Ἡ εἰ­κό­να πού πα­ρου­σιά­ζει ὀ δαι­μο­νι­ζό­με­νος τοῦ ση­με­ρι­νοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου, μπο­ροῦ­με χω­ρίς δυ­σκο­λί­α νά τήν πα­ρα­βά­λου­με μέ τήν εἰ­κό­να τῆς ση­με­ρι­νῆς κοι­νω­νί­ας μας. Τα­λαι­πω­ρη­μέ­νος, δυ­στυ­χι­σμέ­νος καί ἐ­ξαν­τλη­μέ­νος ὁ φτω­χός ἐ­κεῖ­νος ἄν­θρω­πος, για­τί ἦ­ταν αἰχ­μά­λω­τος στά πο­νη­ρά δαι­μό­νια, ὅ­πως ἀ­κρι­βῶς καί ἡ ση­με­ρι­νή κοι­νω­νί­α, ἀ­νά­στα­τη καί δυ­στυ­χι­σμέ­νη ἀ­πό τά πολ­λά κα­κά πού τήν μα­στί­ζουν. Δυ­ό εἰ­κό­νες ὅ­μοι­ες πού τίς  βα­σα­νί­ζει ἡ ἴ­δια κα­κή δύ­να­μι τῶν λε­γε­ώ­νων τῶν δαι­μό­νων.
            Ἐ­κεῖ­νο το  δυ­στυ­χι­σμέ­νο πλάσμα, αἰχ­μα­λώ­τι­σε ὁ δαί­μο­νας καί το  τυ­ραν­νοῦ­σε ὅ­πως ἤ­θε­λε καί  σκορ­ποῦ­σε τό φό­βο καί τόν τρό­μο στούς ἀν­θρώ­πους τῆς πε­ρι­ο­χῆς του. Ἀ­κρι­βῶς τό ἴ­διο συμ­βαί­νει καί σή­με­ρα μέ  ἀρ­κε­τά μέ­λη τῆς κοι­νω­νί­ας μας, πού μέ τίς  πρά­ξεις τους καί τή συμ­πε­ρι­φο­ρά τους βλά­πτουν καί κα­τα­στρέ­φουν τόν ἑ­αυ­τό τους, ἀλ­λά καί φό­βος καί τρό­μος γί­νον­ται στούς ἄλ­λους. Δι­και­ο­λο­γη­μέ­να λοι­πόν ἀ­να­ρω­τι­ώ­μα­στε, για­τί αὐ­τή ἡ κα­τά­στα­σι; Πό­θεν, λοι­πόν καί για­τί τό­σο κα­κό στήν κοι­νω­νί­α μας;
            Ἡ ἀ­πάν­τη­σι δέν εἶ­ναι δύ­σκο­λη.  Ἡ δυ­στυ­χί­α τό­σο τῶν ἀν­θρώ­πων τῆς πα­ρα­βο­λῆς ὅ­σο καί τῆς ση­με­ρι­νῆς μας κοι­νω­νί­ας, εἶ­ναι ἡ ἀ­πο­μά­κρυν­σι τοῦ ἀν­θρώ­που ἀ­πό τό Θε­ό καί ἡ  ὑ­πο­τα­γή του στό δι­ά­βο­λο. Τό βε­βαι­ώ­νει ὁ λό­γος τοῦ Θε­οῦ « Οἱ  ἄν­θρω­ποι πού ἀ­πο­μα­κρύ­νον­ται ἀ­πό τό Θε­ό χά­νον­ται» καί «Θλί­ψη καί στε­νο­χω­ρί­α στόν κα­θέ­να πού ἐρ­γά­ζε­ται τό κα­κό»  Ὅ­που δέν ὑ­πάρ­χει ἡ πα­ρου­σί­α τοῦ Θε­οῦ, ἐ­κεῖ κα­τα­σκη­νώ­νει ὁ δι­ά­βο­λος καί κα­θο­δη­γεῖ τούς ἀν­θρώ­πους σύμ­φω­να μέ τίς κα­τα­στρε­πτι­κές του  ἐ­πι­θυ­μί­ες. Θά πρέ­πει νά προ­σέ­ξου­με αὐ­τό πού λέ­γει ὁ Λου­κᾶς ὅ­τι «ἡ­λαύ­νε­το ὑ­πό τοῦ δαί­μο­νος εἰς τάς ἐ­ρή­μους» Ὅ­ταν αἰχ­μα­λω­τι­σθεῖ ὁ ἄν­θρω­πος ἀ­πό τό δαί­μο­να γί­νε­ται δοῦ­λος του  καί ἐ­νερ­γεῖ ὅ­πως ἐ­κεῖ­νος θέ­λει, με­τα­μορ­φώ­νει τόν ἄν­θρω­πο σέ ἄ­γριο θη­ρί­ο ὥ­στε νά  εἶ­ναι φό­βος καί τρό­μος στούς ἄλ­λους ἀν­θρώ­πους .
Μή­πως αὐ­τό δέν τό βλέ­που­με σή­με­ρα σχε­δόν κα­θη­με­ρι­νά;  Αὐ­τοί πού πορ­νεύ­ουν, αὐ­τοί πού φο­νεύ­ουν, αὐ­τοί πού κτα­γί­νον­ται μέ τήν χρή­σι καί ἐμ­πο­ρί­α τῶν ναρ­κω­τι­κῶν, αὐ­τοί πού μέ­σα στό σκο­τά­δι τῆς νύ­χτας ἐ­πι­βου­λεύ­ον­ται τήν τι­μή καί τή ζω­ή τῶν συ­ναν­θρώ­πων τους, αὐ­τοί πού κα­τα­στρέ­φουν τήν πε­ρι­ου­σί­α τῶν ἄλ­λων καί πᾶ­νε χα­μέ­νοι κό­ποι μιᾶς ζω­ῆς, τί ἄλ­λο εἶ­ναι, πα­ρά δαι­μο­νι­σμέ­νοι; Αὐ­τοί κα­θο­δη­γού­με­νοι ἀ­πό τούς δαί­μο­νες σκορ­ποῦν τό φό­βο καί τόν τρό­μο στούς ἀ­θώ­ους ἀν­θρώ­πους καί τούς τυ­ραν­νοῦν, ὅ­πως ὁ δαι­μο­νι­σμέ­νος τοῦ εὐ­αγ­γε­λί­ου πού σκορ­ποῦ­σε τό φό­βο καί τόν τρό­μο στούς Γερ­γε­ση­νούς. 
Ἀλ­λά δέν εἶ­ναι μό­νο οἱ δο­λο­φό­νοι καί οἱ πόρ­νοι καί οἱ ναρ­κο­μα­νεῖς πού σύ­ρον­νται ἀ­πό τούς δαί­μο­νες καί  τα­λαι­πω­ροῦν τήν κοι­νω­νί­α  εἶ­ναι καί ὅ­λοι ἐ­κεῖ­νοι πού ἔ­τα­ξαν σκο­πό τῆς ζω­ῆς τους νά ἱ­κα­νο­ποι­οῦν τά  ἁ­μαρ­τω­λά πά­θη τους μέ δι­ά­φο­ρους τρό­πους καί ἁ­μαρ­τω­λές ἐ­πι­θυ­μί­ες ὅ­πως μέ  ἀ­τέ­λει­ω­τες δι­α­σκε­δά­σεις, μέ ἄ­σε­μνους χο­ρούς, πο­λύ πο­τό, κά­πνι­σμα,  χαρ­το­παί­γνιο καί ἄλ­λα, πού κα­ταν­τοῦν μά­στι­γα γιά τήν οἰ­κο­γέ­νειά τους καί τούς γύ­ρω τους μέ τίς πα­ρε­κτρο­πές τους. Ὅ­λα αὐ­τά βε­βαι­ώ­νουν τήν ἀ­πο­στασία τοῦ ἀν­θρώ­που ἀ­πό τό Θε­ό. καί ὅ­σοι ἀ­πο­μα­κρύ­νον­ται ἀ­πό τό Θε­ό κα­τα­στρέ­φον­ται βε­βαι­ώ­νει ὁ λό­γος τοῦ Θε­οῦ.
Δι­και­ο­λο­γη­μέ­νη ἡ ἐ­ρω­τή­σι καί πρέ­πει νά  τύ­χη ἀ­παντήσεως. Ἐ­κεῖ­νο πού πρέ­πει νά γί­νη δί­χα ἀρ­γο­πο­ρί­α καί νά εἰ­ρη­νεύ­ση ὁ κό­σμος μας εἶ­ναι ἡ ἐ­πι­στρο­φή ὅ­λων αὐ­τῶν καί ἡ ὑ­πο­τα­γή τους στό νό­μο τοῦ Κυ­ρί­ου, για­τί ἐ­κεῖ πού βρί­σκε­ται ὁ Θε­ός καί γί­νε­ται τό θέ­λη­μά Του ἐ­ξα­φα­νί­ζε­ται ὁ πο­νη­ρός καί ἔρ­χε­ται ἡ γα­λή­νη καί ἡ ἡ­συ­χί­α ὅ­πως στήν πε­ρί­πτω­ση τοῦ ση­με­ρι­νοῦ δαι­μο­νι­σμέ­νου ὁ ὁ­ποῖ­ος με­τά τήν  φυ­γή τῶν δαι­μό­νων ἀ­πό μέ­σα του, κάθισε στά πό­δια τοῦ Κυ­ρί­ου ἱ­μα­τι­σμέ­νος μέ σω­φρο­σύ­νη καί γα­λη­νε­μέ­νος. Ἐ­πι­βάλ­λε­ται ἡ ἀν­τί­στα­σι τῶν ἀν­θρώ­πων στό δαί­μο­να. ὁ ἀ­πό­στο­λος Ἰ­ά­κω­βος συμ­βου­λεύ­ει: «Ὑ­πο­τά­γη­τε οὖν τῷ Θε­ῷ, ἀν­τί­στη­τε τῷ δι­α­βό­λῳ καί φεύ­ξε­ται ἀ­φ’ ὑ­μῶν, ἐγ­γί­σα­τε τῷ Θε­ῷ καί ἐγ­γι­εῖ ὑ­μῖν.­»(δ΄7-8). Ἰ­δού λοι­πόν ἡ θε­ρα­πεί­α τοῦ κα­κοῦ.  ‘Υ­πο­τα­γή στό θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ καί  συ­νάν­τη­σι  μέ τό   Χρι­στό. Ὁ  δαι­μο­νι­σμέ­νος ἦ­ταν ὁ φό­βος καί ὁ τρό­μος τῆς πε­ρι­ο­χῆς. Ὅ­ταν ὅ­μως συ­ναν­τή­θη­κε μέ τόν Κύ­ριο καί τό δαι­μό­νιο τρό­μα­ξε τήν πα­ρου­σί­α Του, ὁ  ἄν­θρω­πος ἔ­γι­νε ἤ­ρε­μος καί ἥ­συ­χος σάν ἀρ­νά­κι.
Ἀ­γα­πη­τοί μου.
Τόν Κύ­ριο μπο­ροῦ­με παν­τοῦ νά τόν συ­ναν­τή­σου­με στήν προ­σευ­χή μας, στή με­λέ­τη τοῦ θεί­ου λό­γου, στή Θεί­α Λει­τουρ­γί­α μέ τή συμ­με­το­χή μας στά μυ­στή­ρια τῆς Ἐκ­κλη­σίας μας καί προ­πάν­των στό  ἐ­ξο­μο­λο­γη­τή­ρι μέ τή με­τά­νοι­α καί ἐ­ξο­μο­λό­γη­σι μας. Ἄν γί­νει αὐ­τό τό­τε σώ­ζε­ται ἡ κοι­νω­νί­α μας  καί εἰ­ρη­νεύ­ει ἡ ζω­ή μας. Ἄς προ­σπα­θή­σου­με ὅ­λοι στήν κα­τεύ­θυν­ση αὐ­τή καί τό  ἀποτέλεσμα θά εἶναι εὐχάριστο καί καρποφόρο

34. ΚΥΡΙΑΚΗ  ΕΒΔΟΜΗ  ΛΟΥΚΑ

 (Η΄ 41-56)
 Τῷ και­ρῷ ἐ­κεί­νω ἄν­θρω­πός τις προ­σῆλ­θε τῷ Ἰ­η­σοῦ ᾧ ὄ­νο­μα Ἰ­ά­ει­ρος, καὶ οὗ­τος ἄρ­χων τῆς συ­να­γω­γῆς ὑ­πῆρ­χε· καὶ πε­σὼν πα­ρὰ τοὺς πό­δας τοῦ Ἰ­η­σοῦ πα­ρε­κά­λει αὐ­τὸν εἰ­σελ­θεῖν εἰς τὸν οἶ­κον αὐ­τοῦ, ὅ­τι θυ­γά­τηρ μο­νο­γε­νὴς ἦν αὐ­τῷ ὡς ἐ­τῶν δώ­δε­κα καὶ αὕ­τη ἀ­πέ­θνη­σκε. Ἐν δὲ τῷ ὑ­πά­γειν αὐ­τὸν οἱ ὄ­χλοι συ­νέ­πνι­γον αὐ­τόν.  καὶ γυ­νὴ οὖ­σα ἐν ῥύ­σει αἵ­μα­τος ἀ­πὸ ἐ­τῶν δώ­δε­κα, ἥ­τις ἰα­τροῖς προ­σα­να­λώ­σα­σα ὅ­λον τὸν βί­ον οὐκ ἴ­σχυ­σεν ὑ­π' οὐ­δε­νὸς θε­ρα­πευ­θῆ­ναι,  προ­σελ­θοῦ­σα ὄ­πι­σθεν ἥ­ψα­το τοῦ κρα­σπέ­δου τοῦ ἱ­μα­τί­ου αὐ­τοῦ, καὶ πα­ρα­χρῆ­μα ἔ­στη ἡ ῥύ­σις τοῦ αἵ­μα­τος αὐ­τῆς.  Καὶ εἶ­πεν ὁ Ἰ­η­σοῦς· Τίς ὁ ἁ­ψά­με­νός μου; Ἀρ­νου­μέ­νων δὲ πάν­των εἶ­πεν ὁ Πέ­τρος καὶ οἱ σὺν αὐ­τῷ· Ἐ­πι­στά­τα, οἱ ὄ­χλοι συ­νέ­χου­σί σε καὶ ἀ­πο­θλί­βου­σι καὶ λέ­γεις τίς ὁ ἀ­ψά­με­νός μου; Ὁ δέ  Ἰ­η­σοῦς εἶ­πεν· Ἥ­ψα­τό μου τις· ἐ­γώ γάρ   ἔ­γνων δύ­να­μιν ἐ­ξελ­θοῦ­σαν ἀ­π' ἐ­μοῦ. Ἰ­δοῦ­σα δέ ἡ γυ­νή ὅ­τι οὔκ ἔ­λα­θε, τρέ­μου­σα ἦλ­θε καὶ προ­σπε­σοῦ­σα αὐ­τῷ δι' ἥν αἰ­τί­αν ἥ­ψα­το αὐ­τοῦ ἂ­πήγ­γει­λεν αὐ­τῷ ἐ­νώ­πιον παν­τὸς τοῦ λα­οῦ, καὶ ὡς ἰά­θη πα­ρα­χρῆ­μα.  Ὁ δὲ εἶ­πεν αὐ­τῇ· Θάρ­σει, θύ­γα­τερ, ἡ πί­στις σου σέ­σω­κέ σε· πο­ρε­ύ­ου εἰς εἰ­ρή­νην.  Ἔ­τι αὐ­τοῦ λα­λοῦν­τος ἔρ­χε­ταί τις πα­ρὰ τἀ ἀρ­χι­συ­να­γώ­γου λέ­γων αὐ­τῷ ὅ­τι τέ­θνη­κεν ἡ θυ­γά­τηρ σου· μὴ σκύλ­λε τὸν δι­δά­σκα­λον. Ὁ δὲ ­ Ἰη­σοῦς ἀ­κο­ύ­σας ἀ­πε­κρί­θη αὐ­τῷ λέ­γων· Μὴ φο­βοῦ· μό­νον πί­στευ­ε, καὶ σω­θή­σε­ται.  Ἐλ­θὼν δὲ εἰς τὴν οἰ­κί­αν οὐκ ἀ­φῆ­κεν εἰ­σελ­θεῖν οὐ­δέ­να εἰ μή Πέ­τρον καὶ Ἰ­ω­άν­νην καὶ Ἰ­ά­κω­βον καὶ τόν πα­τέ­ρα τῆς παι­δὸς καὶ τὴν μη­τέ­ρα, ἔκλαιον δὲ πάν­τες καὶ ἐ­κό­πτον­το  αὐ­τήν.  Ὁ δέ εἶπε Μή κλα­ί­ε­τε· οὐκ ἀπέθανε, ἀλλά κα­θε­ύ­δει, καὶ κα­τε­γέ­λων αὐ­τοῦ, εἰ­δό­τες ὅτι ἀπέθανεν. Αὐ­τὸς δέ ἐκ­βα­λὼν ἐ­ξω πάν­τας καὶ κρα­τή­σας τῆς χει­ρὸς αὐ­τῆς ἐ­φώ­νη­σε λέ­γων· Ἡ παῖς, ἐ­γε­ί­ρου. καί ­ἐπέστρε­ψε τὸ πνεῦ­μα αὐ­τῆς, καὶ ἀνέστη πα­ρα­χρῆ­μα, καὶ δι­έ­τα­ξεν αὐ­τῇ δο­θῆ­ναι φα­γεῖν. Καὶ ἐ­ξέ­στη­σαν οἱ γο­νεῖς αὐ­τῆς· Ὁ δὲ πα­ρήγ­γει­λεν αὐ­τοῖς μη­δε­νὶ εἰ­πεῖν τὸ γε­γο­νός.
Με­τά­φρα­σι
Ἐ­κεῖ­νο τόν και­ρό ἦλ­θεν ἕ­νας ἄν­θρω­πος πού ὀ­νο­μα­ζό­ταν Ἰ­ά­ει­ρος, πού ἦ­ταν ἄρ­χων τῆς Συ­να­γω­γῆς. Καί ἔ­πε­σε στά πό­δια τοῦ  Ἰ­η­σοῦ, καί τόν πα­ρα­κα­λοῦ­σε νά ἔλ­θη στό σπί­τι του, δι­ό­τι εἶ­χε θυ­γα­τέ­ρα μο­νο­γε­νῆ δώ­δε­κα ἐ­τῶν, πού πέ­θαι­νε. Ὅ­ταν δέ πή­γαι­νε, τά πλή­θη τόν πε­ρι­έ­βαλ­λαν ἀ­σφυ­κτι­κά. Κά­ποι­α δέ γυ­ναῖ­κα, πού ὑ­πέ­φε­ρε ἀ­πό αἰ­μορ­ρα­γί­α ἐ­πί δώ­δε­κα ἤ­δη ἔ­τη, καί δα­πά­νη­σε ὅ­λη τήν πε­ρι­ου­σί­α της σέ ἰα­τρούς, καί δέν μπό­ρε­σε νά θε­ρα­πευ­τῆ ἀ­πό κα­νέ­να, πλη­σί­α­σε ἀ­πό πί­σω καί ἄγ­γι­ξε τήν ἄ­κρη τοῦ  ἐν­δύ­μα­τος του, καί ἀ­μέ­σως στα­μά­τη­σε ἡ αἰ­μορ­ρα­γί­α της. Ὁ Ἰ­η­σοῦς εἶ­πε τό­τε: «Ποι­ός με ἄγ­γι­ξε;» Ἐ­νῶ δέ ὄ­λοι ἀρ­νοῦν­ταν, ὁ Πέ­τρος καί αὐ­τοί πού ἦ­ταν μα­ζί του εἶ­παν:«Δι­δά­σκα­λε,  τά πλή­θη εἶ­ναι συ­νω­στη­σμέ­να γύ­ρω σου καί σέ συν­θλί­βουν, καί σύ λέ­γεις: “Ποι­ός μέ ἄγ­γι­ξε;’’  Ἀλ­λ’ ὁ Ἰ­η­σοῦς εἶ­πε: «Μέ ἄγ­γι­ξε κά­ποι­ος. Δι­ό­τι ἐ­γώ κα­τά­λα­βα, ὅ­τι βγῆ­κε δύ­να­μι ἀ­πό μέ­να». Ὅ­ταν δέ εἶ­δεν ἡ γυ­ναῖ­κα, πώς δέ δι­έ­φυ­γε τήν προ­σο­χή του, τρέ­μον­τας ἦλ­θε καί ἔ­πε­σε στά πό­δια του, μπρο­στά σ’ ὅ­λο τό λα­ό εἶ­πε τήν αἰ­τί­α, γιά τήν ὁ­ποί­α τόν ἄγ­γι­ξε, καί θε­ρα­πεύ­τη­κε ἀ­μέ­σως. Αὐ­τός δέ τῆς εἶ­πε: «  Ἔ­χε θάρ­ρος κό­ρη μου!  Ἡ πί­στι σου σέ ἔ­σω­σε. Φύ­γε ἥ­συ­χη.» Ἐ­νῶ δέ  ἀ­κό­μη μι­λοῦ­σε ἔρ­χε­ται κά­ποι­ος ἀ­πό τό σπί­τι τοῦ ἀρ­χι­συ­νά­γω­γου καί τοῦ λέ­γει: «Πέ­θα­νε ἡ θυ­γα­τέ­ρα σου, μήν ἐ­νο­χλῆς τό δά­σκα­λο.­». Ἀλ­λ’ ὅ­ταν τό ἄ­κου­σε ὁ Ἰ­η­σοῦς, τοῦ εἶ­πε:«Μή φοβᾶσε! Μόνο πί­στευ­ε καί θά σω­θῆ (Θά ἀ­να­στη­θῆ)­». Ὅ­ταν δέ ἦλ­θε στό σπί­τι, δέν ἄ­φη­σε νά μπῆ κα­νέ­νας μέ­σα, πα­ρά ὁ Πέ­τρος καί ὁ Ἰ­ω­άν­νης καί ὁ Ἰ­ά­κω­βος καί ὁ πα­τέ­ρας τῆς κό­ρης καί ἡ μη­τέ­ρα. Ἔ­κλαι­αν δέ ὅ­λοι καί θρη­νοῦ­σαν. Ἀλ­λ’ αὐ­τός εἶ­πε:«Μή κλαῖ­τε! Δέν πέ­θα­νε ἀλ­λά κοι­μᾶ­ται». Τό­τε, γνω­ρί­ζον­τας ὅ­τι πέ­θα­νε, ἄρ­χι­σαν νά γε­λοῦν εἰς βά­ρος του. Αὐ­τός δέ ἀ­φοῦ ἔ­βγα­λε ὅ­λους ἔ­ξω καί τήν ἔ­πια­σε ἀ­π’ τό χέ­ρι, φώ­να­ξε λέ­γον­τας:«Κό­ρη, σή­κω ἐ­πά­νω!»  Καί ἐ­πέ­στρε­ψε τό πνεῦ­μα της, καί ἀ­μέ­σως ση­κώ­θη­κε ἐ­πά­νω, καί δι­έ­τα­ξε νά τῆς δώ­σουν νά φά­γη. Καί οἱ γο­νεῖς της ἔ­μει­ναν ἐκ­στα­τι­κοί. ἐ­κεῖ­νος δέ τούς ἔ­δω­σε ἐν­το­λή νά μήν εἰ­ποῦν τό γε­γο­νός σέ κα­νέ­να.
           
            Ἡ ση­με­ρι­νή εὐ­αγ­γε­λι­κή πε­ρι­κο­πή ἀ­να­φέ­ρει δύ­ο θαύ­μα­τα τοῦ Κυ­ρί­ου. Δύ­ο ὑ­περ­φυ­σι­κά θαύ­μα­τα πού ὀ­φεί­λο­νταν στή θερ­μή πί­στι τῶν ἀν­θρώ­πων.Γιατί ἡ θερμή πίστι εἶναι ἐκείνη πού ἐλκύει τή Χάρι τοῦ  Θεοῦ στόν κόσμο .
Τό πρῶ­το θαῦ­μα ἔ­γι­νε σέ μι­ά γυ­ναῖ­κα μέ πο­λύ­χρο­νη αἱ­μορ­ρα­γί­α. Ἡ αἱ­μορ­ρο­οῦ­σα αὐ­τή γυ­ναῖ­κα δέν ἦ­ταν Ἰ­ου­δαί­α, ἀλ­λά Συ­ρο­φοί­νισ­σα. Ξό­δε­ψε πολ­λά ἀλ­λά θε­ρα­πεί­α κα­μι­ά.Ὅ­πως φαί­νε­ται εἶ­χε ἀ­κού­σει γι­ά τόν Κύ­ρι­ο καί  ἄνα­ψε στή ψυ­χή της μι­ά πί­στι θερ­μή κι ἕ­νας πό­θος γι­’ Αὐ­τον. Ἀ­φοῦ ἔ­λε­γε: ″καί μό­νο νά ἀγ­γί­ξω γι­ά λί­γο τήν ἄ­κρη τοῦ ἐν­δύ­μα­τός Του καί θά θε­ρα­πευ­θῶ. Καί πρά­γμα­τι, μό­λις κα­τόρ­θω­σε καί ἄγ­γι­ξε τήν ἄ­κρη τοῦ χι­τώ­να τοῦ Κυ­ρί­ου στα­μά­τη­σε ἡ χρό­νι­α αἱ­μορ­ρα­γί­α καί ἀ­να­κου­φί­στη­κε ἡ γυ­ναῖ­κα. Ἡ θερ­μή της πί­στι ἔ­κα­νε τό θαῦ­μα.
            Τό δεύ­τε­ρο θαῦ­μα ἔ­γι­νε στό σπί­τι τοῦ Ἰ­αεί­ρου, ἄρ­χο­ντα τῆς Συ­να­γω­γῆς τῶν Ἑ­βραί­ων. Καί αὐ­τοῦ ἡ θερ­μή πί­στι τρά­βη­ξε τόν Χρι­στό στό σπί­τι του καί ἀ­νέ­στη­σε τή  δω­δε­κα­ε­τή θυ­γα­τέ­ρα του. Βλέ­που­με λοι­πόν ὅ­τι ἡ θερ­μή καί ζω­ντα­νή πί­στι κά­νει ὑ­περ­φυ­σι­κά θαύ­μα­τα.
            Γι­ά τόν ὀρ­θό­δο­ξο χρι­στι­α­νό αὐ­τά δέν εἶ­ναι οὔ­τε ξέ­να οὔ­τε πα­ρά­ξε­να, ἐ­πει­δή δι­α­βά­ζο­ντας τό λό­γο τοῦ Θε­οῦ, τή Γρα­φή, ἀ­κού­ει τόν Κύ­ρι­ο νά βε­βαι­ώ­νει ″ ὅ­σα ἄν ζη­τή­σε­τε στήν προ­σευ­χή σας μέ πί­στι  καί χω­ρίς ἀμ­φι­βο­λί­α θά τά πά­ρε­τε  καί ὄ­χι μό­νο αὐ­τό, ἀλ­λά καί πολ­λά πα­ρα­δείγματα δι­α­βά­ζου­με ἐ­κεῖ, ἀλ­λά πού δέν εἶ­ναι τοῦ πα­ρό­ντος.
            Ἄς δοῦ­με ὅ­πως μέ δυ­ό λό­γι­α τί  πρᾶγμα εἶ­ναι αὐ­τή ἡ πί­στι πού τό­σο πο­λύ εὐ­ερ­γε­τεῖ τόν ἄν­θρω­πο.
            Ὁ Απ. Παῦ­λος ὁ­ρί­ζο­ντας τήν πί­στι, λέ­γει: ″ ἕ­στι δέ πί­στις ἐλ­πι­ζο­μέ­νων ὑ­πό­στα­σις, πα­ρα­γμά­των ἔ­λεγ­χος μή βλε­πο­μέ­νων . Δη­λα­δή, ἡ πί­στι εἶ­ναι ἡ δύ­να­μι στή ψυ­χή, πού δί­νει ὑ­πό­στα­σι, κά­νει ὑ­παρ­κτά καί βε­βαι­ώ­νει ὅ­τι ὑ­πάρ­χουν ἐ­κεῖ­να πού ἐλ­πί­ζου­με νά ἀ­πο­λαύ­σου­με στό μέλ­λον, ἀλ­λά δέν μπο­ροῦ­με νά τά δοῦ­με μέ τούς σω­μα­τι­κούς μας ὀ­φθαλ­μούς. Ἕ­να πα­ρά­δει­γμα: ἐλ­πί­ζου­με νά εἰ­σέλ­θου­με στή βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ, ἀλ­λά δέν ἔ­χου­με ἀ­πτές ἀ­πο­δεί­ξεις πώς εἶναι. Ἡ πί­στι εἶ­ναι ἐ­κεί­νη πού θά ἀ­νοί­ξη τά μά­τι­α τῆς ψυ­χής καί θά πα­ρου­σι­ά­ση ζω­ντα­νά τά ἀ­γα­θά τῆς βα­σι­λεί­ας αὐ­τῆς. Γι­ά νά τό κα­τα­λά­βου­με αὐ­τό ἀρ­κεῖ νά ρί­ξου­με μι­ά μα­τι­ά στό βί­ο ἑ­νός μάρ­τυ­ρα τῆς  Ἐκ ­κ­λη­σί­ας μας. Τί ἦ­ταν ἐ­κεῖ­νο πού τόν ἔ­κα­νε νά ἀ­ψη­φή­ση τόν κό­σμο καί τά κα­λά του καί νά θυ­σι­α­στῆ γι­ά τό Θε­ό; Ἀ­σφα­λῶς ἦ­ταν ἡ πί­στι πού τόν πλη­ρο­φο­ροῦ­σε καί ἔ­βλε­πε τά αἰ­ώ­νι­α ἀ­γα­θά τῆς βα­σι­λεί­ας τοῦ Θε­οῦ ὑ­παρ­κτά, καί θυ­σί­α­ζε τά πα­ρό­ντα, τά ἐ­φή­με­ρα γιά νά ἀπολαύση τά αἰώνια. Ἔ­τσι λοι­πόν, ἡ θερ­μή πί­στι εἶ­ναι ἐ­κεί­νη πού θά μᾶς βο­η­θή­ση νά δοῦ­με τά μή βλε­πό­με­να καί νά κα­τα­νο­ή­σου­με τά ἀ­κα­τα­νό­η­τα.
            Αὐ­τή ἠ περ­φυ­σι­κή δύ­να­μι πού λέ­γε­ται πί­στι δί­νε­ται ἀ­πό τό Θε­ό στόν ἄν­θρω­πο πού τήν ἐ­πι­θυ­μεῖ καί εἶ­ναι ἕ­τοι­μος νά βα­δί­ση ἀ­τα­λά­ντευ­τα τό δρό­μο τῆς  βα­σι­λε­ί­ας τοῦ  Θε­οῦ. Εἶ­ναι ἡ δύ­να­μι πού κά­νει τόν ἄν­θρω­πο θε­ί­α εὶ­κό­να καί τόν ἐ­ξο­μοι­ώ­νει μέ τό Θε­ό καί τοῦ ἀ­πο­κα­λύ­πτει μυ­στή­ρια. Εἶ­ναι ἡ δύ­να­μι πού πραγ­μα­το­ποι­εῖ καί ἐμ­παι­δώ­νει στή ψυ­χή τοῦ ἀν­θρώ­που τά ἀ­ό­ρα­τα καί ἀ­κα­τά­λη­πτα καί τά κά­νει πρα­γα­τι­κό­τη­τα. Ὁ ἄν­θρω­πος πού ἔ­χει τέ­τοι­α πί­στι πα­ρα­δί­νε­ται ὅ­λος στή θε­ί­α πρό­νοι­α, ἔ­χει ἐμ­πι­στο­σύ­νη στό Θε­ό πα­τέ­ρα καί εἶ­ναι γα­λή­νιος στή ψυ­χή, ἀ­παλ­λαγ­μέ­νος ἀ­πό τίς ἀγ­χώ­δεις μέ­ρι­μνες τοῦ βί­ου πού κα­τα­πο­νοῦν καί κα­τα­βά­λουν τό σῶ­μα καί τήν ψυ­χή του. Στό πρό­σω­πο τοῦ πι­στοῦ εἶ­ναι ζω­γρα­φι­σμέ­νη ἡ ἠ­ρε­μί­α, ἡ σι­γου­ρι­ά καί ἡ καρ­δι­ά του εἶ­ναι γε­μᾶ­τη πε­ποί­θη­ση πρός τό Θε­ό· δέν ἀ­νη­συ­χεῖ δέν τα­ρά­σε­ται, δέν ἀμ­φι­βάλ­λει γε­μᾶ­τος θάρ­ρος καί πε­ποί­θη­ση ψάλ­λει μέ τόν Δ­αυίδ: ″Κύ­ρι­ος ἐ­μοί βο­η­θός καί οὐ φο­βη­θή­σο­μαι τή ποι­ή­σει μοι ἄν­θρω­πος.  Αὐ­τή εἶ­ναι ἡ εἶ­ναι μι­ά σύ­ντο­μη πε­ρι­γρα­φή τοῦ πι­στοῦ ἀν­θρώ­που.
            Τοῦ ἀ­πί­στου ἀν­θρώ­που ἡ εὶ­κό­να εἶ­ναι κα­θη­με­ρι­νά γνω­στή, δέ θά τήν πε­ρι­γρά­ψου­με, μό­νο τοῦ­το θά ποῦ­με. Ἐ­πει­δή δέν ἔ­χει στή­ρι­γμα τήν πί­στι καί τό Θε­ό ἀ­γω­νι­ᾶ, φο­βᾶ­ται, καί βα­σα­νί­ζε­ται μέ σύν­τρο­φο τό κα­θη­με­ρι­νό ἄγ­χος καί τη θλί­ψι, βρί­σκε­ται δη­λα­δή κα­θη­με­ρι­νά στόν προ­θά­λα­μο τῆς κο­λά­σεως.       
            Εἶ­δα­με τά εὐ­ερ­γε­τι­κά ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα τῆς θερ­μῆς πί­στε­ως καί δέν εἶ­ναι ἀ­σφα­λῶς μό­νο αὐ­τά , εἶ­ναι πολ­λά καί θά  μπο­ροῦ­σε νά μι­λᾶ κά­ποι­ος γι­ά πολ­λή ὥ­ρα, γι αὐ­τά. Ὅ­μως αὐ­τά τά λί­γα πού εἴ­πα­με εἶ­ναι γι­ά νά προ­βλη­μα­τη­σθοῦ­με καί νά ἀ­να­ζω­ο­πυ­ρώ­σου­με τήν πί­στι μας, νά ἀ­να­ζη­τή­σου­με τή σω­τη­ρί­α μας.     
             Αὐ­τό πού πρέ­πει νά κά­νου­με εἶ­ναι, στήν κα­θη­με­ρι­νή προ­σευ­χή μας, ἄν προ­σευ­χό­μα­στε, καί πρέ­πει νά προ­σευ­χό­μα­στε, νά ζη­τᾶ­με ἀ­πό τό Θε­ό, Πρό­σθες ἡ­μῖν πί­στι Κύ­ρι­ε, πί­στι θερ­μή ζων­τα­νή. Πί­στι πού θά κα­τε­βά­ζη τή χά­ρι τοῦ Θε­οῦ στή ψυ­χή μας καί ὅ­πως τήν αἱ­μορ­ρο­οῦ­σα νά θε­ρα­πεύ­ου­με τίς λογ­ῆς λο­γῆς ἀ­νάγ­κες τῆς ζω­ῆς.
             Νά με­λε­τοῦ­με τό λό­γο τοῦ Θε­οῦ, τήν Ἁγ. Γρα­φή γι­ά νά βλέ­που­με τά πα­ρα­δε­ίγ­μα­τα καί τίς νου­θε­σί­ες πού ὑ­πάρ­χουν ἐ­κεῖ καί χω­ρίς ἀ­μέ­λεια, ἀλ­λά μέ πό­θο νά προ­χω­ροῦ­με στή δυ­νά­μω­σι τῆς πί­στεως μας πρός τό Θε­ό, για­τί στίς μέ­ρες μας εἶ­ναι ἀ­πα­ρα­ί­τη­το ὅ­πλο νά ἀν­τι­στα­θοῦ­με στά σχέ­δια καί τίς ἐ­πι­βου­λές κά­θε ἐ­χθροῦ πού θέ­λει νά μᾶς ὑ­πο­τά­ξη καί νά μᾶς σύ­ρη πρός τήν κα­τα­στρο­φή.
            Ἀ­κό­μα καί οἱ βί­οι τῶν ἁ­γί­ων μας εἶ­ναι λαμ­πρό πα­ρά­δειγ­μα πρός μί­μη­ση. Μό­νον ἔ­τσι θά ἀ­πο­κτή­σου­με θερ­μή πί­στι πού θά  ἔ­χει σάν καρ­πό τή  σω­τη­ρί­ας μας. Ἀ­μήν.

 (Ι΄ 25-37)
Τῷ καιρῷ ἐκεῖνῳ νο­μι­κός τις προσῆλθε ἐκ­πει­ρά­ζων αὐ­τὸν καὶ λέ­γων· Δι­δά­σκα­λε, τί ποι­ή­σας ζω­ὴν αἰ­ώ­νιον κλη­ρο­νο­μή­σω;  ὁ δὲ εἶ­πε πρὸς αὐ­τόν· Ἐν τῷ νό­μῳ τί γέ­γρα­πται; πῶς ἀ­να­γι­νώ­σκεις;  Ὁ δὲ ἀ­πο­κρι­θεὶς εἶ­πεν· «Ἀ­γα­πή­σεις Κύ­ριον τὸν Θε­όν σου ἐξ ὅ­λης τῆς καρ­δί­ας σου καὶ ἐξ ὅ­λης τῆς ψυ­χῆς σου καὶ ἐξ ὅ­λης τῆς ἰ­σχύ­ος σου καὶ ἐξ ὅ­λης τῆς δι­α­νο­ί­ας σου, καὶ τὸν πλη­σί­ον σου ὡς σε­αυ­τόν·» Εἶ­πε δὲ αὐ­τῷ· Ὀρ­θῶς ἀ­πε­κρί­θης· τοῦ­το πο­ί­ει  καὶ ζή­σῃ.  Ὁ δὲ θέ­λων δι­και­οῦν  ἑ­αυ­τὸν εἶ­πε πρὸς τὸν Ἰ­η­σοῦν· Καὶ τίς ἐ­στί μου πλη­σί­ον; Ὑ­πο­λα­βὼν δὲ ὁ Ἰ­η­σοῦς εἶ­πεν· Ἄν­θρω­πός τις κα­τέ­βαι­νεν ἀ­πὸ Ἱ­ε­ρου­σα­λὴμ εἰς Ἰ­ε­ρι­χὼ, καὶ λῃ­σταῖς πε­ρι­έ­πε­σεν· οἳ καὶ ἐκ­δύ­σαν­τες αὐ­τὸν καὶ πλη­γὰς ἐ­πι­θέν­τες ἀ­πῆλ­θον ἀ­φέν­τες ἡ­μι­θα­νῆ τυγ­χά­νον­τα.  Κα­τὰ συγ­κυ­ρί­αν δὲ ἱ­ε­ρε­ύς τις κα­τέ­βαι­νεν ἐν τῇ ὁ­δῷ ἐ­κε­ί­νῃ, καὶ ἰ­δὼν αὐ­τὸν ἀν­τι­πα­ρῆλ­θεν.  Ὁ­μο­ί­ως δὲ καὶ Λευ­ῒ­της γε­νό­με­νος κα­τὰ τὸν τό­πον, ἐλ­θὼν καὶ ἰ­δὼν ἀν­τι­πα­ρῆλ­θε.  Σα­μα­ρε­ί­της δέ τις ὁ­δε­ύ­ων ἦλ­θε κα­τ' αὐ­τὸν, καὶ ἰ­δὼν αὐ­τὸν ἐ­σπλαγ­χνί­σθη,  καὶ προ­σελ­θὼν κα­τέ­δη­σε τὰ τρα­ύ­μα­τα αὐ­τοῦ ἐ­πι­χέ­ων ἔ­λαι­ον καὶ οἶ­νον, ἐ­πι­βι­βά­σας δὲ αὐ­τὸν ἐ­πὶ τὸ ἴ­διον κτῆ­νος ἤ­γα­γεν αὐ­τὸν εἰς παν­δο­χεῖ­ον καὶ  ἐ­πε­με­λή­θη αὐ­τοῦ· καί ἐ­πί τήν αὔ­ριον ἐ­ξελ­θών, ἐκ­βα­λών δύ­ο δη­νά­ρια ἔ­δω­κε τῷ παν­δο­χεῖ, καί εἶ­πεν αὐ­τῷ· ἐ­πι­με­λή­θη­τι αὐ­τοῦ, καί ὅ,τι ἄν προσ­δα­πα­νή­σῃς, ἐ­γὼ ἐν τῷ ἐ­πα­νέρ­χε­σθαί με ἀ­πο­δώ­σω σοι.Τίς οὖν το­ύ­των τῶν τρι­ῶν πλη­σί­ον δο­κεῖ σοι γε­γο­νέ­ναι τοῦ ἐμ­πε­σόν­τος εἰς τοὺς λῃ­στάς; Ὁ δὲ εἶ­πεν· Ὁ ποι­ή­σας τὸ ἔ­λε­ος με­τ' αὐ­τοῦ. Εἶ­πεν οὖν αὐ­τῷ ὁ Ἰ­η­σοῦς· Πο­ρε­ύ­ου καὶ σὺ πο­ί­ει ὁ­μοί­ως.
Μετάφρασι
Ἐ­κεῖ­νο τόν και­ρό κά­ποι­ος νο­μο­δι­δά­σκα­λος πλη­σί­α­σε τόν Ἰ­η­σοῦ καί γιά νά τόν δο­κι­μά­ση εἶ­πε: «Δι­δά­σκα­λε, τί νά κά­νω γιά νά κλη­ρο­νο­μή­σω αἰ­ώ­νια ζω­ή;­». Αὐ­τός δέ τοῦ εἶ­πε: «Τί εἶ­ναι γραμ­μέ­νο  στό νό­μο; Τί δι­α­βά­ζεις;» Καί ἐ­κεῖ­νος ἀ­παν­τών­τας εἶ­πε: «Ν’ ἀ­γα­πᾷς τόν Κύ­ριο τό Θε­ό σου μέ ὅ­λη τήν καρ­διά σου καί μέ ὅ­λη τή ψυ­χή σου καί μέ ὅ­λη τή δι­ά­νοι­ά σου καί μέ ὅ­λο τό νοῦ σου, καί τόν πλη­σί­ον σου σάν τόν ἑ­αυ­τό σου». Τό­τε (ὁ Ἰ­η­σοῦς τοῦ εἶ­πε: «Ὀρ­θά ἀ­πάν­τη­σες τοῦ­το νά κά­νῃς, καί θά κλη­ρο­νο­μή­σης τήν (αἰ­ώ­νια) ζω­ή). Ἀλ­λ’ αὐ­τός θέ­λον­τας νά δι­καί­ω­ση τόν ἑ­αυ­τό του, εἶ­πε στόν Ἰ­η­σοῦ: «Καί Ποι­ός εἶ­ναι ὁ πλη­σί­ον μου;» Ἀ­παν­τών­τας δέ ὁ Ἰ­η­σοῦς εἶ­πε:«Κά­ποι­ος ἄν­θρω­πος κα­τέ­βαι­νε ἀ­πό τήν ‘Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ στήν Ἱ­ε­ρι­χώ, καί ἔ­πε­σε σέ ἐ­νέ­δρα λῃ­στῶν. αὐ­τοί δέ, ἀ­φοῦ τόν ἔ­γδυ­σαν καί τοῦ κα­τά­φε­ραν πλήγ­μα­τα, ἔ­φυ­γαν ἀ­φή­νον­τας τόν μι­σο­πε­θα­μέ­νο.Κα­τά σύμ­πτω­σι δέ κά­ποι­ος ἱ­ε­ρεύς κα­τέ­βαι­νε στό δρό­μο ἐ­κεῖ­νο, καί ἐ­νῷ τόν εἶ­δε, τόν προ­σπέ­ρα­σε. ‘Ο­μοί­ως δέ καί κά­ποι­ος Λευΐ­της, ὅ­ταν ἔ­φθα­σε στό τό­πο ἐ­κεῖ­νο, Πλη­σί­α­σε καί εἶ­δε, καί προ­σπέ­ρα­σε. Ἀλ­λά κἀποι­ος Σα­μα­ρεί­της, δι­α­βά­της ἔ­φθα­σε κον­τά του, καί ὅ­ταν τόν εἶ­δε, τόν σπλα­χνί­σθη­κε, καί πλη­σί­α­σε καί ἔ­δε­σε τά τραύ­μα­τά του, χύ­νον­τας ἐ­πά­νω λά­δι καί κρα­σί. Έ­πει­τα τόν ἀ­νέ­βα­σε στό δι­κό του ζῷ­ο, τόν με­τέ­φε­ρε σ’ ἕ­να παν­δο­χε­ΐ­ο, καί τόν πε­ρι­ποι­ή­θη­κε. Καί τήν ἄλ­λη ἡ­μέ­ρα ἀ­να­χω­ρών­τας ἔ­βγα­λε δύ­ο δη­νά­ρια καί ἔ­δω­σε σ­τόν παν­δο­χέ­α, καί τοῦ εἶ­πε «Φρόν­τι­σε τόν, καί ὅ,­τι ἐ­πί πλέ­ον δα­πα­νή­σης ἐ­γώ, ὅ­ταν ἐ­πα­νέλ­θω, θά σέ πλη­ρώ­σω”. Λοι­πόν Ποι­ός ἀ­πό τούς τρεῖς νο­μί­ζεις ὅ­τι ἀ­πο­δεί­χθη­κε πλη­σί­ον σ’ αὐ­τόν, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἔ­πε­σε στούς λῃ­στές;» Καί ἐ­κεῖ­νος (ὁ νο­μο­δι­δά­σκα­λος) εἶ­πε: «Αὐ­τός πού τοῦ ἔ­κα­νε τό ἔ­λε­ος». Τοῦ  εἶ­πε τό­τε ὁ ‘Ἰ­η­σοῦς: « Πή­γαι­νε καί κά­νε καί σύ ὁ­μοί­ως».
          Σκο­πὀς τῆς ση­με­ρι­νῆς πα­ρα­βο­λῆς εἶ­ναι νά δι­δά­ξει φυ­σι­κά καί πνευ­μα­τι­κά νο­ή­μα­τα στούς ἀ­κρο­α­τές της, μέ σα­φεῖς καί πα­ρα­στα­τι­κές ἀ­να­λο­γί­ες καί πα­ρο­μοι­ώ­σεις πού ὑ­πάρ­χουν με­τα­ξύ τοῦ φυ­σι­κοῦ καί πνευ­μα­τι­κοῦ κό­σμου. Ἡ ση­με­ρι­νή πα­ρα­βο­λή εἶ­ναι μι­ά εἰ­κό­να πού μπο­ρεῖ νά εἶ­ναι μι­ά πραγ­μα­τι­κό­τη­τα στόν κα­θη­με­ρι­νό βί­ο τῶν ἀν­θρώ­πων, ἀλ­λά ἔ­χει καί τό πνευ­μα­τι­κό της νό­η­μα καί τίς πνευ­μα­τι­κές ἀ­να­λο­γί­ες. Στή φυ­σι­κή εἶ­κό­να, στό πρό­σω­πο τοῦ κα­λοῦ Σα­μα­ρεί­τη, δι­δά­σκει τήν ἀ­γά­πη καί τή εὺ­σπλα­χνία πού πρέ­πει νά ἔ­χουν οἱ ἀ­λη­θι­νοί χρι­στια­νοί καί γι­’ αὐ­τή ἀ­να­φέ­ρον­ται οἰ πε­ρισ­σό­τε­ροι ὁ­μι­λη­τές. Ὅ­μως ὑ­πάρ­χει καί τό πι­ό βα­θύ νό­η­μα πού κρύ­βε­ται μέ­σα στήν πα­ρα­βο­λή, ἡ πνευ­μα­τι­κή εἰ­κό­να, στήν ὁ­ποῖ­α θά ἀ­να­φερ­θοῦ­με στή συ­νέ­χει­α.
Ἡ πα­ρα­βο­λή.
            Ἡ πα­ρα­βο­λή τοῦ κα­λοῦ Σα­μα­ρεί­τη, μᾶς πα­ρου­σι­ά­ζει ἕ­να ἂν­θρω­πο πού φεύ­γει ἀ­πό τήν Ἰ­ε­ρου­σα­λήμ καί πη­γαί­νει στήν Ἰ­ε­ρι­χώ. Στό δρό­μο ἔ­πε­σε σέ λη­στές καί ἀ­φοῦ τόν λή­στε­ψαν τοῦ ἀ­φαί­ρε­σαν τά χρή­μα­τά του, τόν κα­κο­ποί­η­σαν σο­βα­ρά καί τόν ἄ­φη­σαν κα­τα­πλη­γω­μέ­νο καί ἀ­νή­μπο­ρο ξα­πλω­μέ­νο στό χῶ­μα.
            Ἀ­πό τό μέ­ρος πέ­ρα­σε πρῶ­τα ἕ­νας ἱ­ε­ρέ­ας τῶν Ἰ­ου­δαί­ων, εἶ­δε τά χά­λι­α τοῦ  ἀν­θρώ­που ἀλ­λά ἔ­φυ­γε βι­α­στι­κά. Σέ λί­γο πέ­ρα­σε καί  ἕ­νας Λευ­ϊ­της, ἀλ­λά καί αὐ­τός ἔ­φυ­γε βι­α­στι­κά χω­ρίς νά βο­η­θή­σουν κα­θό­λου τόν τραυ­μα­τί­α .
             Στή συ­νέ­χει­α περ­νᾶ καί ἕ­νας Σα­μα­ρεί­της ἀ­πό τό μέ­ρος ἐ­κεῖ­νο καί ὅ­ταν εἶ­δε τόν ἄν­θρω­πο ξα­πλω­με­νό στή γῆ, πλη­σί­α­σε, καί ἀψηφόντας τόν κίνδυνο, πε­ρι­ποι­ή­θη­κε τίς πλη­γές του ἀ­λοί­φο­ντάς τες μέ λά­δι καί κρα­σί καί ἀ­νε­βά­ζο­ντας τον στό ζῶ­ο του τόν με­τέ­φε­ρε σέ  Παν­δο­χεῖ­ο. Πα­ρέ­δω­σε τόν τραυ­μα­τι­σμέ­νο ὁ­δοι­πό­ρο στόν παν­δο­χέ­α καί τοῦ πλή­ρω­σε δύ­ο δη­νά­ρι­α, λέ­γο­ντας του νά  πε­ρι­ποι­η­θεῖ τόν ἄνθρωπο καί ὅ­ταν θά ἐ­πα­νέλ­θω θά σοῦ πλη­ρώ­σω ὅ­σα θά ξο­δέ­ψης γι­ά τή θε­ρα­πεί­α του.
Ἡ πνευ­μα­τι­κή ἑρ­μη­νεί­α τῆς πα­ρα­βο­λῆς.
            Σί­γου­ρα ἡ πα­ρα­βο­λή αὐ­τή εἶ­ναι πλα­τει­ά γνω­στή καί πολ­λές φο­ρές ἔ­χου­με ἀ­κού­σει γι­ά τήν πρα­κτι­κή ἐ­φαρ­μο­γή τοῦ πε­ρι­ε­χο­μέ­νου της. Ἐ­κεῖ­νο πού δέν ἀ­κοῦ­με καθαρά εἶ­ναι γι­ά τήν πνευ­μα­τι­κή σημ­μα­σί­α τῆς Πα­ρα­βο­λῆς καί αὐ­τό θά κά­νου­με ὄ­πως ἔ­χου­με πεῖ πιό πί­σω.
            Θά πρέ­πει πρῶ­τα νά ποῦ­με ὅ­τι Ἰ­ε­ρου­σα­λήμ εἶ­ναι ἡ ζω­ή κον­τά στό Θε­ό μέ τήν ἀ­σφά­λεια, τή χα­ρά καί τήν εὐ­τυ­χί­α πού  τή δι­α­κρί­νει. Ἰ­ε­ρι­χώ ση­μαί­νει κα­τα­κλυ­σμός, κα­τα­κλυ­σμός τοῦ κα­κοῦ,  τῶν πα­θῶν καί τῆς ἁ­μαρ­τί­ας, μέ τούς κα­κο­ποι­ούς καί λη­στές δαί­μο­νες πού και­ρο­φυ­λα­κτοῦν στό δρό­μο κά­θε δι­α­βά­τη πού τήν ἐ­πι­σκέ­πτε­ται. Καί δρό­μος εἶ­ναι αὐ­τή ἡ ζω­ή τοῦ κα­θε­νός μας.
            Ὁ ἄν­θρω­πος τῆς Πα­ρα­βο­λῆς πού φε­ύ­γει ἀ­πό τήν Ἰ­ε­ρου­σα­λήμ εἶ­ναι αὐ­τός ὁ Ἀ­δάμ, πού μέ τήν πα­ρα­κοή του  ἔ­φυ­γε ἀ­πό τόν Πα­ρά­δει­σο τοῦ Θε­οῦ καί πῆ­ρε τό δι­κό του δρό­μο, τόν ἐ­κτός Πα­ρα­δε­ί­σου, τό δρό­μο πού ὁ­δη­γεῖ στόν ψε­ύ­τι­κο πα­ρά­δει­σο τοῦ σα­τα­νᾶ, ὁ ὁ­ποῖ­ος αἰχ­μα­λώ­τι­σε τόν προ­πά­το­ρα μας τοῦ ἀ­φα­ί­ρε­σε κά­θε κα­λό, κά­θε στο­λί­δι τῆς ψυ­χῆς καί τόν τραυ­μά­τη­σε μέ τό βα­θύ τραῦ­μα τῆς ἁ­μαρ­τί­ας καί ἔ­τσι ἀ­δύ­να­μος καί τρυ­μα­τι­σμέ­νος μέ­νει ξα­πλω­μέ­νος στό δρό­μο, στή ζω­ή αὐ­τή καί μα­ζί του ὅ­λη ἡ ἀν­θρω­πό­τη­τα.
            Ὁ ἱε­ρέ­ας καί ὁ Λευ­ϊ­της πού πέ­ρα­σαν πλη­σί­ον τοῦ πλη­γω­μέ­νου ἀν­θρώ­που, συμ­βο­λί­ζουν τό Μω­σαϊ­κό νό­μο καί τούς προ­φῆ­τες, πού δέν μπο­ροῦ­σαν νά βο­η­θή­σουν τόν τραυ­μα­τι­σμέ­νο ἀ­πό τήν ἁ­μαρ­τί­α ἄν­θρω­πο. Ἡ ἀν­θρω­πό­τη­τα βρι­σκό­ταν δέ­σμι­α, κα­τα­πλη­γω­μέ­νη καί ἀ­νί­κα­νη νά ση­κω­θῆ καί νά ἀ­να­νή­ψη ἀ­πό τίς πλη­γές της πε­ρι­μέ­νο­ντας ἐ­κεῖ­νο πού θά τῆς ἔ­δι­νε χέ­ρι βο­η­θεί­ας.
            Ὁ κα­λός Σα­μα­ρεί­της πού ἔ­σκυ­ψε μέ τό­ση ἀ­γά­πη καί συ­μπό­νι­α πά­νω ἀ­πό τόν δυ­στυ­χι­σμέ­νο ἄν­θρω­πο πού ἀ­ψή­φι­σε τόν κίν­δυ­νο τῶν λη­στῶν, πού δέ λο­γά­ρι­α­σε οὔ­τε κό­πο, οὔ­τε χρή­μα­τα καί με­τέ­φε­ρε τόν τραυ­μα­τι­σμέ­νο ἄν­θρω­πο σέ ἀ­σφα­λές μέ­ρος, εἶ­ναι ὁ Χρι­στός, ὁ Θε­ός Λό­γος, τό δεύ­τε­ρο πρό­σω­πο τῆς ἁ­γί­ας Τρι­ά­δος πού ντύ­θη­κε τό δι­κό μας σῶ­μα καί ἔ­γι­νε τέ­λει­ος ἄν­θρω­πος καί πού οἱ Ἑ­βραῖ­οι τόν εἶ­παν καί Σα­μα­ρεί­τη. Αὐ­τός σπλα­χνί­σθη­κε τόν πλη­γω­μέ­νο ἄν­θρω­πο καί πε­ρι­ποι­ή­θη­κε τίς πλη­γές του πού αἱ­μορ­ρα­γοῦ­σαν, ἀ­λοί­φο­ντάς τες μέ λά­δι καί κρα­σί, δη­λα­δή, μέ τήν ἀ­γά­πη καί τήν εὐ­σπλα­χνί­α, ἀλ­λά καί μέ τή θυ­σί­α, μέ τό αἷ­μα Του  κα­θα­ρί­ζει τά τραύ­μα­τα τῆς ἁ­μαρ­τί­ας.
            Τό Παν­δο­χεῖ­ο εἶ­ναι ἡ Ἐκ­κ­λη­σί­α καί παν­δο­χέ­ας ὁ κλῆ­ρος. Τά δύ­ο δη­νά­ρι­α εἶ­ναι οἱ δύ­ο Δι­α­θῆ­κες, ἡ Πα­λαι­ά καί ἡ Και­νή. Ἡ δέ ἐ­πι­στρο­φή του Σα­μα­ρεί­τη πά­λιν στό Παν­δο­χεῖ­ο ση­μαί­νει τή Δεύ­τε­ρη Του Πα­ρου­σί­α.
                    Ἐφαρμογή τῆς παραβολῆς
           Στό πρό­σω­πο τοῦ τραυ­μα­τί­α καί λη­στε­μέ­νου ἄν­θρώ­πο τῆς πα­ρα­βο­λῆς, συμ­βο­λί­ζε­ται καί κά­θε ἄν­θρω­πος πού φε­ύ­γει ἀ­πό τήν Ἰ­ε­ρου­σα­λήμ τοῦ Θε­οῦ, τήν Ἐκ­κλη­σί­α καί πο­ρε­ύ­ε­ται τό δρό­μο τῆς ἁ­μαρ­τί­ας καί αἰχ­μα­λω­τί­ζε­ται ἀ­πό τό λη­στή δι­ά­βο­λο. Ὅ­μως τώ­ρα τά πράγ­μα­τα ἄλ­λα­ξαν ἡ παν­το­δυ­να­μί­α τοῦ δι­α­βό­λου πέ­ρα­σε χω­ρίς ἐ­πι­στρο­φή. Ἡ δύ­να­μί του εἶ­ναι φαι­νο­με­νι­κή.  Καί στόν αἰ­­ῶνα μας  ὑ­πάρ­χουν πολ­λοί Σα­μα­ρεῖ­τες, ἀλ­λά καί κά­θε ἕ­νας πού προ­σβάλ­λε­ται ἀ­πό τήν ἁ­μαρ­τί­α, μπο­ρεῖ καί μό­νος του νά πά­ει στό πνευ­μα­τι­κό Παν­δο­χεῖ­ο, τήν Ἐκ­κλη­σί­α καί νά ἐ­που­λώ­σει τά τρα­ύ­μα­τά του. Φτά­νει νά τό θελήση.
            Ἡ ἀγάπη καί ἡ εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ εἶναι πέλαγος ἀνεξάντλητο καί πρέπει κάθε ἄνθρωπος πού  ἔχει τραυματισθεῖ ἀπό τά βέλη τῆς ἁμαρτίας νά τρέχει μέ θάρρος καί πίστι στό Ἐξομολογητήρι καί ἐκεῖ θά βρῆ τόν καλό πανδοχέα πού θά τόν περιποιηθῆ νά θεραπεύση τίς πληγές τῆς ἁμαρτίας καί νά γίνη πάλιν κάτοικος τῆς νέας Ἰερουσαλήμ.
            Ἱ­δού λοι­πόν μέσα ἀπό τό κείμενο τῆς παραβολῆς φαίνεται ἡ ἱ­στο­ρι­κή πο­ρεί­α τοῦ κό­σμου. Βλέ­που­με μέ­σα ἀ­πό τήν πα­ρα­βο­λή αὐ­τή νά ἐ­πα­λη­θεύ­ει ἐ­κεῖ­νο πού ἡ Γρα­φή λέ­γει,  ὅ­τι δέν ἄ­ντε­χε ἡ σπλα­χνι­κή καρ­δι­ά τοῦ Θε­οῦ νά βλέ­πει τό γέ­νος τῶν ἀν­θρώ­πων νά τό τυ­ραν­νεῖ ὁ δι­ά­βο­λος καί ἔ­στει­λε τόν Υἱ­ό Του γι­ά νά  ἐ­λευ­θε­ρώ­ση τόν κό­σμο ὅ­πως καί ἔ­γι­νε.
            Βλέ­που­με ἀ­κό­μα μέ­σα ἀ­πό αὐ­τή τήν πα­ρα­βο­λή νά ἐ­πα­λη­θεύ­η καί νά ἐ­πι­βε­βαι­ώ­νε­ται ὁ σω­στός τρό­πος κα­θο­δή­γη­σης τοῦ ἁ­μαρ­τω­λοῦ ἀ­πό τήν Ἐκ­κ­λη­σί­α μας. Ἡ μη­τέ­ρα μας Ἐκ­κλη­σί­α, μέ το­ύς ἱ­ε­ρεῖς της πού δι­ά τῆς χει­ρο­το­νί­ας τους κα­θί­σταν­ται ὑ­πε­ύ­θυ­νοι καί ἀρ­μό­διοι νά πε­ρι­ποι­οῦν­ται καί νά θε­ρα­πε­ύ­ουν ἐν ὀ­νό­μα­τι τοῦ Κυ­ρί­ου, τοῦ πλη­γω­μέ­νους ἀ­πό τήν ἁ­μαρ­τί­α ἀν­θρώ­πους, τό Παν­δο­χεῖ­ο αὐ­τό τοῦ Θε­οῦ, μέ­σα ἀ­πό τίς δυ­σκο­λί­ες πού  δη­μι­ουρ­γεῖ ὁ σα­τα­νᾶς,  κά­νει ἀ­θό­ρυ­βα τήν  δου­λειά του καί πε­ρι­μέ­νει τόν Κύ­ριο νά ἐ­πα­νέλ­θη καί νά ἀ­πο­δώ­ση στόν κά­θε παν­δο­χέ­α κλη­ρι­κό ὅ­σα δα­πά­νη­σε γι­ά το­ύς πλη­γω­μέ­νους ἀ­δελ­φο­ύς, κό­πους, φρον­τί­δες καί προ­σπά­θει­ες.
            Ἂς ἐρ­γα­σθοῦν μέ  πί­στι καί ὑ­πο­μο­νή ὅ­λοι οἱ καλοί Σαμαρεῖτες καί πνευματικοί Πανδοχεῖς τῆς Ἐκκλησίας καί ὁ Κύριος θά ἐπανέλθη γιά νά τούς ἄμείψη γιά τούς κόπους τους καί γιά τά ἔξοδά τους καί ὅ,τι ἄλλο ἔχουν κάνει γιά τούς ἁμαρτωλούς ἀδελφούς. Νά εἶναι βέβαιοι γι’ αὐτό.
            Ἀ­κό­μα καί ἐ­μεῖς οἱ ὁ­δοι­πό­ροι τῆς ζω­ῆς πρέ­πει μέ προ­σο­χή καί σο­φί­α Θε­οῦ νά  δι­α­νύ­ου­με τό δρό­μο τῆς ζω­ῆς μας. Νά μήν ἀ­φή­νου­με τήν Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ τοῦ Θε­οῦ, τήν Ἐκ­κλη­σί­α μέ τή Μυ­στη­ρια­κή της ζω­ή καί τόν ἀ­σφα­λι­σμέ­νο βί­ο καί νά πο­ρευ­ό­μα­στε στό δρό­μο τῆς Ἰ­ε­ρι­χοῦς, τήν κο­σμι­κή ζω­ή μέ τίς πολ­λές της πα­ρα­κτρο­πές ἀ­πό τό θέ­λη­μα τοῦ Κυ­ρί­ου, για­τί σἰ­γου­ρα θά γί­νου­με θύ­μα τῶν λη­στῶν, τῶν δαι­μό­νων πού και­ρο­φυ­λα­κτοῦν καί πα­ρα­κο­λου­θοῦν νά πα­ρα­βοῦ­με τίς ἐν­το­λές τοῦ  Πλά­στη μας,γιά νά μᾶς ἐ­πι­τε­θοῦν καί νά μᾶς   λη­στέ­ψουν πνευ­μα­τι­κά καί νά μᾶς ὁ­δη­γή­σουν στόν πνευ­μα­τι­κό θά­να­το, τή κό­λα­σί τους. Ἄν πα­ρ’ ἐλ­πί­δα γί­νου­με τέ­τοι­ο θῦ­μα νά μήν ἀ­πελ­πι­σθοῦ­με, για­τί ὑ­πάρ­χουν οἱ κα­λοί Σα­μα­ρεῖ­τες γιά νά μᾶς πε­ρι­ποι­η­θοῦν τά πνευ­μα­τι­κά μας  τραύ­μα­τα μέ τό φάρ­μα­κο τῆς ἐ­ξο­μο­λό­γη­σης. Προ­σο­χή λοι­πόν, ἀλ­λά καί θάρ­ρος καί ἐλ­πί­δα στήν ἀ­γά­πη τοῦ Σω­τῆ­ρα μας Χρι­στοῦ, τοῦ κα­τ’ ἐ­ξο­χήν κα­λοῦ Σα­μα­ρεί­τη. Σ’  Αὐ­τόν πρέ­πει κά­θε δό­ξα καί τι­μή μα­ζί μέ τόν Πα­τέ­ρα καί τό Ἅ­γιον Πνεῦ­μα, τώ­ρα καί πάν­το­τε καί στούς  αἰ­ῶ­νες. Ἀ­μήν.
 (ιβ΄ 16-21)
Εἶ­πε δὲ πα­ρα­βο­λὴν πρὸς αὐ­τοὺς λέ­γων· Ἀν­θρώ­που τι­νὸς πλου­σί­ου εὐ­φό­ρη­σεν ἡ χώ­ρα·  καὶ δι­ε­λο­γί­ζε­το ἐν ἑ­αυ­τῷ λέ­γων· τί ποι­ή­σω, ὅ­τι οὐκ ἔ­χω ποῦ συ­νά­ξω τοὺς καρ­πο­ύς μου;  Καὶ εἶ­πε· Τοῦ­το ποι­ή­σω· κα­θε­λῶ μου τὰς ἀ­πο­θή­κας καὶ με­ί­ζο­νας οἰ­κο­δο­μή­σω, καὶ συ­νά­ξω ἐ­κεῖ πάν­τα τὰ γεν­νή­μα­τά μου καὶ τὰ ἀ­γα­θά μου,  καὶ ἐ­ρῶ τῇ ψυ­χῇ μου· ψυ­χή, ἔ­χεις πολ­λὰ ἀ­γα­θὰ κε­ί­με­να εἰς ἔ­τη πολ­λά· ἀ­να­πα­ύ­ου, φά­γε, πί­ε, εὐ­φραί­νου. Εἶ­πε δὲ αὐ­τῷ ὁ Θε­ός· Ἄ­φρον, τα­ύ­τῃ τῇ νυ­κτὶ τὴν ψυ­χήν σου ἀ­παι­τοῦ­σιν ἀ­πὸ σοῦ· ἃ δὲ ἡ­το­ί­μα­σας τί­νι ἔ­σται; Οὕτως ὁ θησαυρίζων ἑαυτῷ καὶ μὴ εἰς Θεὸν πλουτῶν. Ταῦτα λέγων ἐφώνει· Ὁ ἔχων ὤτα ἀκούειν ἀκουέτω..
Μετάφρασι
Εἶ­πε ὁ Κύ­ριος αὐ­τήν τήν πα­ρα­βο­λή. Κά­ποι­ου πλου­σί­ου ἀν­θρώ­που καρ­πο­φό­ρη­σαν πλού­σι­α τά χω­ρά­φια. Καί σκε­πτό­ταν μέ­σα τοῦ λέ­γον­τας: "Τί νά κά­νω, δι­ό­τι δέν ἔ­χω ποῦ νά συ­νά­ξω τούς καρ­πούς μου; "Ἔ­πει­τα εἶ­πε: "τοῦ­το θά κά­νω' θά γκρε­μί­σω τίς ἀ­πο­θῆ­κες μου, καί θά οἰ­κο­δο­μή­σω με­γα­λύ­τε­ρες, καί θά συ­νά­ξω ἐ­κεῖ ὅ­λα τά γεν­νή­μα­τά μου καί τά ἀ­γα­θά μου, καί θά πῶ στόν ἑ­αυ­τό μου: Ἐ­αυ­τέ μου, ἔ­χεις πολ­λά ἀ­γα­θά, πού ἀρ­κοῦν γιά ἔ­τη πολ­λά " ἀ­να­παύ­ου, φᾶ­γε, πί­ε, εὐ­φραί­νουν". '­Ἀλ­λά ὁ Θε­ός τοῦ εἶ­πε: "Ἀ­νό­η­τε! Αὐ­τή τή νύ­χτα ἀ­παι­τοῦν ἀ­πό σέ­να τή ζω­ή σου. Αὐ­τά δέ, ποῦ ἑ­τοί­μα­σες, τί­νος εἶ­ναι;" '­Ἔ­τσι πα­θαί­νει ὅ­ποι­ος θη­σαυ­ρί­ζει γιά τόν ἑ­αυ­τό τοῦ καί­ δέν πλου­τί­ζει (γιά νά κά­νῃ κα­λά ἔρ­γα) γιά τή δό­ξα τοῦ Θε­οῦ.  Λέγοντας αὐτά, φώναζε· Αὐτός πού ἔχει αὐτιά νά ἀκούη, ἄς ἀκούη.

῞Ενας λο­γι­κός ἄν­θρω­πος πού  δι­α­βά­ζει τήν παραβολή αὐτή καί βλέπει τό συλ­λο­γι­σμό αὐ­τοῦ τοῦ ἀν­θρώ­που δέ θά τόν ἀ­πο­κα­λέ­σει ἄ­φρο­να, ἄ­μυ­α­λο;  Πρῶτον, ἀντί  νά χα­ρῆ γι­ά τήν εὐ­λο­γί­α τοῦ Θε­οῦ καί νά δώ­ση τά πα­λι­ά γεν­νή­μα­τα στούς φτω­χούς, καί ἔτσι νά ἔχει χῶρο  γιά τή νέα σοδειά του, αὐτός ἀ­γω­νι­ᾶ καί στε­νο­χω­ρι­έ­ται πῶς νά βρῆ τρό­πο νά τά μα­ζέ­ψη ὅ­λα, ὄ­λα γι­ά τόν ἑ­αυ­τό του. Καί δεύτερο  πῶς ἦταν σίγουρος ὅτι θά ζοῦσε γιά πολύ καί θά χαιρόταν τά ἀγαθά του; Δέν ἔβλεπε τήν  ἀλήθεια, δηλ. πόσο προσωρινός εἶναι ὁ ἄνθρωπος; Εἶναι φανερό ὅτι ἡ πλεονεξία του τόν ἔ­κα­με, ἄ­σπλα­χνο σκλη­ρό καί ἀ­νάλ­γη­το, ἐ­γω­κε­ντρι­κό, ἀλ­λά καί ἄ­φρο­να νο­μί­ζον­τας τα  ὅ­λα δι­κά του, ἰ­δι­ο­κτη­σί­α του.
            Αὐ­τό εἶ­ναι τό λά­θος πού κά­νει κά­θε πλε­ο­νέ­κτης.  Τά δι­ά­φο­ρα ἀ­γα­θά καί πλού­τη πού στέλ­λει ὁ Θε­ός γιά συν­τή­ρη­σι τοῦ κό­σμου,  τά νο­μί­ζει ἀ­πο­κλει­στι­κά δι­κά του. Δέ σκέ­φτε­ται πώς ἄν δέν βρέ­ξει ὁ οὐ­ρα­νός καί ἄν δέ ἀ­να­τεί­λει ὁ ἥ­λιος χά­νον­ται τά πάν­τα;  Ἀν­τί νά εῦ­χα­ρι­στή­ση τόν Κύ­ριο πού εἶ­ναι ὁ δο­τὴ­ρας τῶν πάν­των, πα­ρα­βλέ­πει καί τό Θε­ό καί τούς ἀν­θρώ­πους. Ἡ πλε­ο­νε­ξί­α του τόν ἔ­κα­με ἀ­νό­η­το,   τοῦ σκό­τι­σε τή λο­γι­κή καί ἐ­ξαρ­τοῦ­σε τήν εὐ­τυ­χί­α τῆς ζω­ῆς του ἀ­πό τά πλού­τη . Δέν τόν ἄ­φη­νε τό πά­θος του νά δῆ ὅ­τι ἡ ζω­ή τοῦ εἶ­ναι σάν ἀ­τμί­δα κα­πνοῦ πού φεύ­γει καί χά­νε­ται. Θά δι­α­σκε­δά­ζε λέ­γει γι­ά πολ­λά χρό­νια, ἀλ­λά ποι­ός τοῦ ἔ­κα­με τέ­τοι­ο ἔ­γρα­φο; Βλέ­πε­τε τήν κα­τάν­τια τοῦ πλε­ο­νέ­κτη;  Δυ­στυ­χῶς δέν εἶ­ναι λί­γοι καί στίς μέ­ρες μας οἱ πλε­ο­νέ­κτες ἄν­θρω­ποι πού ἀ­δι­κοῦν καί ἀ­δελ­φούς τους ἀ­κό­μα καί γι­ά νά πά­ρουν πε­ρισ­σό­τε­ρη κλη­ρο­νο­μιά μέ  δό­λια μέ­σα καί νά ἰ­κα­νο­ποι­ή­σουν τήν πλε­ο­νε­ξί­α τους καί δη­μι­ουρ­γοῦν μί­ση ἔ­χθρες σ’ ὄ­λη τους τή ζω­ή. Δέ σκέ­φτο­νται οὐ­τε τό θά­να­το πού κα­νέ­νας δέν ἀμ­φη­σβη­τεῖ.  Νά πε­ρι­γρά­ψου­με­ κι­’ ἄλ­λους δέ χρει­ά­ζε­ται γι­α­τί συ­να­ντοῦ­με τέ­τοι­ους τύ­πους συ­χνά καί γνω­ρί­ζου­με τήν κα­τά­ντι­α τους. Στό φτω­χό δέ δί­νουν πε­ντά­ρα μή­πως λι­γο­στέ­ψουν τά πλού­τη τους. Πλα­νοῦ­νται, γι­α­τί νο­μί­ζουν ὅτι τά πολ­λά πλού­τη τούς χα­ρί­ζουν τή μα­κρο­ζω­ΐα. Μέ τέ­τοι­ο σκό­τος στό νοῦ πού νά δοῦν τήν πρα­γμα­τι­κό­τη­τα; Ἀ­φοῦ ἔ­γι­ναν ἄ­πι­στοι καί εὶ­δω­λο­λά­τρες, ναί, εἰ­δω­λο­λά­τρες, γι­α­τί ἔ­δω­σαν τήν καρ­δι­ά τους στά ὑ­λι­κά πρά­γμα­τα καί ὄ­χι στό Θε­ό, ξε­χνώ­ντας Θε­ό καί ἀν­θρώ­πους ἔ­κα­ναν εἴ­δω­λο τόν ἑ­αυ­τό τους καί κοι­μοῦ­νται τόν ὑ­πνο τῆς ἁ­μαρ­τί­ας καί ξυ­πνοῦν ὅ­ταν ἔλ­θει ἡ ὥ­ρα τοῦ θα­νάτου καί ἡ ὀρ­γή τοῦ Θε­οῦ. Ὅταν δηλαδή εἶναι ἀργά πλέον.

Μέ τήν κα­τά­λη­ξι τῆς πα­ρα­βο­λῆς βγαί­νουν συ­μπε­ρά­σμα­τα πο­λύ δι­δα­κτι­κά. Ὁ πλε­ο­νέ­κτης ἄν­θρω­πος εἶ­ναι δυ­στυ­χι­σμέ­νος καί στή ζω­ή αὐ­τή καί στήν πέ­ραν τοῦ τά­φου, τήν αἰ­ώ­νι­α. Εἶ­ναι δυ­στυ­χι­σμέ­νος στή ζω­ή αὐ­τή, ἐ­πει­δή κλεί­νε­ται στόν ἑ­αυ­τό του χω­ρίς ἀ­γά­πη καί εὐ­σπλα­χνί­α, γί­νε­ται μι­ση­τός, τόν ἀ­πο­φεύ­γουν καί δέν τόν συ­μπα­θεῖ κα­νέ­νας, δέ νοι­ώ­θει τήν χα­ρά τῆς ἐ­λε­η­μο­σύ­νης καί τῆς ἀ­γά­πης, ἔν­νοι­α του πῶς θά με­γα­λώ­σει τό χρῆ­μα, τήν πε­ρι­ου­σί­α του καί δέ δι­στά­ζει ἀ­κό­μα καί να ἀ­δι­κή­σει γι­’ αὐ­τό, ἀ­πο­μο­νώ­νε­ται γι­ά νά μήν ξο­δευ­τεῖ καί ἔ­τσι ζεῖ πρα­γμα­τι­κά στή δυ­στυ­χί­α. Ἀλ­λά καί στήν ἄλ­λη ζω­ή εἶ­ναι δυ­στυ­χι­σμέ­νος γι­α­τί ἐρ­γά­στη­κε τό θέ­λη­μα τοῦ δι­α­βό­λου καί μα­ζί μέ τό δι­ά­βο­λο θά ζῆ στό σκό­τος τῆς κό­λα­σεως, δέ θά δῆ πο­τέ τό φῶς τοῦ Θε­οῦ καί τή χα­ρά τοῦ Πα­ρα­δεί­σου. Εἶ­ναι γι­ά τοῦ­το πού ὁ ἅ­γι­ος Ἰ­ωάν­νης ὁ Χρυ­σό­στο­μος λέ­γει:«μήν κλαῖς αὐ­τό πού πέ­θα­νε ἀλ­λά νά κλαῖς τόν πλε­ο­νέ­κτη, τόν  ἅρ­πα­γα καί ἀ­χόρ­τα­γο.» Δέν ὑ­πάρ­χει ἀ­κα­θαρ­τό­τε­ρο πρᾶ­γμα ἀ­πό τήν πλε­ο­νε­ξί­α γι­α­τί πα­ρα­δί­νει τόν ἄν­θρω­πο στό σα­τα­νᾶ. Ὁ πλε­ο­νέ­κτης, λέ­γει ὁ ἴ­δι­ος ἅγιος, «μοι­ά­ζει μέ θη­ρί­ο», καί δι­ε­ρω­τᾶ­ται:  «μέ­χρι πό­τε θά μοι­ά­ζο­με μέ τά θη­ρί­α καί θά ἀ­γνο­οῦ­με τή φύ­σι μας ἐξ αἰ­τί­ας τῆς πλε­ο­νε­ξί­ας;»
Εἶ­ναι ξε­κά­θα­ρο τό πρᾶ­γμα·  ἡ πλε­ο­νε­ξί­α εἶ­ναι με­γά­λο κα­κό στή ζω­ή μας. Πρέ­πει νά κα­τα­λά­βου­με ὅ­τι ἡ ζω­ή μας  δέν ἐ­ξαρ­τᾶ­ται οὔ­τε ρυ­θμί­ζε­ται ἀ­πό τό πό­σα πλού­τη ἔ­χου­με στή ζω­ή αὐ­τή, ἀλ­λά τή ζω­ή μας  ρυ­θμί­ζει ὁ κα­τά Θε­ό βί­ος πού ζοῦ­με. Κύ­ρι­ος ρυ­θμι­στής εἶ­ναι ὁ Θε­ός καί δη­μι­ουρ­γός μας. Τό πά­θη­μα τοῦ πλου­σί­ου τῆς πα­ρα­βο­λῆς πρέ­πει νά μᾶς δι­δά­ξει πολ­λά. Τό κυ­ρι­ώ­τε­ρο πού πρέ­πει νά κά­νου­με εἶ­ναι ἐρ­γα­ζό­μα­στε κα­τά Θε­ό, νά βο­η­θοῦ­με καί τούς ἀ­δελ­φούς μας πού ἔ­χουν ἀ­νά­γκη, νά ἔ­χου­με σπλά­χνα οἰ­κτοιρ­μῶν καί  νά ἀ­να­θέ­του­με τόν ἑ­αυ­τό μας μέ ἀ­πό­λυ­τη ἐ­μπι­στο­σύ­νη στή θεί­α Πρό­νοι­α καί  τί­πο­τα δέ θά στε­ρη­θοῦ­με. Φτά­νει νά κά­νου­με τό θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ καί νά μήν ἀ­νη­συ­χοῦ­με γι­ά τί­πο­τε.
            Νά ἀ­πο­φεύ­γου­με τήν πλε­ο­νε­ξί­α καί ἄν κά­πο­τε μᾶς ἔλ­θει λο­γι­σμός γι­ά ἀ­γά­πη τῆς πλε­ο­νε­ξί­ας, νά θυ­μό­μα­στε ὅ­τι δέν τή θέ­λει ὁ Θε­ός καί θά μᾶς φα­νῆ δυ­σά­ρε­στη. Ἄς ἀ­πο­φύ­γο­με τήν πλε­ο­νε­ξί­α γι­ά νά χαροῦμε τή ζωή  ἐδῶ στή γῆ, ἀλλά καί νά κερ­δί­σο­μεν καί τή βα­σι­λεί­α τῶν οὐ­ρα­νῶν. Ἂλ­λω­στε καί ὁ Κύ­ρι­ος μᾶς συμ­βου­λεύ­ει:«ó­ρᾶ­τε καί φυ­λάσ­σε­σθε ἀ­πό πά­σης πλε­ο­νε­ξί­ας»

 (ιγ΄ 10-17)
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἦν δὲ δι­δά­σκων ἐν μιᾷ τῶν συ­να­γω­γῶν ἐν τοῖς σάβ­βα­σι. Καὶ ἰ­δοὺ γυ­νὴ ἦν πνεῦ­μα ἔ­χου­σα ἀ­σθε­νε­ί­ας ἔ­τη δέ­κα καὶ ὀ­κτώ, καὶ ἦν συγ­κύ­πτου­σα καὶ μὴ δυ­να­μέ­νη ἀ­να­κύ­ψαι εἰς τὸ παν­τε­λές. Ἰδὼν δὲ αὐ­τὴν ὁ Ἰ­η­σοῦς προ­σε­φώ­νη­σε καὶ εἶ­πεν αὐ­τῇ· Γύ­ναι, ἀ­πο­λέ­λυ­σαι τῆς ἀ­σθε­νε­ί­ας σου·  καὶ ἐ­πέ­θη­κεν αὐ­τῇ τὰς χεῖ­ρας· καὶ πα­ρα­χρῆ­μα ἀ­νωρ­θώ­θη  καὶ ἐ­δό­ξα­ζε τὸν Θε­όν.  Ἀ­πο­κρι­θεὶς δὲ ὁ ἀρ­χι­συ­νά­γω­γος, ἀ­γα­να­κτῶν ὅ­τι τῷ σαβ­βά­τῳ ἐ­θε­ρά­πευ­σεν ὁ Ἰ­η­σοῦς, ἔ­λε­γε τῷ ὄ­χλῳ· Ἓξ ἡ­μέ­ραι εἰ­σὶν ἐν αἷς δεῖ ἐρ­γά­ζε­σθαι. Ἐν τα­ύ­ταις οὖν ἐρ­χό­με­νοι θε­ρα­πε­ύ­ε­σθε, καὶ μὴ τῇ ἡ­μέ­ρᾳ τοῦ σαβ­βά­του.  Ἀ­πε­κρί­θη οὖν αὐ­τῷ ὁ Κύ­ριος καὶ εἶ­πεν· Ὑ­πο­κρι­τά· ἕ­κα­στος ὑ­μῶν τῷ σαβ­βά­τῳ οὐ λύ­ει τὸν βοῦν αὐ­τοῦ ἢ τὸν ὄ­νον ἀ­πὸ τῆς φάτ­νης καὶ ἀ­πα­γα­γὼν πο­τί­ζει; α­ύ­την δὲ, θυ­γα­τέ­ρα  Ἀ­βρα­ὰμ οὖ­σαν, ἣν ἔ­δη­σεν ὁ σα­τα­νᾶς ἰ­δοὺ δέ­κα καὶ ὀ­κτὼ ἔ­τη, οὐκ ἔ­δει λυ­θῆ­ναι ἀ­πὸ τοῦ δε­σμοῦ το­ύ­του τῇ ἡ­μέ­ρᾳ τοῦ σαβ­βά­του;  Καὶ ταῦ­τα λέ­γον­τος αὐ­τοῦ κα­τῃ­σχύ­νον­το πάν­τες οἱ ἀν­τι­κε­ί­με­νοι αὐ­τῷ, καὶ πᾶς ὁ ὄ­χλος ἔ­χαι­ρεν ἐ­πὶ πᾶ­σι τοῖς ἐν­δό­ξοις τοῖς γι­νο­μέ­νοις ὑ­π' αὐ­τοῦ.
Με­τά­φρα­σι
Ἐ­κεῖ­νο τόν και­ρό, κά­ποι­ο Σάβ­βα­το (ὁ Ἰ­η­σοῦς) δί­δα­σκε σέ μί­α ἀ­πό τίς συ­να­γω­γές. Καί ἰ­δού, ἦ­ταν ἐ­κεῖ μί­α γυ­ναῖ­κα, ἡ ὁ­ποί­α εἶ­χε πνεῦ­μα (δαι­μό­νιο) ἀ­σθε­νεί­ας ἐ­πί δε­κα­ο­κτώ ἔ­τη, ἐξ αἰ­τί­ας αὐ­τοῦ ἦ­ταν κυρ­τω­μέ­νη, καί δέν μπο­ροῦ­σε νά ση­κώ­ση κα­θό­λου τό κε­φά­λι της. '­Ὅ­ταν δέ τήν εἶ­δε ὁ Ἰ­η­σοῦς, ἀ­πευ­θύν­θη­κε σ' αὐ­τή καί τῆς εἶ­πε: «Γυ­ναῖ­κα, ἔ­χεις ἐ­λευ­θε­ρω­θῆ ἀ­πό τήν ἀ­σθέ­νειά σου». Καί ἔ­θε­σε πά­νω της τά χέ­ρια του,  καί ἀ­μέ­σως τό σῶ­μα τῆς ἐ­πα­νῆλ­θε στήν ὄρ­θια στά­ση, καί δό­ξα­ζε τό Θε­ό. Ὁ δέ ἀρ­χι­συ­νά­γω­γος ἔ­λα­βε τό λό­γο, καί πλή­ρης ἀ­γα­να­κτή­σε­ως, δι­ό­τι ὁ Ἰ­η­σοῦς θε­ρά­πευ­σε κα­τά τό Σάβ­βα­το, ἔ­λε­γε στό πλῆ­θος τοῦ λα­οῦ: «Ἔ­ξι ἡ­μέ­ρες εἶ­ναι, κα­τά τίς ὁ­ποῖ­ες ἐ­πι­τρέ­πε­ται ἡ ἐρ­γα­σί­α. Κα­τ' αὐ­τές λοι­πόν τίς ἡ­μέ­ρες νά ἔρ­χε­σθε νά θε­ρα­πεύ­ε­σθε, καί ὄ­χι τήν ἡ­μέ­ρα τοῦ Σαβ­βά­του». Τοῦ ἀ­πάν­τη­σε ὁ Κύ­ριος: «Ὑ­πο­κρι­τά! Κα­θέ­νας ἀ­πό σᾶς τό Σάβ­βα­το δέ λύ­ει τό βό­δι του ἤ τόν ὄ­νο ἀ­πό τόν στά­βλο καί ὁ­δη­γεῖ ἔ­ξω καί πο­τί­ζει; Καί αὐ­τή πού εἶ­ναι θυ­γα­τέ­ρα τοῦ Ἀ­βρα­άμ, καί ὁ Σα­τα­νᾶς τήν ἔ­χει δε­μέ­νη ἐ­πί δε­κα­ο­κτώ ἤ­δη ἔ­τη, δέν ἔ­πρε­πε νά λη­θῆ ἀ­πό τά δε­σμά αὐ­τά τήν ἡ­μέ­ρα τοῦ Σαβ­βά­του;» '­Ὅ­ταν δέ ἔ­λε­γε αὐ­τά, κα­ται­σχύ­νον­ταν ὅ­λοι οἱ ἀν­τί­θε­τοι σ' αὐ­τόν, ἐ­νῷ ὅ­λος ὁ λα­ός ἔ­χαι­ρε γιά ὅ­λα τά θαυ­μα­στά ἔρ­γα, πού γί­νον­ταν ἀ­π’ αὐ­τον.


Πε­ρί ἐκ­κ­λη­σι­α­σμοῦ.
            Στό ση­με­ρι­νό εὐ­αγ­γε­λι­κό ἀ­νά­γνω­σμα, ὁ Εὐ­αγ­γε­λι­στής Λου­κᾶς μᾶς  δι­η­γεῖ­ται, ὅ­τι ὁ Κύ­ριος, ἕ­να Σαβ­βά­το, βρέ­θη­κε σέ κά­ποι­α Συ­να­γω­γή τῶν Ἑ­βραί­ων καί ἐ­κεῖ θε­ρά­πευ­σε μι­ά δυ­στυ­χι­σμέ­νη γυ­ναῖ­κα τήν ὁ­ποί­α γι­ά 18 χρό­νια κρα­τοῦ­σε καμ­που­ρι­α­σμέ­νη ὁ  δαί­μο­νας καί τή βα­σά­νι­ζε. Πα­ρ’ ὅ­λο, πού αὐ­τή ἡ γυ­ναῖ­κα βρι­σκό­ταν σέ τέ­τοι­α χά­λια δέν ἀ­με­λοῦ­σε νά πά­ει στή Συ­να­γω­γή γι­ά νά ἀ­κού­ση τά λό­για τοῦ Θε­οῦ καί νά προ­σευ­χη­θῆ. Βλέ­πον­τας ὁ Κύ­ριος τήν εὐ­λά­βεια καί τήν πί­στι της τήν ἄ­μει­ψε χα­ρί­ζον­τάς της τήν ὑ­γεί­α της.
            Ἄν ἡ γυ­ναί­κα ἐ­κεί­νη ἀ­μεί­φθη­κε ἀ­πό τόν Κύ­ρι­ο μέ­σα στή Συ­να­γω­γή τῶν Ἰ­ου­δαί­ων, πού ἦ­ταν ἕ­νας ἁ­πλός τύ­πος τῆς Ἐκ­κ­λη­σί­ας, φα­ντα­σθῆ­τε πό­ση ὠ­φέ­λει­α ἔ­χουν οἱ χρι­στι­α­νοί μέ­σα στήν ὀρ­θό­δο­ξη μας Ἐκ­κ­λη­σί­α μέ τά μυ­στή­ρι­α καί τίς ἀ­κο­λου­θί­ες της  καί, κα­τά κύ­ρι­ο λό­γο ὅ­ταν τε­λεῖ­ται ἡ ἀ­ναί­μα­κτη θυ­σί­α τοῦ Κυ­ρί­ου κα­τά τή θεί­α Λει­τουρ­γί­α, ὅ­που ὁ ἴ­δι­ος ὁ Κύ­ρι­ος μα­ζί μέ Ἀγ­γέ­λους καί Ἀρ­χαγ­γέ­λους εἶ­ναι πα­ρών καί εὐ­λο­γεῖ τούς πι­στούς. Ναί θά μοῦ πεῖ­τε ὅ­τι ὁ Θε­ός εἶ­ναι πα­ντα­χοῦ πα­ρών. Θά σᾶς ἀ­πο­δεί­ξω ὅ­μως στή συ­νέ­χει­α, ὅ­τι κα­τ’ ἐ­ξο­χήν βρί­σκε­ται εἰ­δι­κά στό χῶ­ρο τοῦ να­οῦ. Ἐ­ξ’ ἄλ­λου στό Να­ό δέν πη­γαί­νο­με γι­ά νά προ­σευ­χη­θοῦ­με, ἐ­πει­δή πα­ντοῦ μπο­ροῦ­με νά προ­σευ­χό­μα­στε, ἀλ­λά πη­γαί­νο­με στό Να­ό γι­ά νά λει­τουρ­γη­θοῦ­με πρᾶ­γμα πού δέ μπο­ροῦ­με νά κά­νου­με ἀλ­λοῦ, πᾶ­με νά προ­σφέ­ρου­με τήν ἀ­ναί­μα­κτη θυ­σί­α, νά προ­σφέ­ρο­με αὐ­τόν τό Χρι­στό θυ­σί­α στό Πα­τέ­ρα Θε­ό,  κα­τ’ ἐν­το­λή τοῦ ἰ­δί­ου τοῦ Χρι­στοῦ « τοῦ­το ποι­εῖ­τε εἰς τήν ἑ­μήν ἀ­νά­μνη­ση», ἀλ­λά καί νά  με­τα­λά­βου­με ἀ­πό τό Σῶ­μα καί τό Αἷ­μα Του, γιά κα­θα­ρι­σμό τῶν ἁ­μαρ­τι­ῶν μας. Ἀ­κό­μα εἴ­μα­στε ὑ­πο­χρε­ω­μέ­νοι νά πᾶ­με στήν Ἐκ­κλη­σί­α ἐ­πει­δή ἀ­πο­τε­λοῦ­με τό Σῶ­μα τοῦ Χρι­στοῦ καί σάν μέ­λη αὐ­τοῦ τοῦ σώ­μα­τος δέν πρέ­πει οὔ­τε μιά φο­ρά νά ἀ­που­σι­ά­ζο­με, ἐ­πει­δή ἀ­πό τό σῶ­μα μας ὅ­ταν λεί­πει κά­ποι­ο μέ­λος, ἔ­στω κι’ ἕ­να δά­χτυ­λο, τό σῶ­μα εἶ­ναι ἐλ­λι­πές.
            Θά δοῦ­με ἀ­κό­μα ὅ­τι,  ἄν θέ­λου­με νά εἴ­μα­στε σω­στοί χρι­στια­νοί, εἴ­μα­στε ὑ­πο­χρε­ω­μέ­νοι νά ἐκ­κλη­σι­α­ζό­μα­στε τήν Κυ­ρια­κή,  για­τί εἶ­ναι ἐν­το­λή τοῦ Θε­οῦ, γι­’ αὐ­τό καί ἡ συγ­κύ­πτου­σα πή­γαι­νε στή Συ­να­γω­γή τα­κτι­κά καί  κέρ­δι­σε τήν ὑ­γεί­α της. Μέσα στο ναό συναντᾶ ὁ ἄνθρωπος τό Θεό, και ἡ συναντησι αὐτή εἶναι ὑπέρ τοῦ ἀνθρώπου πάντοτε
            Στό πρῶ­το βι­βλί­ο τῆς Γρα­φῆς, στή Γέ­νε­σι, γρά­φει ὅ­τι τόν ἁ­για­σμό τῆς ἑ­βδό­μης ἡ­μέ­ρας ἐ­φάρ­μο­σε ὁ Κύ­ριος, «καί κα­τέ­παυ­σε τῇ ᾑ­μέ­ρα τῃ ἑ­βδό­μη ἀ­πό πάν­των τῶν ἔρ­γων αὐ­τοῦ ἅ ἐ­ποί­η­σεν. Καί εὐ­λό­γη­σεν ὁ Θε­ός τήν ἡ­μέ­ραν τήν ἑ­βδό­μην καί ἡ­γί­α­σεν αὐ­τήν  (Γέν.  2, 2). Καί ὅ­ταν ἔ­δι­δε τό νό­μο στό Μω­σῆ, στήν τε­τάρ­την ἐν­το­λήν ἔ­λε­γεν: « Μνή­σθη­τι τήν ἡ­μέ­ραν τῶν Σαβ­βά­των ἁ­γιά­ζειν αὐ­τήν.  Ἕξ ἡ­μέ­ρες ἐρ­γᾶ καί ποι­ή­σεις πάν­τα τά ἔρ­γα σου, τῃ δέ ἡ­μέ­ρα τῇ ἑ­βδό­μη Σάβ­βα­τα Κυ­ρί­ῳ τῷ Θε­ῷ σου, οὐ ποι­ή­σεις πᾶν ἔρ­γον σύ καί ὁ υἱ­ός σου καί ἡ θυ­γά­τηρ σου» ( Ἔ­ξο­δος, 20. 9,11). Φαί­νε­ται κα­θα­ρά ἐ­δῶ ἡ  ἐν­το­λή τοῦ Κυ­ρί­ου· Μᾶς ὑ­πο­χρε­ώ­νει νά  ἀρ­γοῦ­με τήν  ἕ­βδο­μη ἡ­μέ­ρα, ἀλ­λά καί νά τήν ἁ­γι­ά­ζου­με. Πῶς, δη­λα­δή; Μέ τή, προ­σέ­λευ­σί μας στό να­ό καί τή συμ­με­το­χή μας στή Θεία Λει­τουρ­γί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καί τῆς Θεί­ας Κοι­νω­νί­ας, γιά νά ἑ­νω­θοῦ­με μέ τό Χρι­στό, νά γί­νου­με χρι­στο­φό­ροι καί θε­ο­φό­ροι καί φο­βε­ροί στούς δαί­μο­νες.
            Ὅ­πως φαί­νε­ται καί ἀ­πό τήν  προ­στα­γή τοῦ Θε­οῦ πρός τόν Μω­ϋ­σῆ, ὁ ἐκ­κλη­σια­σμός εἶ­ναι πα­ραγ­γε­λί­α Θε­οῦ: «Ἐκ­κλη­σί­α­σον (σύ­να­ξε) πρός με τόν λα­όν καί ἀ­κου­σά­τω­σαν τά ρή­μα­τά μου, ὅ­πως μά­θω­σι φο­βεῖ­σθαι με πᾶ­σας τάς ἡ­μέ­ρας ἅς αὐ­τοί ζῶ­σιν ἐ­πί τῆς γῆς καί τούς υἱ­ούς αὐ­των δι­δά­ξω­σιν» ( Δευτ.4.10). ,  πρέ­πει νά ἁ­γι­ά­ζε­ται μέ τόν ἐκ­κλη­σια­σμό ἡ ἑ­βδό­μη ἡ­μέ­ρα. Δη­λα­δή,  προ­στά­ζει ὁ Θε­ός τόν Μω­υ­σῆ νά μα­ζεύ­η τό λα­ό, ποῦ; Φυ­σι­κά κά­που στή Συ­να­γω­γή τό­τε καί τώ­ρα στό Να­ό, γιά  νά μαν­θαί­νουν τά λό­για τοῦ Θε­οῦ, νά τόν φο­βοῦν­ται, ἀλ­λά καί νά δι­δά­ξουν καί τά παι­διά τους.
Ξεχωριστή ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ στό ναό
            Τό ὅ­τι εἶ­ναι ἰ­δι­αί­τε­ρα πα­ρών στήν Ἐκ­κλη­σί­α ὁ Θε­ός, τό  ἀν­τι­λαμ­βα­νό­μα­στε ἀ­πό τίς λέ­ξεις ″Εκ­κλη­σία­σον πρός με τό λα­ό.  Ἀ­κό­μα στό βι­βλί­ο της Γρα­φῆς (Γ. Βασ. 9, 3),  ὑ­πό­σχε­ται ὁ Θε­ός ὅ­τι στόν Να­ό πού θά τοῦ ἔ­κτι­ζε ὁ Σο­λο­μών, θά εἶ­ναι οἱ ὀ­φθαλ­μοί του  καί ἡ καρ­δί­α του  ἐ­κεῖ. «ἁ­γί­α­σα τόν οἶ­κον τοῦ­τον τόν ὁ­ποῖ­ον τόν ὁ­ποῖ­ον ἔ­κτι­σες στό ὄ­νο­μά μου καί θά εἶ­ναι ἐ­κεῖ οἱ ὀ­φθαλ­μοί μου καί ἡ καρ­δί­α μου παν­το­τι­νά»
            Ἀ­πό αὐ­τά πού εἴ­πα­με νο­μί­ζω ὅ­τι, ἄν θέ­λου­με νά εἴ­μα­στε σω­στοί ἀ­πέ­ναν­τι στό Θε­ό καί τόν ἑ­αυ­τό μας δέν πρέ­πει νά  πα­ρα­με­λοῦ­με τόν ἐκ­κλη­σια­σμό τῆς Κυ­ρια­κῆς χω­ρίς σο­βα­ρο­τά­την αἰ­τί­α καί κα­μιά πρό­φα­σι δέ δι­και­ο­λο­γεῖ τήν ἀ­που­σί­α μας ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α, ἐ­πει­δή ἀ­σε­βοῦ­με πρός τό Θε­ό καί ἁ­μαρ­τά­νου­με, ἀλ­λά καί ζη­μι­ώ­νου­με τόν ἑ­αυ­τό μας χά­νον­τας τήν εὐ­λο­γί­α τοῦ Θε­οῦ ἀ­πό τή Θεί­α Λει­τουρ­γί­α.
            Ἀ­φοῦ ὁ Θε­ός καί πλά­στης μας ζη­τᾶ τόν ἐκ­κλη­σια­σμό ὅ­πως εἴ­δα­με πρέ­πει νά ἐκ­κλη­σι­α­ζό­μα­στε τα­κτι­κά. Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α σάν ἄλ­λη πνευ­μα­τι­κή μας Μητέρα μᾶς ἁναγεννᾶ μέ τή Χάρι τοῦ Παναγίου Πνεύματος διά τῶν Μυστηρίων της καί θά πρέπει σάν φιλόστοργα τέκνα νά τῆς ἀποδίδουμε τόν ἀνάλογο σε­βα­σμό. Ὅ­ποι­ος δέν ἔ­χει τήν Ἐκ­κλη­σί­α μη­τέ­ρα δέν ἔ­χει οὐ­τε τό Θε­ό Πα­τέ­ρα. Ἀ­κό­μα πρέ­πει νά γνω­ρί­ζου­με ὅ­τι ὑ­πάρ­χει καί Κα­νό­νας πού λέ­γει, ὅ­τι ἀ­πο­κό­πτε­ται ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α, κά­ποι­ος, πού γιά τρεῖς συ­νέ­χεια Κυ­ρια­κές ἀ­που­σιά­ζει ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α.
            Ἄς μιμηθοῦμε ὅλοι τή  καμπουριασμένη  γυναῖκα τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου  μέ τόν τακτικό ἐκκλησιασμό μας, γιά νά ἔχουμε τήν  εὐλογία καί τή βοήθεια τοῦ Πλάστη καί Θεοῦ μας.

38. ΚΥΡΙΑΚΗ  ΕΝΔΕΚΑΤΗ  ΛΟΥΚΑ

  (ιδ΄ 16-24)
Εἶπεν ὁ Κύριος τήν παραβολήν ταύτην· Ἄν­θρω­πός τις ἐ­πο­ί­η­σε δεῖ­πνον μέ­γα, καὶ ἐ­κά­λε­σε πολ­λο­ύς· καὶ ἀ­πέ­στει­λε τὸν δοῦ­λον αὐ­τοῦ τῇ ὥ­ρᾳ τοῦ δε­ί­πνου εἰ­πεῖν τοῖς κε­κλη­μέ­νοις· ἔρ­χε­σθε, ὅ­τι ἤ­δη ἕ­τοι­μά ἐ­στι πάν­τα.  Καὶ ἤρ­ξαν­το ἀ­πὸ μιᾶς πα­ραι­τεῖ­σθαι πάν­τες, Ὁ πρῶ­τος εἶ­πεν αὐ­τῷ· ἀ­γρὸν ἠ­γό­ρα­σα, καὶ ἔ­χω ἀ­νάγ­κην ἐ­ξελ­θεῖν καὶ ἰ­δεῖν αὐ­τόν· ἐ­ρω­τῶ σε, ἔ­χε με πα­ρῃ­τη­μέ­νον.Καὶ ἕ­τε­ρος εἶ­πε· Ζε­ύ­γη  βο­ῶν ἠ­γό­ρα­σα πέν­τε, καὶ πο­ρε­ύ­ο­μαι δο­κι­μά­σαι αὐ­τά· ἐ­ρω­τῶ σε, ἔ­χε με πα­ρῃ­τη­μέ­νον.  Καὶ ἕ­τε­ρος εἶ­πε· Γυ­ναῖ­κα ἔ­γη­μα, καὶ διὰ τοῦ­το οὐ δύ­να­μαι ἐλ­θεῖν.  Καὶ πα­ρα­γε­νό­με­νος ὁ δοῦ­λος ἐ­κεῖ­νος ἀ­πήγ­γει­λε τῷ κυ­ρί­ῳ αὐ­τοῦ ταῦ­τα. Τό­τε ὀρ­γι­σθεὶς ὁ οἰ­κο­δε­σπό­της εἶ­πε τῷ δο­ύ­λῳ αὐ­τοῦ· Ἔξελ­θε τα­χέ­ως εἰς τὰς πλα­τε­ί­ας καὶ ῥύ­μας τῆς πό­λε­ως, καὶ τοὺς πτω­χοὺς καὶ ἀ­να­πή­ρους καὶ χω­λοὺς καὶ τυ­φλοὺς εἰ­σά­γα­γε ὧ­δε.  Καὶ εἶ­πεν ὁ δοῦ­λος· Κύ­ρι­ε, γέ­γο­νεν ὡς ἐ­πέ­τα­ξας, καὶ ἔ­τι τό­πος ἐ­στί. Καὶ εἶ­πεν ὁ Kύριος πρός τόν δοῦλον οὐ­δεὶς τῶν ἀν­δρῶν ἐ­κε­ί­νων τῶν κε­κλη­μέ­νων γε­ύ­σε­ταί μου τοῦ δε­ί­πνου. Πολλοί γαρ εἰσίν οἱ κλητοί, ὀλίγοι δέ οἱ ἐκλεκτοί.
Με­τά­φρα­σι
Εἶ­πεν ὁ Κύ­ριος τήν πα­ρα­βο­λή αὐ­τή. Κά­ποι­ος ἄν­θρω­πος ἑ­τοί­μα­σε με­γά­λο δεῖ­πνο καί κά­λε­σε πολ­λούς. Καί ἀ­πέ­στει­λε τό δοῦ­λο τοῦ τήν ὥ­ρα τοῦ δεί­πνου νά εἰ­πῆ στούς κα­λε­σμέ­νους: “’­Ἐ­λᾶ­τέ, δι­ό­τι ὅ­λα εἶ­ναι πλέ­ον ἔ­τοι­μα”. Ἄλ­λ’ ἄρ­χι­σαν ἀ­μέ­σως ὅ­λοι νά προ­βάλ­λουν ἄρ­νη­σι. Ὁ πρῶ­τος του εἶ­πε: “Ἀ­γό­ρα­σα χω­ρά­φι, καί πρέ­πει νά βγῶ νά τό δῶ. Σέ πα­ρα­κα­λῶ νά μή μέ ὑ­πο­λο­γή­σης”. ‘Άλ­λος δέ εἶ­πε: “Ἀ­γό­ρα­σα πέν­τε ζεύ­γη βό­δια, καί πη­γαί­νω νά τά δο­κι­μά­σω. Σέ πα­ρα­κα­λῶ, νά μή μέ ὑ­πο­λο­γί­σης”. Καί ἄλ­λος εἶ­πε: “Νυμ­φεύ­θη­κα γυ­ναῖ­κα, καί γι’ αὐ­τό δέν δύ­να­μαι νά ἔλ­θω”. Πῆ­γε ὁ δοῦ­λος ἐ­κεῖ­νος καί ἀ­νέ­φε­ρε αὐ­τά στόν κύ­ριό του. Ὠρ­γή­σθη­κε τό­τε ὁ οἰ­κο­δε­σπό­της καί εἶ­πε στό δοῦ­λο: “Πή­γαι­νε ἔ­ξω γρή­γο­ρα στούς δρό­μους καί στά  στε­νά τῆς πό­λε­ως, καί τούς πτω­χούς καί ἀ­να­πή­ρους καί κου­τσούς, καί τυ­φλούς φέ­ρε ἐ­δῶ μέ­σα,’’ Εἶ­πε δέ ὁ δοῦ­λος (ὅ­ταν ἐ­πέ­στρε­ψε)­:«Κύ­ρι­ε, ἔ­γι­νε ὅ­πως δι­έ­τα­ξες καί ἀ­κό­μα ὑ­πάρ­χει τό­πος». Καί ὀ Κύ­ριος εἶ­πε στό δοῦ­λο: «Πή­γαι­νε ἔ­ξω στούς δρό­μους καί στά στε­νά καί ἀ­νάγ­κα­σέ τους νά ἔλ­θουν μέ­σα, γιά νά γε­μί­ση τό σπί­τι μού”. Σᾶς βε­βαι­ώ­νω δέ, ὅ­τι κα­νείς ἀ­πό τους ἀν­θρώ­πους ἐ­κεί­νους τούς προ­σκε­κλη­μέ­νους δέ θά γευ­θῆ τό δεῖ­πνο μου». Δι­ό­τι εἶ­ναι πολ­λοί οἱ κα­λε­σμέ­νοι, ἀλ­λά λί­γοι εἶ­ναι οἱ ἔ­κλε­κτοι (πού θά ἀν­τα­πο­κρι­θοῦν καί θά πα­ρευ­ρε­θοῦν στό Δεῖ­πνο τοῦ Θε­οῦ, τή βα­σι­λεί­α Του).
Πολ­λοί πλού­σιοι τοῦ κό­σμου τού­του ὀρ­γα­νώ­νουν με­γά­λα δεῖ­πνα καί συμ­πό­σια, ἀλ­λά κα­νέ­να ἀ­πό αὐ­τά δέν εἶ­ναι πι­ό με­γά­λο ἀ­πό τό δεῖ­πνο αὐ­το, πού ἡ Ἐκ­κλη­σί­α μας ἑ­τοι­μά­ζει σέ κά­θε Θεί­α Λει­τουρ­γί­α της. Δέν εἶ­ναι με­γά­λα τά δεῖ­πνα τῶν ἀρ­χόν­των τοῦ κό­σμου τού­του, ἐ­πει­δή τά ὀρ­γα­νώ­νουν ἄν­θρω­ποι, πού ὄ­σο με­γά­λοι κι­’ ἄν εἶ­ναι, εἶ­ναι φθαρ­τοί καί θνη­τοί.  Ἀλ­λά καί τά ἀ­γα­θά πού πα­ρα­τί­θεν­ται δί­νουν προ­σω­ρι­νή ἱ­κα­νο­ποί­η­σι καί ὠ­φέ­λεια καί σέ λί­γες ὧ­ρες δι­α­λύ­ον­ται καί χά­νον­ται.Τό δεῖ­πνο ὅ­μως πού προ­σφέ­ρει ἡ Ἐκ­κλη­σί­α μας (ἡ Θεί­α Κοι­νω­νί­α) εἶ­ναι ἀ­σύγ­κρι­τα με­γά­λο ὠ­φέ­λι­μο. Ἐ­πει­δή στό δεῖ­πνο αὐ­τό, ἐ­μεῖς ἔ­χου­με ἰ­δι­αί­τε­ρη πρό­σκλη­σι θά δοῦ­με για­τί εἶ­ναι με­γά­λο τό δεῖ­πνο καί ποι­ά εἶ­ναι ἡ συμ­πε­ρι­φο­ρά μας στήν τι­μη­τι­κή αὐ­τήν πρό­σκλη­ση.
Α´
            Τό δεῖ­πνο πού πα­ρα­θέ­τει ἡ Ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι μέ­γα ἐ­πει­δή Αὐ­τός πού τό ἑ­τοι­μά­ζει εἶ­ναι ὁ Θε­άν­θρω­πος Ἰ­η­σοῦς ὁ αἰ­ώ­νι­ος κυ­βερ­νή­της τοῦ κό­σμου, πού ἔ­λα­βε δού­λου μορ­φή, ἔ­γι­νε ἄν­θρω­πος καί ὑ­πε­ρύ­ψω­σε τήν ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση ″ Ἐν δε­ξι­ᾷ τοῦ θρό­νου τῆς με­γα­λω­σύ­νης ἐν τοῖς οὐ­ρα­νοῖς (Ἑ­βρ. η´,1) . Εἶ­ναι με­γά­λο τό δεῖ­πνο αὐ­τό, ἐ­πει­δή τά πα­ρα­τι­θέ­με­να ἐ­δέ­σμα­τα εἶ­ναι τό σῶ­μα καί τό αἷ­μα τοῦ  Κυ­ρί­ου πού τρέ­φει τήν ἀ­θά­να­τη ψυ­χή καί τήν ἑ­νώ­νει μέ τόν Ἴ­δι­ο, μέ τήν πη­γή τῆς ζω­ῆς καί τῆς αἰ­ώ­νι­ας εὐ­τυ­χί­ας, ″εἶ­ναι ὁ ἄρ­τος ὁ ἐκ τοῦ οὐ­ρα­νοῦ κα­τα­βάς ( Ἰ­ωάν.στ´ 51).Αὐ­τό τό δεῖ­πνο δέν εἶ­ναι πρό­σφα­το ἀλ­λά προ­τυ­πώ­θη­κε, συμ­βο­λί­σθη­κε αἰ­ώ­νες πρίν ἔλ­θει ὁ Χρι­στός. Ὁ Ἠ­σαῒ­ας ἒ­βλε­πε τό Θε­ό κα­θή­με­νο ἐ­πί θρό­νου ὑ­ψη­λοῦ καί τόν ἄγ­γε­λον νά λαμ­βά­νη μέ τή μυ­στι­κή λα­βί­δα ἀ­πό τό θυ­σι­α­στή­ρι­ο τόν ἂν­θρα­κα Χρι­στόν, καί νά τό φέ­ρη στά χεί­λη του. Τό μυ­στι­κό αὐ­τό δεῖ­πνο τό συ­νέ­στη­σεν ὁ ἴ­δι­ος τό βρά­δυ ἐ­κεῖ­νο τοῦ  Μυ­στι­κοῦ Δεί­πνου, λί­γο πρίν τό πά­θος Του. ( Μάρ­κον ιδ´ 22, 24) Καί δι­έ­τα­ξε νά ἐ­πα­να­λαμ­βά­νε­ται αὐ­τό μέ­χρι πού θά ἔλ­θη, τή Δευ­τέ­ρα πα­ρου­σί­α Του.″ Τοῦ­το ποι­εῖ­τε εἰς τήν ἑ­μήν ἀ­νά­μνη­σην (Λου­κᾶ κ­β´   19). Στό με­γά­λο αὐ­τό δεῖ­πνο δέν κα­λοῦ­νται μό­νον οἱ στε­νοί φί­λοι, ὅ­πως συ­νή­θως κά­νουν οἱ ἄν­θρω­ποι, ἀλ­λά κα­λοῦ­νται πολ­λοί νά συμ­με­τά­σχουν καί νά  ὠ­φε­λη­θοῦν.Οἱ ὠ­φέ­λει­ες πού προ­έρ­χο­νται ἀ­πό τό δεῖ­πνο αὐ­τό, τή Θεί­α Κοι­νω­νί­α, εἶ­ναι ἄ­πει­ρες.
            Ἡ Θε­ί­α Κοι­νω­νί­α, κυ­ρί­ως τήν ψυ­χή ὠ­φε­λεῖ, ἐ­πει­δή τήν τρέ­φει καί την ἀ­να­ζω­ο­γο­νεῖ, τῆς με­τα­δί­δει τήν χά­ρι τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος · ὅ­ταν ὁ ἄν­θρω­πος κοι­νω­νεῖ ἀ­ξί­ως ἐ­ξα­γι­ά­ζε­ται,   ἐ­νι­σχύ­ε­ται καί γί­νε­ται ἱ­κα­νός νά βα­δί­ση τόν δρό­μο τῆς βα­σι­λεί­ας τοῦ Θε­οῦ.  Ἡ Θ. Κοι­νω­νί­α χα­ρί­ζει πνευ­μα­τι­κήν ὑ­γεί­α στήν ψυ­χή, γι­α­τί ὅ­πως λέ­γει καί ὁ Ἀπ. Παῦ­λος ″  τό αἷ­μα τοῦ  Ἰησοῦ   Χρι­στοῦ κα­θα­ρι­εῖ τήν συ­νεί­δη­σιν ἡ­μῶν ἀ­πό νε­κρῶν ἔρ­γων.  Καί ὁ Ἰ­ωάν­νης προ­σθέ­τει :  ″τό αἷ­μα Ἰ. Χρι­στοῦ κα­θα­ρί­ζει ἡ­μᾶς ἀ­πό πά­σης ἁ­μαρ­τί­ας. Ἡ Θ. Κοι­νω­νί­α ἐ­ξα­σφα­λί­ζει τήν αἰ­ω­νι­ό­τη­τα σ’ αὐ­τούς πού κοι­νω­νοῦν ἀ­ξί­ως, ὅ­πως βε­βαι­ώ­νει ὁ Κύ­ρι­ος: ″ ἐ­άν τις φά­γῃ ἐκ τοῦ ἄρ­του τού­του ζή­σε­ται εἰς τόν αἰ­ῶ­να.  Θά πρέ­πει ὅ­μως νά προ­σέ­ξου­με καί τήν προ­ει­δο­ποί­η­σι τοῦ Ἀπ. Παῦ­λου, ἄν θέ­λο­υμε νά φυ­λα­χθοῦ­με καί νά ἀ­πο­φύ­γου­με τή ζη­μι­ά: ″ ὅς ἄν ἐ­σθί­ῃ τόν ἄρ­τον τοῦ­τον καί πί­νῃ τό πο­τή­ρι­ον τοῦ Κυ­ρί­ου  ἀ­να­ξί­ως, ἔ­νο­χος ἔ­σται τοῦ σώ­μα­τος καί τοῦ αἵ­μα­τος τοῦ Κυ­ρί­ου. Δη­λα­δή, ὅ­ποι­ος κοι­νω­νεῖ, ἀ­νά­ξι­α, θά τι­μω­ρη­θῆ σάν ἔ­νο­χος τοῦ σώ­μα­τος τοῦ Κυ­ρί­ου, ὅ­πως καί οἱ σταυ­ρω­τές του. Εἶ­ναι λοι­πόν πο­λύ ἐ­πι­κίν­δυ­νο πρᾶγμα νά προ­σερ­χό­μα­στε στό δεῖ­πνο τῆς Ἐκ­κ­λη­σί­ας χω­ρίς τήν ἀ­παι­τού­με­νη προ­ε­τοι­μα­σί­α, χω­ρίς τό κα­τάλ­λη­λο ἔν­δυ­μα τῆς ψυ­χῆς.
            Στό με­γά­λο αὐ­τό δεῖ­πνο, λοι­πόν, ὁ Κύ­ρι­ος κα­λεῖ πολ­λούς. Πῶς ἀ­ντι­με­τω­πί­ζουν ὅ­μως τήν πρό­σκλη­σι αὐ­τή οἱ κα­λε­σμέ­νοι; Ὅ­πως φαί­νε­ται ἀ­πό τή δι­ή­γη­σι τοῦ Κυ­ρί­ου,  ἕ­να μέ­ρος τῶν κα­λε­σμέ­νων εἶ­ναι ἀ­πα­σχο­λη­μέ­νο μέ τά κτή­μα­τα καί τίς ἐρ­γα­σί­ες τους καί δέν ἔ­χουν χρό­νο γι­ά νά προ­σέλ­θουν στό δεῖ­πνο τοῦ Θε­οῦ καί ἀ­πορ­ρί­πτουν τήν πρό­σκλη­σι.  Τούς ἀ­πα­σχο­λοῦν τά ὑ­λι­κά τῆς πα­ρού­σας ζω­ῆς, τά πρό­σκαι­ρα καί φθει­ρό­με­να πρά­γμα­τα καί πα­ρα­βλέ­πουν τά ἄ­φθαρ­τα καί αἰ­ώ­νι­α ἀ­γα­θά. Τούς κα­λεῖ κά­θε Κυ­ρι­α­κή ἡ Ἐκ­κ­λη­σί­α νά προ­σέλ­θουν στό με­γά­λο δεῖ­πνο τοῦ Θε­οῦ καί αὐ­τοί τρέ­χουν στά χω­ρά­φι­α τους καί στίς ἐρ­γα­σί­ες τους, λές καί  αὐ­τά θά τούς συ­νο­δεύ­ουν γι­ά πά­ντα. Δέν βλέ­πουν ὅ­τι σή­με­ρα ζεῖ κά­ποι­ος καί σέ λί­γο ἀ­να­χω­ρεῖ ἀ­πό τή ζω­ή μό­νος καί ἀ­βο­ή­θη­τος. Ὅ­λα γι­ά ὅ­σα κο­ποι­ά­ζει καί μο­χθεῖ μέ­νουν στά χέ­ρι­α ἄλ­λων.    Εἶ­ναι καί ἄλ­λο μέ­ρος τῶν κα­λε­σμέ­νων, οἱ φι­λό­σαρ­κοι, φι­λή­δο­νοι, αἰ­χμά­λω­τοι τῶν πα­θῶν τους καί τῶν ἀ­δυ­να­μι­ῶν τους. Ξε­νυ­χτοῦν στίς δι­α­σκε­δά­σεις, ἐκ­δα­πα­νῶ­νται στήν ἀ­σω­τί­α μέ  γυ­ναῖ­κες, καί  τήν ὥ­ρα πού ἡ κα­μπά­να τούς κα­λεῖ νά τρέ­ξουν νά συμ­με­τά­σχουν στήν Τρά­πε­ζα τῆς ζω­ῆς, αὐ­τοί, κα­τά­κο­ποι ἀ­πό τήν ἁ­μαρ­τί­α ξα­πλώ­νουν νά ξε­κου­ρα­σθοῦν. Καί ποι­ός ξέ­ρει πό­σοι ἀ­πό αὐ­τούς δέν ξα­να­ξυ­πνοῦν καί φεύ­γουν ἀ­πό τή ζω­ή συ­νο­δευ­ό­με­νοι ἀ­πό τούς ἀγ­γέ­λους τοῦ σα­τα­νά;  Τί τούς ὠ­φέ­λη­σαν αὐ­τά πού ἀ­πό­λαυ­σαν; 
            Εἶ­ναι καί ἄλ­λοι αἰ­χμά­λω­τοι τῶν  ἀ­δυ­να­μι­ῶν τους. Καί αὐ­τοί, ξη­με­ρώ­νει ἡ μέ­ρα τοῦ Κυ­ρί­ου, κτυ­πᾶ ἡ κα­μπά­να,  ­τούς προ­σκα­λεῖ, ἀλ­λά αὐ­τοί πού νά ἀ­κού­σουν; Ὁ νοῦς τους εἶ­ναι στήν ἐκ­δρο­μή, στό κυ­νή­γι, στή θά­λασ­σα, ἀ­ντα­λάσ­σο­ντας τήν ζω­ή τοῦ Θε­οῦ μέ τήν κό­λα­σι τοῦ δι­α­βό­λου.
            Κἰ  ὅ­μως, ὅ­ταν ἔλ­θει ἡ στι­γμή νά βρε­θοῦν ἀ­νή­μπο­ροι στό κρε­βά­τι τοῦ πό­νου, ὅ­λοι αὐ­τοί, τρέ­χουν οἱ συγ­γε­νεῖς νά πά­ρουν τόν πα­πᾶ νά τούς κοι­νω­νή­σει· ἀλ­λά εἶ­ναι σέ θέ­σι νά με­τα­νο­ή­σουν τή στι­γμή πού δέ μπο­ροῦν οὔ­τε τή Θεί­α Κοι­νω­νί­α νά πά­ρουν κά­τω;  Τί τό κέρ­δος τους ἀ­πό τή ζω­ή πού ἔ­κα­ναν;  Φεύ­γουν μέ ἀ­νυ­πο­λό­γι­στη ζη­μι­ά, κα­τα­λή­γουν ἐ­κεῖ πού δέν ἤ­θε­λαν πο­τέ νά πᾶ­νε.
            Εἶ­ναι καί  ἄλ­λοι πού ἀ­ντα­πο­κρί­νο­νται στήν πρό­σκλη­ση τοῦ δεί­πνου καί τρέ­χουν χω­ρίς τό κα­τάλ­λη­λο ἔν­δυ­μα καί συμ­με­τέ­χουν. Αὐ­τοί σί­γου­ρα θά ἐκ­δι­ω­χθοῦν ἀ­πό τόν οἰ­κο­δε­σπό­τη τήν κα­τάλ­λη­λη στι­γμή καί τό μέ­ρος καί αὐ­τῶν εἶ­ναι τό σκό­τος τοῦ σα­τα­νά.
            Εὐ­τυ­χῶς ὑ­πάρ­χουν καί τα­πει­νοί καί σώ­φρο­νες πού ἀν­τα­πο­κρί­νον­ται θε­τι­κά στήν πρό­σκλη­σι αὐ­τή τοῦ Θε­οῦ καί προ­ε­τοι­μά­ζον­ται μέ τό λου­τρό τῆς ψυ­χῆς, στήν ἐ­ξο­μο­λό­γη­σι καί προ­σέρ­χο­νται στό δεῖ­πνο μέ ἐν­δύ­μα­τα κα­τάλ­λη­λα καί συμ­με­τέ­χουν ἀ­ξί­ως τῆς τρά­πε­ζας αὐ­τῆς τοῦ Θε­οῦ καί ἁ­γι­ά­ζο­νται καί φω­τί­ζο­νται καί εὐ­λο­γοῦ­νται καί θά συ­νε­χί­σουν τό δεῖ­πνο καί στή βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ.

            Ἄς ἐ­ξε­τά­σο­με, λοι­πόν, ὁ κα­θέ­νας τόν ἑ­αυ­τό του σέ ποι­ά κα­τή­γο­ρί­α τῶν κα­λε­σμέ­νων εἴ­μα­στε, γι­α­τί ἡ πρό­σκλη­σι ἀ­πευ­θύ­νε­ται σ’ ὅ­λους τούς χρι­στι­α­νούς, καί ἄν  βρι­σκό­μα­στε στήν κα­τη­γο­ρί­α τῶν φι­λο­πλού­των, τῶν σαρ­κο­λα­τρῶν ἤ τῶν ἀ­με­λῶν, νά λά­βο­υμε τά μέ­τρα μας. Νά ἀ­φή­σου­με τά πρό­σκαι­ρα σέ δεύ­τε­ρη μοῖ­ρα, νά ἑ­τοι­μα­σθοῦ­με μέ τή με­τά­νοι­α καί τήν ἐ­ξο­μο­λό­γη­σι καί μέ κα­θα­ρό τό ἔν­δυ­μα τῆς ψυ­χῆς μας νά  προ­σερ­χό­μα­στε στή Τρά­πε­ζα τοῦ Θε­οῦ, στή Θεί­α Κοι­νω­νί­α, νά συμ­με­τέ­χου­με ἀ­ξί­ως, ἐ­δῶ καί στήν βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ. Μό­νον ἔ­τσι θά χαι­ρό­μα­στε καί στή ζω­ή αὐ­τή καί στήν ἄλ­λη.

39.ΚΥΡΙΑΚΗ  ΔΩΔΕΚΑΤΗ  ΛΟΥΚΑ

(ιζ΄ 12-19)
Tῷ καιρῷ ἐκείνω εἰ­σερ­χο­μέ­νου ­τοῦ Ἰησοῦ εἴς τι­να κώ­μην ἀ­πήν­τη­σαν αὐ­τῷ δέ­κα λε­προὶ ἄν­δρες, οἳ ἔ­στη­σαν πόρ­ρω­θεν,  καὶ αὐ­τοὶ ἦ­ραν φω­νὴν λέ­γον­τες· Ἰ­η­σοῦ ἐ­πι­στά­τα, ἐ­λέ­η­σον ἡ­μᾶς. Καὶ ἰ­δὼν εἶ­πεν αὐ­τοῖς· Πο­ρευ­θέν­τες ἐ­πι­δε­ί­ξα­τε ἑ­αυ­τοὺς τοῖς ἱ­ε­ρεῦ­σι. Καὶ ἐ­γέ­νε­το ἐν τῷ ὑ­πά­γειν αὐ­τοὺς ἐ­κα­θα­ρί­σθη­σαν.  Εἷς δὲ ἐξ αὐ­τῶν, ἰ­δὼν ὅ­τι ἰ­ά­θη, ὑ­πέ­στρε­ψε με­τὰ φω­νῆς με­γά­λης δο­ξά­ζων τὸν Θε­όν, καὶ ἔ­πε­σεν ἐ­πὶ πρό­σω­πον πα­ρὰ τοὺς πό­δας αὐ­τοῦ εὐ­χα­ρι­στῶν αὐ­τῷ· καὶ αὐ­τὸς ἦν Σα­μα­ρε­ί­της. Ἀπο­κρι­θεὶς δὲ ὁ Ἰ­η­σοῦς εἶ­πεν· Οὐ­χὶ οἱ δέ­κα ἐ­κα­θα­ρί­σθη­σαν; οἱ δὲ ἐν­νέ­α ποῦ;  οὐχ εὑ­ρέ­θη­σαν ὑ­πο­στρέ­ψαν­τες δοῦ­ναι δό­ξαν τῷ Θε­ῷ εἰ μὴ ὁ ἀλ­λο­γε­νὴς οὗ­τος;  Καὶ εἶ­πεν αὐ­τῷ· Ἀ­να­στὰς πο­ρε­ύ­ου· ἡ πί­στις σου σέ­σω­κέ σε.
Μετάφρασι
κεῖ­νο τόν και­ρό, ὅ­ταν ὁ Ἰ­η­σοῦς ἔμ­παι­νε σέ κά­ποι­ο χω­ριό, τόν συ­νάν­τη­σαν δέ­κα λε­προί ἄν­δρες, οἱ ὁ­ποῖ­οι στά­θη­καν μα­κριά, καί ὕψω­σαν φω­νήν λέ­γον­τες: «Ἰ­η­σοῦ δι­δά­σκα­λε, ἐ­λέ­η­σέ μας! » Καί ὅ­ταν τούς εἶ­δε, τούς εἶ­πε: «Πη­γαί­νε­ται καί δεί­ξε­τε τούς ἑ­αυ­τούς σας στούς ἱ­ε­ρεῖς (οἱ ἱ­ε­ρεῖς θά βε­βαί­ω­ναν τή θε­ρα­πεί­α). Καί ἐ­νῷ πή­γαι­ναν, κα­θα­ρί­σθη­καν (ἀ­πό τή λέ­πρα). ‘Έ­νας δέ ἀ­π’ αὐ­τούς, ὅ­ταν εἶ­δε ὅ­τι θε­ρα­πεύ­τη­κε, ἐ­πέ­στρε­ψε δο­ξά­ζον­τας μέ φω­νή με­γά­λη τό Θε­ό. Καί ἔ­πε­σε μέ τό πρό­σω­πο στά πό­δια καί τόν εὐ­χα­ρι­στοῦ­σε. Αὐ­τός δέ ἦ­ταν Σα­μα­ρεί­της. Εἶ­πε δέ τό­τε ὁ Ἰ­η­σοῦς: «Δέν ἐ­κα­θα­ρί­σθη­καν (ἀ­πό τή λέ­πρα) καί οἱ δέ­κα; Οἱ ἄλ­λοι δέ ἐν­νιά ποῦ εἶ­ναι; Δέν βρέ­θη­καν νά γυ­ρί­σουν γιά νά δο­ξά­σουν τό Θε­ό; Βρέ­θη­κε μό­νο αὐ­τός ὁ ἀλ­λο­ε­θνής;». Εἶ­πε δέ σ’ αὐ­τόν: «Σή­κω καί πή­γαι­νε, ἡ πί­στι σου σέ ἔσωσε»
Eὐγνωμοσύνη  και ἀγνωμοσύνη
Ἡ εὐ­γνω­μο­σύ­νη πρός τούς εὐ­ερ­γέ­τες μας εἶ­ναι ἠ­θι­κό κα­θῆ­κο κά­θε ἀν­θρώ­που καί  ἰ­δί­ως κά­θε χρι­στια­νοῦ πού ἔ­χει ὁ­δη­γό του  καί κα­τα­στα­τι­κό χάρ­τη, τό εὐ­αγ­γέ­λιο τοῦ Κυ­ρί­ου. Ἐ­νῶ ἡ ἀ­γνω­μο­σύ­νη, ἡ ἀ­χαρι­στί­α πρός τούς εὐ­ερ­γέ­τες εἶ­ναι καί ἀ­δι­κί­α καί στῖγ­μα κοι­νω­νι­κό πού  φα­νε­ρώ­νει χα­ρα­κτή­ρες ἐ­γω­κεντρι­κούς καί ἀ­κοι­νώ­νη­τους στούς ὁ­ποί­ους κυ­ρια­ρχεῖ ἡ ἀ­συ­νέ­πεια καί ἡ ἀ­κα­τα­στα­σί­α πού  χα­λᾶ τίς σχέ­σεις τῶν ἀν­θρώ­πων, εἶ­ναι θλι­βε­ρό φαι­νό­με­νο τό ὁ­ποῖ­ο καί κα­τη­γο­ρεῖ κά­θε λο­γι­κός καί δί­και­ος ἄν­θρω­πος.
Στό ση­με­ρι­νό εὐ­αγ­γέ­λιο ὑ­πάρ­χει μιά πε­ρί­πτω­σι ἀ­χα­ρι­στί­ας γιά την ὁ­ποί­αν ὁ Κύ­ριος ἐ­ξέ­φρα­σε τό πα­ρά­πο­νό Του. 
Ὁ Κύ­ριος συ­νάν­τη­σε στό δρό­μο καί θε­ρά­πευ­σε δέ­κα δυ­στυ­χι­σμέ­νους ἀν­θρώ­πους ἀ­πό τή φο­βε­ρή μά­στι­γα τῆς λέ­πρας, ἀλ­λά μό­νο ἕ­νας ἀ­π’ αὐ­τούς θε­ώ­ρη­σε κα­θῆ­κο του νά  ἐκ­δη­λώ­ση τήν εὐ­γνω­μο­σύ­νη του πρός τόν Εὐ­ερ­γέ­τη του, τό Χρι­στό. Καί τό­τε ἀ­κού­στη­κε ἀ­πό τό στό­μα τοῦ Κυ­ρί­ου τό πα­ρά­πο­νο· «Δέν εἶ­ναι δέ­κα πού κα­θα­ρί­σθη­σαν ἀ­πό τή λέ­πρα; Οἱ ἄλ­λοι ἐν­νέ­α πού εἶ­ναι;­». Ὁ  ἄν­θρω­πος ἐ­κεῖ­νος δέν ἦ­ταν Ἰ­ου­δαῖ­ος ὅ­πως ἦ­ταν οἱ ἐν­νέ­α, κι ὅ­μως φά­νη­κε ἀ­νώ­τε­ρος ἀ­πό ἐ­κεί­νους.
Οἱ  ἐν­νέ­α ἐ­κεῖ­νοι θε­ρα­πευ­θέν­τες Ἑ­βραῖ­οι πα­ρ’ ὅ­λο πού  δο­κι­μά­στη­καν σκλη­ρά ἀ­πό τή λέ­πρα δέν εἶ­χε ἀ­κό­μη κα­θα­ρί­σει ἡ καρ­διά τους ἀ­πό τά ἁ­μαρτω­λά καί ὑ­λό­φρο­να πράγ­μα­τα. Μό­λις θε­ρα­πεύ­τη­καν ἔ­τρε­ξαν στή πό­λι νά συ­ναν­τή­σουν τούς δι­κούς τους καί τά δι­κά τους ξε­χνών­τας καί νά εὐ­χα­ρι­στή­σουν τό για­τρό τους. Μιά ἀ­χα­ρα­κτή­ρι­στη συμ­πε­ρι­φο­ρά, πού λεί­πει καί ἡ στοι­χει­ώ­δης εὐ­αι­σθη­σί­α. Μιά εὐ­αι­σθη­σί­α πού καί σή­με­ρα λεί­πει ἀ­πό με­γά­λο μέ­ρος τῆς κοι­νω­νί­ας, ἀλ­λά καί πάν­το­τε, ὤ­στε αὐ­τό νά  ε­πι­βε­βαι­ώ­νε­ται καί μέ τό ἀρ­χαῖ­ο ρη­τό· «Φο­βοῦ τούς ὑ­πό σοῦ εὐ­ερ­γε­τη­θέν­τας», για­τί ὁ εὐ­ερ­γέ­της σταυ­ρώ­θη­κε.
Δέν εἶ­ναι σπά­νιο φαι­νό­με­νο ἡ ἀ­χα­ρι­στί­α,  ἀλ­λά πο­λύ συ­νη­θι­σμέ­νο. Βρί­σκε­ται κά­ποι­ος σέ δύ­σκο­λη θέ­σι καί σέ πα­ρα­κα­λεῖ νά τόν βο­η­θή­σης κι  ὄ­ταν ξε­πε­ρά­σει τήν δυ­σκο­λί­α σέ γρά­φει στά πα­λιά του τά πα­πού­τσια. Δί­νεις στόν ἄλ­λο δου­λειά γιά νά ζή­σει καί  δέν περ­νᾶ πο­λύς και­ρός καί δι­α­πι­στώ­νεις ὅ­τι σέ κλέ­πτει. Τόν εὐ­ερ­γε­τεῖς καί σέ κα­τη­γο­ρεῖ, για­τί σέ ζη­λεύ­ει, καί τό­σα ἄλ­λα πού συμ­βαί­νουν στήν κοι­νω­νί­α μας. Τά βλέ­πεις αὐ­τά καί χω­ρίς νά τό θέ­λεις πι­κραί­νε­σαι γιά αὐ­τό τό κα­τάν­τη­μα. Βέ­βαι­α ἐ­μεῖς δέ θά κά­νου­με τό κα­λό γιά νά  πά­ρου­με ἀν­τα­πό­δο­σι. Θά κά­νου­με τό κα­λό για­τί τό θέ­λει ὁ Θε­ός καί τό ἐ­πι­βάλ­λει ἡ ἀ­γά­πη.
Ἄν ὅ­μως ἡ  ἀ­χα­ρι­στί­α με­τα­ξύ τῶν ἀν­θρώ­πων εἶ­ναι κα­κό καί ἀ­πο­κρου­στι­κό καί ἐ­ξορ­γι­στι­κό πρᾶγ­μα, τί νά ποῦ­με γιά τήν ἀ­χα­ρι­στί­α μας ἀ­πέ­ναν­τι τοῦ Θε­οῦ;  Δέν εἶ­ναι μό­νο οἱ 9 θε­ρα­πευ­θέν­τες λε­προί πού  ἔ­δει­ξαν τήν ἀ­γνω­μο­σύ­νη τους· πού ἴ­σως μέ­σα στή χα­ρά τους πού θε­ρα­πεύ­τη­καν καί θά ἐ­πέ­στρε­φαν στά σπί­τια ξέ­χα­σαν τόν εὐ­ερ­γέ­τη τους, εἶ­ναι καί οἱ ση­με­ρι­νοί χρι­στια­νοί πού βα­πτί­σθη­καν στό ὄ­νο­μα τοῦ Χρι­στοῦ πού δεί­χνουν κα­θη­με­ρι­νά τήν ἀ­χα­ρι­στί­α τους στόν Κύ­ριο. Αὐ­τή τήν ἀ­γνω­μο­σύ­νη στό Θε­ό δεί­χνουν κα­θη­με­ρι­νά μέ τή συμ­πε­ρι­φο­ρά τους πλῆ­θος χρι­στια­νῶν πού ἀ­θε­τοῦν καί δέ λαμ­βά­νουν στά σο­βα­ρά τίς ἐν­το­λές τοῦ Θε­οῦ.  Δέν προ­νο­εῖ καί συν­τη­ρεῖ τή  δη­μι­ουρ­γί­α κα­θη­με­ρι­νά ὁ Θε­ός;  Δέν εἶ­ναι Αὐ­τός πού  βρέ­χει ἐ­πί δι­καί­ους καί ἀ­δί­κους καί ἀ­να­τέλ­λει τόν ἥ­λιό Του ἐ­πί πο­νη­ρούς καί ἀ­γα­θούς καί τόσα ἄλλα ἀ­γα­θά πα­ρέ­χει στόν ἄν­θρω­πο;  Και ἀ­κό­μα ἡ πιό με­γά­λη εὐ­ερ­γε­σί­α πού  χά­ρι­σε στό ἀν­θρώ­πι­νο γέ­νος εἶ­ναι ἡ  σταυ­ρι­κή Θυ­σί­α τοῦ Κυ­ρί­ου δυ­νά­μει τῆς ὁ­ποί­ας ξα­να­και­νουρ­γι­ώ­νει τόν  τραυ­μα­τι­σμέ­νο ἀ­πό τήν  ἁ­μαρ­τί­α ἄν­θρω­πο καί τόν κά­νει παι­δί τοῦ Θε­οῦ καί κλη­ρο­νό­μο τῆς βα­σι­λεί­ας Του. Ὑ­πάρ­χει με­γα­λύ­τε­ρο χά­ρι­σμα, δῶ­ρο ἀ­π’ αὐ­τό; Ἀ­σφα­λῶς ὄ­χι.
Κι  ὄ­μως ὑ­πάρ­χουν ἄν­θρω­ποι πού  φα­νε­ρώ­νουν τήν ἀ­χα­ρι­στί­α τους μέ χί­λιους δυ­ό τρό­πους πα­ρα­βαί­νον­τας κά­θε ἐν­το­λή τοῦ Κυ­ρί­ου, ἀλ­λά καί οὔ­τε ὑ­πο­λο­γί­ζουν τόν δω­ρε­ο­δό­τη Θε­ό. Δέν κα­τα­δέ­χον­ται νά ποῦν οὔ­τε ἕ­να εὐ­χα­ρι­στῶ γιά τίς τό­σες δω­ρε­ές Του μα­κριά ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α Του  καί τά σω­στι­κά Του Μυ­στή­ρια. Εἶ­ναι ὄ­μως καί ἄν­θρω­ποι πού λέ­νε ὅ­τι πι­στεύ­ουν στό Θε­ό κι  ὄ­μως δέν  ἔρ­χον­ται μιά Κυ­ρια­κή στό να­ό καί στή Θεί­α Λει­τουρ­γί­α νά δεί­ξουν ἔμ­πρα­κτα τήν  εὐ­χα­ρι­στί­α τους, ἀλ­λά καί νά ἀ­πο­κομί­σουν τήν εὐ­λο­γί­α τοῦ Κυ­ρί­ου.
 Καί πα­ρ’ ὅ­λα αὐ­τά συ­νε­χί­ζει ὁ Κύ­ριος νά εὐ­ερ­γε­τῆ, ἀλ­λά δέ λεί­πει καί τό πα­ρά­πο­νό Του πού λέ­γει· πού εἶ­ναι αὐ­τοί πού εὐ­ερ­γε­τῶ κά­θε μέ­ρα;
Ἐ­μεῖς πού  γνω­ρί­ζου­με αὐ­τά τά πράγ­μα­τα νά μήν ἀ­με­λοῦ­με νά ἐκ­φρά­ζου­με κα­θη­με­ρι­νά τήν  εὐ­χα­ρι­στί­α μας πρός τόν εὐ­ερ­γέ­τη μας μέ τό νά βάλ­λου­με τά γό­να­τα κά­τω καί νά λέ­με· σ’ εὐ­χα­ρι­στῶ Κύ­ρι­ε ὅ­λες τίς εὐ­ερ­γε­σί­ες πού μᾶς δί­νεις, σ’ εὐ­χα­ριστοῦ­με. Καί νά κάνουμε πάντοτε τό θέλημά Του.




40. ΚΥΡΙΑΚΗ  ΔΕΚΑΤΗ  ΤΡΙΤΗ  ΛΟΥΚΑ

 (ιη΄  18-27)
Τῷ και­ρῷ ἐ­κεί­νῳ, ἄν­θρω­πός τις προ­σῆλ­θε τῷ Ἰ­η­σοῦ, γο­νυ­πε­τῶν αὐ­τῳ καί λέ­γων. Δι­δά­σκα­λε ἀ­γα­θέ, τί ποι­ή­σας ζω­ὴν αἰ­ώ­νιον κλη­ρο­νο­μή­σω;  Εἶ­πε δὲ αὐ­τῷ ὁ Ἰ­η­σοῦς· Τί με λέ­γεις ἀ­γα­θόν; οὐ­δεὶς ἀ­γα­θὸς εἰ μὴ εἷς, ὁ Θε­ός.  Τὰς ἐν­το­λὰς οἶ­δας· μὴ μοι­χε­ύ­σῃς, μὴ φο­νε­ύ­σῃς, μὴ κλέ­ψῃς, μὴ ψευ­δο­μαρ­τυ­ρή­σῃς, τί­μα τὸν πα­τέ­ρα σου καὶ τὴν μη­τέ­ρα σου.  Ὁ δὲ εἶ­πε· Ταῦ­τα πάν­τα ἐ­φυ­λα­ξά­μην ἐκ νε­ό­τη­τός μου.  Ἀκο­ύ­σας δὲ ταῦ­τα ὁ Ἰ­η­σοῦς εἶ­πεν αὐ­τῷ· Ἔ­τι ἕν σοι λε­ί­πει· πάν­τα ὅ­σα ἔ­χεις  πώ­λη­σον καὶ  δι­ά­δος  πτω­χοῖς, καὶ ἕ­ξεις θη­σαυ­ρὸν ἐν οὐ­ρα­νῷ, καὶ δεῦ­ρο ἀ­κο­λο­ύ­θει μοι.  Ὁ δὲ ἀ­κο­ύ­σας ταῦ­τα πε­ρί­λυ­πος ἐ­γέ­νε­το· ἦν γὰρ πλο­ύ­σιος σφό­δρα.  Ἰ­δὼν δὲ αὐ­τὸν ὁ Ἰ­η­σοῦς πε­ρί­λυ­πον γε­νό­με­νον εἶ­πε· Πῶς δυ­σκό­λως οἱ τὰ χρή­μα­τα ἔ­χον­τες εἰ­σε­λε­ύ­σον­ται εἰς τὴν βα­σι­λε­ί­αν τοῦ Θε­οῦ!  εὐ­κο­πώ­τε­ρον γάρ ἐ­στι κά­μη­λον διὰ τρυ­μα­λιᾶς ρα­φί­δος εἰ­σελ­θεῖν ἢ πλο­ύ­σιον εἰς τὴν βα­σι­λε­ί­αν τοῦ Θε­οῦ εἰ­σελ­θεῖν.  εἶ­πον δὲ οἱ ἀ­κο­ύ­σαν­τες· Καὶ τίς δύ­να­ται σω­θῆ­ναι;  ὁ δὲ εἶ­πε· Τὰ ἀ­δύ­να­τα πα­ρὰ ἀν­θρώ­ποις δυ­να­τὰ πα­ρὰ τῷ Θε­ῷ ἐ­στιν.
Μετάφρασι
Ἐ­κεῖ­νο τόν και­ρό ἕ­νας ἄν­θρω­πος πλη­σί­α­σε τόν Ἰ­η­σοῦ, γο­νά­τι­σε καί ρώ­τη­σε λέ­γον­τας: «Δι­δά­σκα­λε ἀ­γα­θέ, τί νά κά­νω γιά νά κλη­ρο­νο­μή­σω ζω­ήν αἰ­ώ­νια; Καί ὁ Ἰ­η­σοῦς τοῦ εἶ­πε: «Για­τί μέ λέ­γεις ἀ­γα­θό ἀ­φοῦ μέ θε­ω­ρεῖς ἁ­πλῶς ἄν­θρω­πο); Κα­νείς δέν εἶ­ναι ἀ­γα­θός, πα­ρά ἕ­νας, ὁ Θε­ός.Τίς ἐν­το­λές γνω­ρί­ζεις: Νά μή μοι­χεύ­σης, νά μή φο­νεύ­σης, νά μή κλέ­ψης, νά μή ψευ­δο­μαρ­τυ­ρή­σης, νά τι­μᾶς τόν πα­τέ­ρα σου καί τή μη­τέ­ρα σου. Αὐ­τός δέ εἶ­πε: «Ὅ­λα αὐ­τά τά φύ­λα­ξα ἀ­πό τήν παι­δι­κή μου ἡ­λι­κί­α». Ὅ­ταν δέ ἄ­κου­σε αὐ­τά τά  λό­για ὁ ‘Ἰ­η­σοῦς τοῦ εἶ­πε: «Ἀ­κό­μη ἕ­να σοῦ λεί­πει. Πώ­λη­σε ὅ­λα, ὅ­σα ἔ­χεις καί δι­α­μοί­ρα­σε τά σέ πτω­χούς, καί θά ἔ­χης θη­σαυ­ρό στόν οὐ­ρα­νό, καί ἔ­λα νά μέ ἀ­κο­λού­θη­σης». Ἀλ­λ’ ὅ­ταν ἐ­κεῖ­νος ἄ­κου­σε αὐ­τά τά λό­για, λυ­πή­θη­κε πο­λύ, δι­ό­τι ἦ­ταν πλού­σιος πο­λύ. Ὅ­ταν δέ ὁ Ἰ­η­σοῦς τόν εἶ­δε λυ­πη­μέ­νο, εἶ­πε: «Πό­σο δύ­σκο­λο εἶ­ναι αὐ­τοί, πού ἔ­χουν τά χρή­μα­τα, νά μποῦν στή βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ! Εὐ­κο­λώ­τε­ρο δέ εἶ­ναι νά πε­ρά­ση κα­μῆ­λα ἀ­πό βε­λο­νό­τρυ­πα, πα­ρά πλού­σιος νά μπῆ στή βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ». Εἶ­παν δέ αὐ­τοί πού ἄ­κου­σαν: «Τό­τε ποι­ός δύ­να­ται νά σω­θῆ;­».Αὐ­τός δέ εἶ­πε: «Τά ἀ­δύ­να­τα στούς ἀν­θρώ­πους εἶ­ναι δυ­να­τά στό Θε­ό».
Πά­νω ἀ­πό τή ζω­ή αὐ­τή τήν­ πρό­σκαι­ρη καί με­τα­βαλ­λό­με­νη, πά­νω ἀ­πό τά κα­λά καί τά εὐ­χά­ρι­στα, ἀλ­λά καί τά λυ­πη­ρά καί τά δυ­σά­ρε­στα τοῦ κό­σμου τού­του, ὑ­πάρ­χει ἡ αἰ­ώ­νια καί ἀ­με­τά­βλη­τη ζω­ή τοῦ Πα­ρα­δεί­σου. Ὑ­πάρ­χει ἡ αἰ­ώ­νια χα­ρά καί εὐ­τυ­χί­α στή βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ πού  ἔ­χει ἑ­τοι­μά­σει πρίν ἀ­κό­μα πλά­σει τόν ἄν­θρω­πο.
            Αὐ­τήν τήν αἰ­ώ­νια βα­σι­λεί­α νο­σταλ­γοῦ­σαν ἀ­νέ­κα­θεν ὅ­λοι οἱ ἄν­θρω­ποι τοῦ Θε­οῦ. Αὐ­τήν πο­θοῦ­με καί νο­σταλ­γοῦ­με καί ἐ­μεῖς.
            Αὐ­τήν πο­θοῦ­σε καί ὁ νέ­ος τοῦ ση­με­ρι­νοῦ εὐ­αγ­γε­λί­ου, καί γι’ αὐ­τό ὅ­ταν πα­ρου­σι­ά­στη­κε μπρο­στά στόν Κύ­ριο τόν ρώ­τη­σε,″  Τί ποι­ή­σας ζω­ήν αἰ­ώ­νιον κλη­ρο­νο­μή­σω ; Ὁ Ἰ­η­σοῦς τοῦ  ὑ­πέ­δει­ξε νά τη­ρή­ση τίς ἐ­ντο­λές τοῦ Θε­οῦ. Καί ἁὐτός ἀ­μέ­σως λέ­γει στόν Κύ­ρι­ο, ὅ­τι ἐ­φαρ­μό­ζει τίς ἐ­ντο­λές ἀ­πό μι­κρῆς ἡ­λι­κί­ας. Ὁ πα­ντο­γνώ­στης Κύ­ρι­ος, ὄμως, πού γνώ­ρι­ζε τήν  ἀ­δυ­να­μί­α του στά πλού­τη, τοῦ εἶ­πε νά  ἀ­παλ­λα­χθῆ ἀ­πό αὐ­τά καί νά τόν ἀ­κο­λου­θή­ση. Ἐ­δῶ φά­νη­κε τό πρό­βλη­μά του. Μό­λις ἄ­κου­σε τήν ὑ­πό­δει­ξι αὐ­τή τοῦ Κυ­ρί­ου ἔ­φυ­γε σκυ­θρω­πός καί λυ­πη­μέ­νος χάνοντας ἔτσι τήν αἰώνια ζωή, ἀλλά καί ἀφίνοντας κενή τήν καρδιά του.
             Ὁ ἄν­θρω­πος εἶ­χε εὔ­φο­ρη γῆ στήν  ψυχή του, ἀλ­λά τά ἀ­γκά­θι­α πού εἶ­χε μέ­σα ἔ­πνι­γαν τόν κα­λό σπό­ρο. Πο­θεῖ τήν αἰ­ώ­νι­α ζω­ή, ἀλ­λά εἶ­ναι καί προ­σκολ­λη­μέ­νος στόν πλοῦ­το του. Ἐρ­γά­ζε­ται σέ δύ­ο κυ­ρί­ους στό Θε­ό καί στό μαμ­μω­νᾶ καί στή πε­ρί­πτω­ση του νί­κη­σε ὁ μαμ­μω­νᾶς.
            Ἡ συ­μπε­ρι­φο­ρά τοῦ νέ­ου τῆς ση­με­ρι­νῆς εὐ­αγ­γε­λι­κῆς πε­ρι­κο­πῆς θά πρέ­πει νά μᾶς  βά­λη σέ σο­βα­ρές σκέ­ψεις, γι­α­τί ἄλ­λος λί­γο καί ἄλ­λος πο­λύ ἴ­σως τοῦ μοι­ά­--    ζο­υμε. Ὁ ἄν­θρω­πος εἶ­χε τό ἕ­να πό­δι στόν κό­σμο καί τό ἄλ­λο στό Θε­ό. Δού­λευ­ε γι­ά δύ­ο κυ­ρί­ους πρᾶ­γμα πού στό τέ­λος φά­νη­κε ἀ­δύ­να­το.Ἡ προ­σκόλ­λη­σί του στά ἀ­γα­θά τῆς ζω­ῆς τοῦ στέ­ρη­σε τά  αἰ­ώ­νι­α ἀ­γα­θά τῆς βα­σι­λεί­ας. Τίς ἐ­ντο­λές τοῦ Θε­οῦ τίς σε­βό­ταν συ­ναι­σθη­μα­τι­κά καί ὄ­χι θε­τι­κά. Δέν ἔ­κα­νε τό κα­κό, ἀλ­λά ἀ­πό­φευ­γε νά κά­νει τό κα­λό. Δέ μι­σοῦ­σε, ἀλ­λά καί ἀ­πό­φευ­γε νά ἐ­φαρ­μό­ση τήν ἀ­γά­πη μέ τά ἔρ­γα του, δέν ἐ­λε­οῦ­σε. Ζοῦ­σε μέ­σα σέ  στε­γα­νό καί ἐ­γω­κε­ντρι­κό κύ­κλο προ­σκολ­λη­μέ­νος στόν πλοῦ­το του, αἰ­χμά­λω­τος τῶν ὑ­λι­κῶν ἀ­γα­θῶν, δέ μπό­ρε­σε νά ὑ­περ­βῆ τήν ἀ­δυ­να­μί­α του καί ἔ­χα­σε τόν Πα­ρά­δει­σο, ἄ­ντάλ­λα­ξε τή βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ μέ τόν πρό­σκαι­ρο πλοῦ­το.
                        Ἐ­μεῖς ἔ­χου­με νά σκε­φθοῦ­με δι­πλά στήν ἐ­πο­χή τῆς Και­νῆς Δι­α­θή­κης, για­τί γνω­ρί­ζο­μεν πε­ρισ­σό­τε­ρα γι­ά τό θέ­μα τῆς σω­τη­ρί­ας μας, εἶ­μα­στε καί βα­πτι­σμέ­νοι στό ὅ­νο­μα τοῦ Κυ­ρί­ου καί ἔ­χου­με ὑ­πο­χρέ­ω­σι νά τη­ροῦ­με τίς ἐν­το­λές σω­στά, νά κα­θα­ρί­ζου­με τήν ψυ­χή μας ἀ­πό τά ζι­ζά­νια πού  μπο­ρεῖ νά  μᾶς ἔσπειρε ὁ ἐ­χθρός μας, νά  ἐ­ρευ­νοῦ­με τόν ἑ­αυ­τό μας σχο­λα­στι­κά, ποι­ές εἶ­ναι οἱ πραγ­μα­τι­κές μας  δι­α­θέ­σεις πρός τόν Χρι­στό καί πρός τούς ἀ­δελ­φούς μας καί ποῦ ἀ­κρι­βῶς ἔλ­κε­ται ἡ καρ­διά μας, στόν πα­ρόν­τα κό­σμο ἤ στόν μέλ­λον­τα καί ἀ­νά­λο­γα νά δι­ορ­θώ­νου­με τή πο­ρεί­α τῆς ζω­ῆς μας σύμ­φω­να μέ τίς ἐν­το­λές τοῦ Θε­οῦ. Να ἱ­ε­ραρ­χοῦ­με τίς προ­τε­ραι­ό­τη­τές μας· νά δί­νου­με τήν ἀ­νά­λο­γη ἀ­ξί­α στά πράγ­μα­τα πού μᾶς πα­ρου­σι­ά­ζον­ται καί νά τά συγ­κρί­νο­υμε μέ  τό θέ­λη­μα καί τή δι­δα­σκα­λί­α τοῦ Κυ­ρί­ου Ἰ­η­σοῦ τήν ὁ­ποί­α πρέ­πει νά προ­σπα­θί­σου­με νά μά­θουμε σω­στά με­λε­τώ­ντας τό λό­γο Του.
            Θά πρέ­πει νά μας φο­βί­σει τό γε­γο­νός ὅ­τι ὁ ἄν­θρω­πος αὐ­τός τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου, ἄν καί δέν πα­ρέ­βη­κε κα­μι­ά ἐ­ντο­λή ἀ­πα­γο­­ρευ­τι­κή τοῦ νό­μου, δη­λα­δή, δέν σκό­τω­σε, δέν  ἐ­μοί­χευ­σε κλπ., κι­’ ὅ­μως ἔ­χα­σε τήν αἰ­ώ­νι­α ζω­ή, τί θά ποῦ­με σή­με­ρα γι­ά ἐ­κεί­νους  τούς χριστιανούς πού  καί τό νό­μο τοῦ Θε­οῦ δι­δά­χθη­σαν καί τόν Χρι­στό γνώ­ρι­σαν Σω­τῆ­ρα καί Λυ­τρω­τή καί  ἀ­πό τή νε­ό­τη­τά τους  συ­νε­χί­ζουν νά λε­ρώ­νουν τήν ψυ­χή τους μέ ἀ­πᾶ­τες, ἀ­δι­κί­ες, μέ­θες, ἀ­κα­θαρ­σί­ες  ἀ­θε­τώντας συ­νε­χῶς τό νό­μο Του;
Ἀ­γα­πη­τοί μου.
  Τά  λό­γι­α τῆς Γρα­φῆς πού  ἀναφέρουμε ἐδῶ πρέ­πει νά ἀ­ντη­χοῦν συ­νε­χῶς στά αὐ­τι­ά μας: ″ Πλοῦ­τος ἐ­άν ρέ­ει μή προ­στή­θε­σθε καρ­δί­αν Δηλαδή,  ὁ πλοῦ­τος ἄν τρέ­χει σάν τό πο­τά­μι μήν τοῦ δώ­σεις τήν καρ­δι­ά σου. Καί ″οἱ βου­λό­με­νοι  πλου­τεῖν ἐ­μπί­πτου­σι σέ πα­γί­δες καί πει­ρα­σμούς Ὅ­σοι θέ­λουν, δηλαδή, μέ πό­θο νά πλου­τί­σουν πέ­φτουν σέ πα­γί­δες καί πει­ρα­σμούς.  Ἡ καρδιά τοῦ ἀνθρώπου δέ γεμίζει ὅσα πλούτη κι’ ἀν ἔχει, πάντα θά ἔχει ἕνα κενό, πάντα θά ἀναζητᾶ ἐκεῖνο πού θά τή γεμίση νά τήν ἀναπαύση κι’ αὐτό εἶναι  ἡ Χάρι  τοῦ Κυρίου πού  γεμίζει  τίς καθαρές καρδιές. Δέν εἶδατε τόν πλούσιο τοῦ Εὐαγγελίου; Τά εἶχε ὅλα, ἀλλά  δέ γεμιζαν τήν  ἀθάνατη του ψυχή καί γι’ αὐτό πῆγε στό Χριστό. Ἐμεῖς πρέπει  νά μή δώσουμε τό χῶρο τῆς ψυχῆς μας σέ τίποτα τό ἐγκόσμιο, παρά  μόνο στό Χριστό, αὐτό νά κάνουμε ἔνοικο καί βασιλιά τῆς ψυχῆς μας γιά νά μας ὁδηγήση σίγουρα μέ ἀσφάλεια στόν Παράδεισο. ″ Οὔκ ἔ­χο­μεν ὦ­δε μέ­νου­σαν πό­λιν ἀλ­λά τήν μέλ­λου­σαν ἐ­πι­ζη­τοῦ­με  μή μας τήν στε­ρή­σουν τά φθει­ρό­με­να ἀ­γα­θά τοῦ κό­σμου. Ἡ βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ μᾶς πε­ρι­μέ­νει. Ἀπό μᾶς ἐξαρτᾶται.



41. ΚΥΡΙΑΚΗ  ΔΕΚΑΤΗ ΤΕΤΑΡΤΗ  ΛΟΥΚΑ

(ιη΄ 35-43)
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἐ­γέ­νε­το δὲ ἐν τῷ ἐγ­γί­ζειν αὐ­τὸν εἰς Ἰ­ε­ρι­χὼ τυ­φλός τις ἐ­κά­θη­το πα­ρὰ τὴν ὁ­δὸν προ­σαι­τῶν.  Ἀ­κο­ύ­σας δὲ ὄ­χλου δι­α­πο­ρευ­ο­μέ­νου ἐ­πυν­θά­νε­το τί εἴ­η ταῦ­τα.  Ἀ­πήγ­γει­λαν δὲ αὐ­τῷ ὅ­τι Ἰ­η­σοῦς ὁ Να­ζω­ραῖ­ος πα­ρέρ­χε­ται.  Καὶ ἐ­βό­η­σε λέ­γων· Ἰ­η­σοῦ, υἱ­ὲ Δαυ­ῒδ, ἐ­λέ­η­σόν με.  Καὶ οἱ προ­ά­γον­τες ἐ­πε­τί­μων αὐ­τῷ ἵ­να σι­ω­πή­σῃ· αὐ­τὸς δὲ πολ­λῷ μᾶλ­λον ἔ­κρα­ζεν· Υἱ­ὲ Δαυ­ῒδ, ἐ­λέ­η­σόν με. Στα­θείς δέ ὁ Ἰ­η­σοῦς ἐ­κέ­λευ­σεν αὐ­τόν ἀ­χθῆ­ναι πρός αὐ­τόν· Ἐγ­γί­σαν­τος δέ αὐ­τοῦ ἐ­πη­ρώ­τη­σεν αὐ­τόν λέ­γων·Τί σοι θέ­λεις ποι­ή­σω; ὁ δὲ εἶ­πε· Κύ­ρι­ε, ἵ­να ἀ­να­βλέ­ψω.  Καὶ ὁ Ἰ­η­σοῦς εἶ­πεν αὐ­τῷ· Ἀ­νά­βλε­ψον· ἡ πί­στις σου σέ­σω­κέ σε.  Καὶ πα­ρα­χρῆ­μα ἀ­νέ­βλε­ψε, καὶ ἠ­κο­λο­ύ­θει αὐ­τῷ δο­ξά­ζων τὸν Θε­όν· καὶ πᾶς ὁ λα­ὸς ἰ­δὼν ἔ­δω­κεν αἶ­νον τῷ Θε­ῷ.

Μετάφρασι
Ἐ­κεῖ­νο τόν και­ρό ὅ­ταν ὁ Ἰ­η­σοῦς πλη­σί­α­ζε στήν Ἱ­ε­ρι­χώ, κά­ποι­ος τυ­φλός κα­θό­ταν στό δρό­μο καί ζη­τι­ά­νευ­ε. Καί ὅ­ταν ἄ­κου­σε τό θό­ρυ­βο τοῦ λα­οῦ, πού περ­νοῦ­σε, ρω­τοῦ­σε τί συμ­βαί­νει. Καί τοῦ εἶ­παν τί συμ­βαί­νει. Καί τοῦ εἶ­παν, ὅ­τι ὁ ‘Ἰ­η­σοῦς ὁ Να­ζω­ρα­ῖ­ος δι­α­βαί­νει. Τό­τε φώ­να­ξε δυ­να­τά λέ­γον­τας: «Ἰ­η­σοῦ, Υἱέ Δα­βίδ, ἐ­λέ­η­σε με». Ἀλ­λ’ αὐ­τοί, πού περ­νοῦ­σαν ἀ­πό μπρο­στά του, τόν ἐ­πέ­πλητ­ταν νά σι­ω­πή­ση. Αὐτός ὅ­μως πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο φώ­να­ζε: «Υἱ­έ Δα­βίδ ἐ­λέ­η­σε μέ,­». Ὁ δέ Ἰ­η­σοῦς στα­μά­τη­σε καί δι­έ­ταξε νά τόν φέ­ρουν πρός αὐ­τόν. Καί ὅ­ταν πλη­σί­α­σε τόν ρώ­τη­σε: «Τί θέ­λεις νά σοῦ κά­νω;­». ἐ­κεῖ­νος δέ εἶ­πε: «Κύ­ρι­ε, νά ἀ­πο­κτή­σω τό φῶς μου». Καί ὁ Ἰ­η­σοῦς τοῦ εἶ­πε: «Ἀ­πό­κτη­σε τό φῶς σου! Ἡ πί­στι σου σέ ἔ­σω­σε». Καί ἀ­μέ­σως ἀ­πέ­κτη­σε τό φῶς του, καί τόν ἀ­κο­λου­θοῦ­σε δο­ξά­ζον­τας τό Θε­ό. Καί ὁ λα­ός ὅ­ταν εἶ­δε τό θαῦ­μα, δόξασε τό Θεό
Ὁ τυ­φλός τοῦ ση­με­ρι­νοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου, ποι­ός ξέ­ρει πό­σο και­ρό στε­κό­ταν στό δρό­μο τῆς Ἰ­ε­ρι­χοῦς ζη­τι­α­νεύ­ον­τας, ἐ­κτε­θει­μέ­νος στό κρύ­ο καί στή ζέ­στη!   Τυ­φλός καί φτω­χός, δύ­ο κα­κά, δι­πλή δυ­στυ­χί­α.  Νά ὅ­μως πού  ἔ­φθα­σε ἡ ὥ­ρα νά τε­λει­ώ­σουν τά βά­σα­νά του. Περ­νοῦ­σε ἀ­πό τό δρό­μο του ὁ ἱα­τρός τῶν ψυ­χῶν καί τῶν σω­μά­των, ὁ Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός. Μό­λις πλη­ρο­φο­ρή­θη­κε ὁ τυ­φλός ὅ­τι ἐ­κεί­νη τήν ὥ­ρα περ­νᾶ ὁ Κύ­ριος, ἄρ­χι­σε νά φω­νά­ζη: «Ἰ­η­σοῦ Υἱ­έ Δαυ­ΐδ, ἐ­λέ­η­σόν με.»
         Με­ρι­κοί ὁ­μο­ε­θνείς του, τοῦ ἔ­λε­γαν νά σι­ω­πή­ση, νά μή φω­νά­ζη, ἀλ­λά αὐ­τός, ″πολ­λῷ μᾶλ­λον ἔ­κρα­ζε­,, δηλ.  φώ­να­ζε πι­ό δυ­να­τά. Πλη­σι­ά­ζον­τας ὁ παν­το­γνώ­στης Κύ­ριος ἄ­κου­σε τήν ἱ­κε­σί­α του καί ἀ­μέ­σως δι­ά­τα­ξε καί τόν ὁ­δή­γη­σαν κον­τά του. Τόν ρώ­τη­σε τί θέ­λει. Ὁ τυ­φλός συγ­κι­νη­μέ­νος λέ­γει στό Χρι­στό,″ Κύ­ρι­ε, ἴ­να ἀ­να­βλέ­ψω   καί ὁ Κύ­ριος τοῦ λέ­γει, «ἀ­νά­βλε­ψον· ἡ πί­στις σου σέ­σω­κέ­ σε» καί ὁ λό­γος ἔ­γι­νε ἔρ­γο καί τά μά­τια τοῦ τυ­φλοῦ γέ­μι­σαν φῶς καί ἀ­κο­λού­θη­σε τό Χρι­στό γε­μᾶ­τος χα­ρά καί εὐ­γνω­μο­σύ­νη.
            Θά προ­σπα­θή­σου­με νά προ­σεγ­γί­σο­υμε μέ λί­γες σκέ­ψεις τό  θαῦ­μα αὐ­τό καί πι­στεύ­ω, ὁ­τι ὑ­πάρ­χουν στοι­χεῖ­α πού  θά φω­τί­σουν καί τά δι­κά μας πνευ­μα­τι­κά σκο­τά­δια, γι­ά νά  δοῦ­με τό δρό­μο καί νά ἀ­κου­λη­θή­σο­υμε κι­’ ἐ­μεῖς τόν Κύ­ριο γε­μᾶ­τοι χα­ρά καί εὐ­γνο­μω­σύ­νη, ὅ­πως καί ὁ Τυ­φλός.
            Ὅ­πως φαί­νε­ται ὁ Τυ­φλός εἶ­χε ἀ­κού­σει γι­ά τόν Ἰ­η­σοῦ καί τά θαύ­μα­τά Του καί μό­λις ἔ­μα­θε ὅ­τι θά πε­ρά­ση ὰ­πό κο­ντά του, ἄ­να­ψε μέ­σα του ὁ πό­θος νά ἀ­να­βλέ­ψη, ἀλ­λά καί μι­ά δυ­να­τή πί­στι πρός τόν Ἰ­η­σοῦν. Εἶ­δε τόν Ἰ­η­σοῦ ὄ­χι σάν ἕ­να με­γά­λο δά­σκα­λο, ὅ­πως τόν ἔ­βλε­παν οἱ ἄλ­λοι, ἀλ­λά σάν ἕ­να θεϊ­κό πρό­σω­πο, σάν τό Μεσ­σί­α. Ἀ­πό­δει­ξι, τά λό­γι­α του, ″ Ἰ­η­σοῦ Υἱ­έ Δαυ­ΐδ, ἐ­λέ­η­σόν με.  Αὐ­τή του ἡ πί­στι καί ὁ πό­θος ἔ­γι­ναν τό λά­δι πού τρο­φο­δο­τοῦ­σε τή λυ­χνί­α τῆς ἐλ­πί­δας καί ἡ ἐλ­πί­δα τοῦ γι­γάν­τω­νε τήν  ἐ­πι­μο­νή γι­ά τό αἴ­τη­μά του. Αὐ­τά τά στοι­χεῖ­α συ­νέ­βα­λαν στήν ἐκ­πλή­ρω­σι τοῦ πό­θου καί τοῦ αἰ­τή­μα­τός τοῦ τυ­φλοῦ. Ἀ­ξι­ο­ση­μεί­ω­τη εἶ­ναι καί ἡ εὐ­γνω­μο­σύ­νη του νά ἀ­κο­λου­θή­ση τόν  Ἰ­α­τρό του στό δρό­μο πρός τήν Ἰ­ε­ρου­σα­λήμ .
            Ὁ Κύ­ρι­ος πέ­ρα­σε τό σύ­ντο­μο βί­ο Του στή γῆ  « εὐ­ερ­γε­τῶν καί ἱ­ώ­με­νος»  τούς ἄ­θρώ­πους. Ἔ­λε­γε: «ἔ­λα­τε κο­ντά μου ὅ­λοι οἱ κου­ρα­σμέ­νοι καί φορ­τω­μέ­νοι ἀ­πό τό βά­ρος τῶν ἁ­μαρ­τι­ῶν, καί ἐ­γώ θά σᾶς ξε­κου­ρά­σω καί θά σᾶς ἀ­να­παύ­σω» «ζη­τεῖ­τε καί θά σᾶς δο­θῆ, κτυ­πᾶ­τε τήν θύ­ρα τοῦ ἐ­λέ­ους μου καί θά σᾶς ἀ­νοί­ξω»  Ὑ­πό­σχε­ται, «αὐ­τόν πού ἔρ­χε­ται σέ μέ­να δέ θά τόν βγά­λω ἔ­ξω» Καί ἀ­κό­μα μᾶς δι­α­βε­βαι­ώ­νει ὅ­τι:«Ὅ­ταν ζη­τή­σε­τε κά­τι στήν προ­σευ­χή σας, μέ τήν πί­στι ὅ­τι θά τό λά­βε­τε, σί­γου­ρα θά τό λά­βε­τε.» Ἀ­κό­μα λέ­γει, ὅ­τι ἄν τοῦ ἀ­νοί­ξου­με τή θύ­ρα τῆς ψυ­χῆς μας θά ἔλ­θει νά κα­τοι­κή­σει μέ­σα μας καί τό­σα ἄλ­λα. Τί ση­μαί­νουν ὅ­λες αὐ­τές οἱ ὑ­πο­σχέ­σεις τοῦ  Κυ­ρί­ου;  Ση­μαί­νουν ὅ­τι ἡ ἀ­γά­πη Του καί ἡ βο­ή­θει­ά Του εἶ­ναι δε­δο­μέ­να ἀ­ναμ­φι­σβή­τη­τα. Φτά­νει μό­νο νά ὑ­πάρ­χη ἀ­πό μέ­ρους μας ὁ πό­θος καί ἡ πί­στι καί ἡ ἐλ­πί­δα καί ἡ ἐ­πι­μο­νή τοῦ Τυ­φλοῦ τῆς Ἰ­ε­ρι­χοῦς.  Πρίν ἀ­κό­μα ὁ Τυ­φλός ἐκ­δη­λώ­σει τό αἴτημα του, ὁ Κύ­ρι­ος γνώ­ρι­ζε τήν πί­στι καί τόν πό­θο τοῦ Τυ­φλοῦ καί πε­ρί­με­νε τήν ἐκ­δή­λω­ση του καί ἀ­μέ­σως τόν κά­λε­σε κο­ντά Του θε­ρα­πεύ­ο­ντάς τον. Σί­γου­ρα γνω­ρί­ζει τούς πό­θους μας καί τίς ἀ­νά­γκες μας πρίν ἀ­κό­μα ἐ­μεῖς τίς ἀ­ντι­λη­φθοῦ­με, ἀλ­λά πε­ρι­μέ­νει ἐ­μᾶς νά δεί­ξου­με τήν ἐ­πι­θυ­μί­α καί τήν προ­θυ­μί­α καί τό­τε θά ἔλ­θει νά μᾶς ἰ­κα­νο­ποιή­σει ὅ­πως καί τόν Τυ­φλό. Με­τά ἀ­πό αὐ­τά, ποι­ά ψυ­χή δέν παίρ­νει θάρ­ρος νά πλη­σι­ά­σει τόν Κύ­ρι­ο μέ τήν τό­ση ἀ­γά­πη καί εὐ­σπλα­χνί­α πού δεί­χνει γι­ά τόν ἁ­μαρ­τω­λό καί ἀ­νά­ξι­ο ἄν­θρω­πο;
            Ἐ­μεῖς σή­με­ρα ζοῦ­με στήν ἐ­πο­χή τῆς Κ.Δ. τήν ἐ­πο­χή πού τό  πνευ­μα­τι­κό φῶς τοῦ Χρι­στοῦ φω­τί­ζει τά σκο­τά­δι­α καί ξε­σκε­πά­ζει τήν ἁ­μαρ­τί­α. Ἐ­μεῖς γεν­νη­θή­κα­με Χρι­στι­α­νοί, βα­πτι­σθή­κα­με στό ὄ­νο­μα τοῦ Ἰ­η­σοῦ, δι­δα­σκό­μα­στε ἀ­πό μι­κροί τή δι­δα­σκα­λί­α Του, τρε­φό­μα­στε μέ τό Σῶ­μα καί τό Αἷ­μα Του, τόν ψη­λα­φοῦ­με ὅ­πως καί ὁ Θω­μᾶς, δι­ε­ρω­τη­θή­κα­με κα­μι­ά φο­ρά ἄν  τόν πι­στεύ­ο­με, ἄν τον πο­θοῦ­με καί ἄν τόν ἀ­κο­λου­θοῦ­με ὅ­πως ὁ Τυ­φλός; Ἤ μή­πως μᾶς ἀ­πε­ρό­φη­σε ἡ ὑ­λι­κή ζω­ή καί  ἀ­φή­σα­με τόν Χρι­στό σάν ἕ­να ἁ­πλό συ­ναι­σθη­μα­τι­κό πρᾶ­γμα πού  τό θυ­μού­μα­στε ὅ­ταν βρε­θοῦ­με σέ πο­λύ δύ­σκο­λες στι­γμές; Πο­λύ φο­βοῦ­μαι, ὅ­τι γί­νε­ται τό  δεύ­τε­ρο καί πρέ­πει νά προ­βλη­μα­τι­σθοῦ­με σο­βα­ρά. Ἄν πρα­γμα­τι­κά γί­νε­ται αὐ­τό, ἄς μή χά­σου­με χρό­νο· ἄς φω­νά­ξου­με καί ἐ­μεῖς μέ πό­θο ὅ­πως καί ὁ Τυ­φλός, ″ Ἰ­η­σοῦ Υἱ­έ Δαυ­ΐδ ἐ­λέ­η­σόν με  καί σί­γου­ρα θά ἔ­χου­με τήν ἀ­πά­ντη­σι.
            Ἀ­γα­πη­τοί μου.
Ὁ Κύ­ρι­ος, σή­με­ρα, δέν πε­ρι­ο­ρί­ζε­ται σέ χω­ρι­ά καί δρό­μους ὅ­πως τό­τε, ἄλ­λά σή­με­ρα ὁ Κύ­ρι­ος εἶ­ναι κο­ντά μας, συ­νο­δοι­πό­ρος μας, φτά­νει νά  ἀ­νοί­ξου­με τά πνευ­μα­τι­κά μας μά­τι­α καί  θά τόν δοῦ­με δί­πλα μας·  σέ κά­θε βῆ­μα μας, ἄν θέ­λο­με,  συ­νο­μι­λοῦ­με μα­ζί Του, Αὐ­τός εἶ­ναι πρό­θυ­μος νά  ἀ­ντα­πο­κρι­θεῖ, φτά­νει νά ἔ­χο­με τόν πό­θο καί τήν πί­στι τοῦ Τυ­φλοῦ.  Ὁ Τυ­φλός τήν ὥ­ρα ἐ­κεί­νη στό νοῦ του   μό­νο τόν Ἰ­η­σοῦν εἶ­χε, δέ λο­γά­ρι­α­ζε κα­νέ­να, δέν ἄ­κου­ε τούς ἀν­θρώ­πους πού τό μάλ­λω­ναν νά μή φω­νά­ζη,  ἄν καί βρι­σκό­ταν ἀ­νά­με­σα σέ τό­ση φασ­σα­ρί­α τοῦ ὄ­χλου, αὐ­τός ἕ­να εἶ­χε στήν  ψυ­χή του, τόν Ἰ­η­σοῦ καί τόν πό­θο τοῦ φω­τός. Ἔ­τσι καί σύ ἀ­δελ­φέ μου, ὅ­που κι­’ ἄν εἶ­σαι, εἴ­τε στό λε­ω­φο­ρεῖ­ο, εἴ­τε στήν  ἀ­γο­ρά, εἴ­τε στό σπί­τι,  δι­ῶ­ξε ἀ­πό τόν νοῦ σου κά­θε ἄλ­λη σκέ­ψι δῶ­σε στόν Κύ­ρι­ο τή σκέ­ψι σου,  τήν καρ­δι­ά σου,  τόν πό­θο σου καί ξεπέρασε κά­θε ἐ­νά­ντι­ο λο­γι­σμό, ἤ πρό­κλη­σι ἀ­π’ ὅ­που κι­’ ἄν προ­έρ­χε­ται καί νά εἶ­σαι βέ­βαι­ος ὅ­τι θά σέ προ­σέ­ξη ὁ Ἰ­η­σοῦς καί θά   ἀ­κού­ση τούς πό­θους σου καί θά θε­ρα­πεύ­ση τίς ἀ­νά­γκες σου καί τό­τε σάν τόν Τυ­φλό τῆς Ἰ­ε­ρι­χοῦς πρέ­πει νά τόν ἀ­κο­λου­θή­σης στό δρό­μο τῆς σω­τη­ρί­ας καί σί­γου­ρα ἀ­πό εὐ­γνω­μο­σύ­νη θά τόν ὑ­πη­ρε­τῆς καί θά τόν εὐ­γνω­μο­νῆς σέ ὅ­λη σου τή ζω­ή.
            Μα­ζί μέ τόν Τυ­φλό ἄς δο­ξά­ζο­με κι­’ ἐ­μεῖς τό Σω­τῆ­ρα καί Λυ­τρω­τή μας  πά­ντο­τε ὅ­σο ζοῦ­με, γι­ά τήν ἀ­γά­πη πού δεί­χνει σ’ ὅ­λο τόν κό­σμο καί σέ μᾶς.

42. ΚΥΡΙΑΚΗ  ΔΕΚΑΤΗ ΠΕΜΠΤΗ  ΛΟΥΚΑ

ιθ΄ 1-10)(Ζακχαίου)
Καὶ εἰ­σελ­θὼν δι­ήρ­χε­το τὴν Ἰ­ε­ρι­χώ·  καὶ ἰ­δοὺ ἀ­νὴρ ὀ­νό­μα­τι κα­λο­ύ­με­νος Ζακ­χαῖ­ος, καὶ αὐ­τὸς ἦν ἀρ­χι­τε­λώ­νης, καὶ οὗ­τος ἦν πλο­ύ­σιος,  καὶ ἐ­ζή­τει ἰ­δεῖν τὸν Ἰ­η­σοῦν τίς ἐ­στι, καὶ οὐκ ἠ­δύ­να­το ἀ­πὸ τοῦ ὄ­χλου, ὅ­τι τῇ ἡ­λι­κί­ᾳ μι­κρὸς ἦν.  Καὶ προ­δρα­μὼν ἔμ­προ­σθεν ἀ­νέ­βη ἐ­πὶ συ­κο­μο­ρέ­αν, ἵ­να ἴ­δῃ αὐ­τόν, ὅ­τι δι' ἐ­κε­ί­νης ἤ­μελ­λε δι­έρ­χε­σθαι. Καὶ ὡς ἦλ­θεν ἐ­πὶ τὸν τό­πον, ἀ­να­βλέ­ψας ὁ Ἰ­η­σοῦς εἶ­δεν αὐ­τόν καὶ εἶ­πεν πρὸς αὐ­τόν· Ζακ­χαῖ­ε, σπε­ύ­σας κα­τά­βη­θι· σή­με­ρον γὰρ ἐν τῷ οἴ­κῳ σου δεῖ με μεῖ­ναι. Καὶ σπε­ύ­σας κα­τέ­βη, καὶ ὑ­πε­δέ­ξα­το αὐ­τὸν χα­ί­ρων.  Καὶ ἰ­δόν­τες πάν­τες δι­ε­γόγ­γυ­ζον λέ­γον­τες ὅ­τι πα­ρὰ ἁ­μαρ­τω­λῷ ἀν­δρὶ εἰ­σῆλ­θε κα­τα­λῦ­σαι.  Στα­θεὶς δὲ Ζακ­χαῖ­ος εἶ­πε πρὸς τὸν Κύ­ριον· Ἰ­δοὺ τὰ ἡ­μί­ση τῶν ὑ­παρ­χόν­των μου, Κύ­ρι­ε, δί­δω­μι τοῖς πτω­χοῖς, καὶ εἴ τι­νός τι ἐ­συ­κο­φάν­τη­σα, ἀ­πο­δί­δω­μι τε­τρα­πλοῦν.  Εἶ­πε δὲ πρὸς αὐ­τὸν ὁ Ἰ­η­σοῦς ὅ­τι σή­με­ρον σω­τη­ρί­α τῷ οἴ­κῳ το­ύ­τῳ ἐ­γέ­νε­το, κα­θό­τι καὶ αὐ­τὸς υἱ­ὸς Ἀ­βρα­άμ ἐ­στιν·  Ἦλ­θε γὰρ ὁ υἱ­ὸς τοῦ ἀν­θρώ­που ζη­τῆ­σαι καὶ σῶ­σαι τὸ ἀ­πο­λω­λός.
Μετάφρασι
Ἐκεῖ­νο τόν και­ρό, ὁ Ἰ­η­σοῦς μπῆ­κε στήν Ἱ­ε­ρι­χῶ καί περ­νοῦ­σε διά μέ­σου αὐ­τῆς. Καί ἰ­δού ἦ­ταν ἐ­κεῖ ἕ­νας ἄν­δρας, πού ὠνο­μα­ζό­ταν Ζακ­χαῖ­ος.Ἦ­ταν δέ ἀρ­χι­τε­λώ­νης, Ἐ­πί­σης ἦ­ταν πλού­σιος. Καί προ­σπα­θοῦ­σε νά δῆ τόν Ἰ­η­σοῦ ποι­ός εἶ­ναι, ἀλ­λά δέν μπο­ροῦ­σε, λό­γω τοῦ πλή­θους τοῦ λα­οῦ, δι­ό­τι στό ἀ­νά­στη­μα ἦ­ταν κον­τός. Γι’ αὐ­τό ἔ­τρε­ξε μπρο­στά καί ἀ­νέ­βη­κε σέ μί­α συ­κο­μου­ριά γιά νά τόν δῆ, δι­ό­τι θά περ­νοῦ­σε ἀ­π’ ἐ­κεῖ. Καί ὅ­ταν ὁ Ἰ­η­σοῦς ἔ­φθα­σε σ’ αὐ­τό τό μέ­ρος, κοί­τα­ξε ἐ­πά­νω τόν εἶ­δε καί τοῦ εἶ­πε: «Ζακ­χαῖ­ε, κα­τέ­βα γρή­γο­ρα, δι­ό­τι σή­με­ρα πρό­κει­ται νά μεί­νω στό σπί­τι σου». Καί κα­τέ­βη­κε γρή­γο­ρα, καί τόν ὑ­πο­δέ­χθη­κε μέ χα­ρά. Ἀλ­λ' ὅ­ταν εἶ­δαν αὐ­τό, ὅ­λοι σχο­λί­α­ζαν λέ­γον­τας: «Στό σπί­τι ἁ­μαρ­τω­λοῦ ἀν­θρώ­που πῆ­γε νά μεί­νη». Ὁ δέ Ζακ­χαῖ­ος στά­θη­κε καί εἶ­πε στόν κύ­ριο: «Ἰ­δού, κύ­ρι­ε, τά μι­σά ἀ­πό τά ὑ­πάρ­χον­τά μου θά δώ­σω στούς πτω­χούς, καί ἄν κά­τι ἀ­δί­κη­σα κά­ποι­ον, θά τό ἐ­πι­στρέ­ψω τε­τρα­πλά­σιο». Τό­τε ὁ Ἰ­η­σοῦς εἶ­πε γι' αὐ­τόν; «Σή­με­ρα σ’ αὐ­τό τό σπί­τι ἦλ­θε σω­τη­ρί­α, δι­ό­τι καί αὐ­τός εἶ­ναι υἱ­ός του Ἀ­βρα­άμ».Ὁ δέ Υἱ­ός του ἄν­θρω­που ἦλ­θε ν' ἀ­να­ζή­τη­ση καί νά σώ­ση τό χα­μέ­νο
T­ό προ­σω­πεῖ­ο πού   βλά­πτει
Ἐ­πει­δή, συ­νή­θως,  στίς πιό πολ­λές φά­σεις τῆς ζω­ῆς μας ὅ­λοι μας κι­νού­με­νοι ἀ­πό τη φι­λαυ­τί­α μας φο­ρᾶ­με καί κά­ποι­ο προ­σω­πεῖ­ο γιά νά φα­νοῦ­με στούς ἄλ­λους ὅ­πως ἐ­κεῖ­νοι μᾶς θέ­λουν. Ἡ πρα­κτι­κή αὐ­τή δεν ἀ­ρέ­σει κα­θό­λου στο Θε­ό, για­τί φα­νε­ρώ­νει ὑ­πο­κρι­σί­α.
Ἡ λέ­ξη «προ­σω­πεῖ­ο» ση­μαί­νει μά­σκα πού κρύ­βει το πραγ­μα­τι­κό πρό­σω­πο, ση­μαί­νει προ­σποί­η­σι και­ί τε­λι­κά εἶ­ναι μιά με­γά­λη κα­τα­στρο­φι­κή πρά­ξι.  Ἄς δοῦ­με λοι­πόν πῶς ὁ ση­με­ρι­νός χρι­στια­νός φο­ρᾶ κά­ποι­ο προ­σω­πεῖ­ο.
 Ξε­κι­νᾶ κά­ποι­α χρι­στια­νή γυ­ναί­κα νά  πάηι στήν Ἐκ­κλη­σί­α καί  βά­φε­ται, στο­λί­ζε­ται, βά­ζει τά χρυ­σα­φι­κά της σάν νά πη­γαί­νη σέ  χο­ρό· πά­ει νά συ­ναν­τή­ση τό Θε­ό. Μή­πως θέ­λει αὐ­τά ὁ ΄Κύ­ριος;  Ἀ­σφα­λῶς ὄ­χι. Ἀλ­λά ἡ γυ­ναί­κα σκέ­φτε­ται τίς κρί­σεις τῶν ἀν­θρώ­πων· αὐ­τά τά  χρη­σι­μο­ποι­εῖ γιά τά μά­τια τῶν ἄλ­λων γιά νά τήν ἐ­παι­νέ­σουν. Δέν εἶ­ναι αὐ­τό ἕ­να προ­σω­πεῖ­ο, τό ὁ­ποῖ­ο καί γί­νε­ται τεῖ­χος πού χω­ρί­ζει τόν ἄν­θρω­πο ἀ­πό τό Θε­ό. Ἀλ­λά καί πό­σοι ἄν­δρες ἐ­νῶ εἶ­ναι θυ­μώ­δεις καί  ἐ­ρι­στι­κοί ἐ­νώ­πιον ἄλ­λων κα­τη­γο­ροῦν κά­ποι­ο ἄλ­λο γι’ αὐ­τά καί προ­σποι­οῦν­ται τούς πρά­ους, τούς  εἰ­ρη­νι­κούς. Ἄλ­λοι ἐ­νῶ εἶ­ναι φί­λαυ­τοι καί ὑ­πε­ρή­φα­νοι προ­σποι­οῦ­ται τούς τα­πει­νούς, τα­πει­νο­λο­γοῦν δη­λα­δή. Καί ἄλ­λοι ἐ­νῶ εἶ­ναι φτω­χοί προ­σπα­θοῦν νά φαί­νον­ται πλού­σιοι, καί ἄλ­λοι ἐ­νῶ εἶ­ναι λι­γο­γράμ­μα­τοι θέ­λουν νά φαί­νον­ται ὅ­τι τά γνω­ρί­ζουν ὅ­λα. Καί τό πράγ­μα ἔ­χει συ­νέ­χεια καί κα­ταν­τοῦ­με σή­με­ρα νά φο­ρᾶ­με ὁ κα­θέ­νας κι  ἕ­να προ­σω­πεῖ­ο. Αὐ­τό βέ­βαι­α εἶ­ναι με­γά­λο κα­κό καί πρέ­πει νά τό  στα­μα­τί­σου­με. Θά τό κα­τα­φέρου­με ἄν μι­μη­θοῦ­με τό Ζα­καῖ­ο τοῦ ση­με­ρι­νοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου.
  Ζακ­χαῖ­ος ἦ­ταν ἐ­πί­ση­μος ὑ­πάλ­λη­λος τοῦ  κρά­τους, ἦ­ταν ἐ­πί κε­φα­λῆς τῶν εἰ­σπρα­κτό­ρων τῶν κρα­τι­κῶν φό­ρων. Μέ­σα του ἄ­να­ψε ὁ πό­θος νά δεῖ τόν Ἰ­η­σοῦν. Αὐ­τός ὁ  με­γά­λος πό­θος ἔ­γι­νε ὁ κα­τα­λύ­της τοῦ προ­σω­πεί­ου. Ἀ­φοῦ δέ μπο­ροῦ­σε μέ κα­νέ­να ἄλ­λο τρό­πο νά δῆ τόν  Κύ­ριο, ἀ­πο­φά­σι­σε νά ἀ­νέ­βη σέ δέν­δρο γιά νά τόν δῆ  ἀ­πό ψη­λά, καί ἡ σκέ­ψι του ἔ­γι­νε πρά­ξι. Δέν σκέ­φθη­κε τίς κρί­σειςτῶν ἄλ­λων ἀν­θρώ­πων καί τί θά λέ­γα­νε ὅ­ταν ἔ­βλε­παν ἕ­να ἐ­πί­ση­μο νά σκαρ­φα­λώ­νη στό δέν­δρο, πού ἀ­σφα­λῶς θά γε­λοῦ­σαν καί θά τόν κο­ρο­ΐ­δευ­αν,   ἀλ­λά ἀ­δι­α­φο­ρών­τας γιά τίς κρί­σεις καί τά σχό­λια τῶν ἀν­θρώ­πων ἀ­νέ­βη­κε στή συ­κο­μο­ρέ­α καί γιά αὐ­τή του τή γνή­σια πρά­ξι ὁ παν­το­γνώ­στης Ἰ­η­σοῦς μό­λις πλη­σί­α­σε τόν κά­λε­σε μέ τό ὄ­νο­μά του· «Ζακ­χαῖ­ε σπεύ­σας κα­τά­βη­θι.­.» Τί τι­μη­τι­κό πράγ­μα στ’ ἀ­λή­θεια: Νά τόν κα­λέ­ση ὁ με­γά­λος δά­σκα­λος καί νά τόν ἀ­μεί­ψη μά­λι­στα μέ ἐ­πί­σκε­ψι στό σπί­τι τοῦ  Ζα­καί­ου· «σή­με­ρον ἐν τῷ οἶ­κῳ σου δεῖ με μεῖ­ναι». Αὐ­τά τά με­γά­λα ἀ­γα­θά ἔ­φε­ρε στό Ζακ­χαῖ­ο ἡ  γνή­σια ἡ μή προ­σποι­η­μέ­νη συμ­πε­ρι­φο­ρά του. Ἰδού λοιπόν, ὁ Ζακχαῖος μᾶς διδάσκει καί μᾶς δείχνει τό δρόμο  τῆς σωστῆς συμπεριφορᾶς τί ἄλλο θέλουμε;
Ἄν θέλουμε νά ἔχουμε τά ἀγαθά ἀποτελέσμα πού εἶ­χε ὁ  Τε­λώ­νης Ζακ­χαῖ­ος, θά πρέ­πει πρῶ­τα ὰ­π’ ὅ­λα νά ἀ­νά­ψη στήν ψυ­χή μας  με­γά­λος πό­θος καί ἀ­γά­πη γιά τόν Κύ­ριο καί  νά ἀ­πο­βλέ­που­με μό­νο καί μό­νο στήν συ­νάν­τι­σι μαζί Του, καί νά συμ­πε­ρι­φε­ρό­μα­στε ἁ­πλᾶ καί γνή­σια.  Ὅ­πως εἴ­μα­στε νά φαι­νό­μα­στε καί θά τά κα­τα­φέ­ρου­με ὅ­ταν ἀ­πο­βά­λου­με τή φι­λαυ­τί­α μας καί  νά μήν  λαμ­βά­νου­με ὑ­πό­ψι μας  πῶς θά μᾶς κρί­νη ὁ κό­σμος στήν ἐμφ­ά­νι­σί μας ἤ στήν κα­τά Θε­ό συμ­πε­ρι­φο­ρά μας. Νά σκε­φτώ­μα­στε ὅ­τι μο­να­δι­κός κρι­τής εἶ­ναι ὁ Θε­ός μας καί σ’ Αὐ­τόν καί μό­νο ἔ­χου­με νά ἀ­πο­δώ­σου­με λό­γο. Οἱ κρί­σεις τῶν ἀν­θρώ­πων δέν ἔ­χουν καί σπου­δαί­α ἀ­ξί­α για­τί εἶ­ναι ἀ­τε­λεῖς καί  τά κρι­τή­ριά τους εἶ­ναι κο­σμι­κά καί ἐ­φή­με­ρα. Κά­θε μας σκέ­ψι καί ἐ­νέρ­γεια καί πρά­ξι θά πρέ­πει νά με­τρι­έ­ται καί νά κρί­νε­ται πάν­το­τε μέ τό θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ καί τῶν ἐν­το­λῶν του. Ἄν θέ­λει κά­ποι­ος νά μέ  κο­ρο­ϊ­δέ­ψει ἐ­πει­δή ντύ­νο­μαι ἁ­πλά καί πη­γαί­νω στήν Ἐκ­κλη­σί­α, ἄς τό κά­νει· ἐ­μέ­να δέ θά με ἐ­πη­ρε­ά­σει κα­θό­λου, για­τί λό­γο θά δώ­σω μό­νο στό Θε­ό. Οἱ κρί­σεις τῶν ἀν­θρώ­πων γιά τήν κα­τά Θε­ό συμ­πε­ρι­φο­ρά μας εἶ­ναι σάν γαυ­γί­σμα­τα σκύλ­λων χω­ρίς ἀ­πο­τέ­λε­σμα. Νά ἀ­φή­σου­με τόν κό­σμο νά  κά­νη ὅ,τι θέ­λει φτά­νει ἐ­μεῖς νά  εἴ­μα­στε προ­σαρ­μο­σμέ­νοι στό Θε­ό ὅ­πως ἡ χορ­δή στήν κι­θά­ρα. Μό­νο ἔ­τσι θά ἀ­πο­βά­λου­με τό προ­σω­πεῖ­ο καί θά συ­ναν­τοῦ­με τόν Κύ­ριο σέ κά­θε φά­σι τῆς ζω­ῆς μας ὅ­πως καί ὁ ἀρ­χι­τελώ­νης Ζακ­χαῖ­ος, καί μό­νον ἔ­τσι θά  κα­τα­δε­χθῆ νά  ἔρ­χε­ται καί νά μέ­νη στό σπί­τι τῆς ψυ­χῆς μας  ὁ Σω­τή­ρας καί Λυ­τρω­τής τοῦ κό­σμου, Στόν Ὁ­ποῖ­ο πρέ­πει κά­θε δό­ξα τι­μή καί  προ­σκύ­νη­ση στούς αἰ­ῶ­νες. Ἀ­μήν.

43. ΚΥΡΙΑΚΗ  ΤΟΥ ΤΕΛΩΝΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΦΑΡΙΣΣΑΙΟΥ

(Λουκᾶ ιη΄ 10-14)
ν­θρω­ποι δύ­ο ἀ­νέ­βη­σαν εἰς τὸ ἱ­ε­ρὸν προ­σε­ύ­ξα­σθαι, ὁ εἷς Φα­ρι­σαῖ­ος καὶ ὁ ἕ­τε­ρος τε­λώ­νης.  Ὁ Φα­ρι­σαῖ­ος στα­θεὶς πρὸς ἑ­αυ­τὸν ταῦ­τα προ­ση­ύ­χε­το· ὁ Θε­ός, εὐ­χα­ρι­στῶ σοι ὅ­τι οὐκ εἰ­μὶ ὥ­σπερ οἱ λοι­ποὶ τῶν ἀν­θρώ­πων, ἅρ­πα­γες, ἄ­δι­κοι, μοι­χοί, ἢ καὶ ὡς οὗ­τος ὁ τε­λώ­νης·  νη­στε­ύ­ω δὶς τοῦ σαβ­βά­του, ἀ­πο­δε­κα­τῶ πάν­τα ὅ­σα κτῶ­μαι.  Καὶ ὁ τε­λώ­νης μα­κρό­θεν ἑ­στὼς οὐκ ἤ­θε­λεν οὐ­δὲ τοὺς ὀ­φθαλ­μοὺς εἰς τὸν οὐ­ρα­νόν ἐ­πᾶ­ραι, ἀλ­λ' ἔ­τυ­πτεν εἰς τὸ στῆ­θος αὐ­τοῦ λέ­γων· ὁ Θε­ός, ἱ­λά­σθη­τί μοι τῷ ἁ­μαρ­τω­λῷ.  Λέ­γω ὑ­μῖν, κα­τέ­βη οὗ­τος δε­δι­και­ω­μέ­νος εἰς τὸν οἶ­κον αὐ­τοῦ ἢ γὰρ ἐ­κεῖ­νος· ὅ­τι πᾶς ὁ ὑ­ψῶν ἑ­αυ­τὸν τα­πει­νω­θή­σε­ται, ὁ δὲ τα­πει­νῶν ἑ­αυ­τὸν ὑ­ψω­θή­σε­ται.
Μετάφρασι
Εἶ­πεν ὁ Κύ­ριος τήν πα­ρα­βο­λή αὐ­τή.«Δύ­ο ἄν­θρω­ποι ἀ­νέ­βη­καν στό να­ό νά προ­σευ­χη­θοῦν, ὁ ἕ­νας Φα­ρισ­σαῖ­ος καί ὁ ἄλ­λος Τε­λώ­νης. ‘Ο Φα­ρισ­σα­ϊ­ος στά­θη­κε μό­νος καί ἔ­κα­νε αὐ­τή τή προ­σευ­χή: “Θε­έ, σ’ εὐ­χα­ρι­στῶ, δι­ό­τι δέν εἶ­μαι ὅ­πως οἱ ὑ­πό­λοι­ποι ἄν­θρω­ποι, πού εἶ­ναι ἐκ­βια­σταί, ἄ­δι­κοι, μοι­χοί, ἡ καί ὅ­πως αὐ­τος ὁ Τε­λώ­νης. Νη­στεύ­ω δυ­ό φο­ρές τήν ἑ­βδο­μά­δα, δί­νω τό ἕ­να δέ­κα­το ἀ­π’ ὅ­λα ὅ­σα ἀ­πο­κτῶ”. ‘Ο δέ Τε­λώ­νης στά­θη­κε μα­κριά (πο­λύ πί­σω), καί δέν τολ­μοῦ­σε οὔ­τε τά μά­τια νά ση­κώ­ση πρός τόν οὐ­ρα­νό. Κτυ­ποῦ­σε δέ τό στῆ­θος τοῦ λέ­γον­τας: “Θε­έ μου, σπλα­χv­ί­σo­υ με καί συγ­χώ­ρε­σε με τόν ἁ­μαρ­τω­λό”. Σᾶς βε­βαι­ώ­νω: Κα­τέ­βη­κε αὐ­τός δι­και­ω­μέ­νος στό σπί­τι του, καί ὄ­χι ἐ­κεῖ­νος. ‘Ό­πωσ­δή­πο­τε κα­θέ­νας, πού ὑψώ­νει τόν ἑ­αυ­τό του, θά τα­πει­νω­θῆ, ἐ­νῷ ἐ­κε­ῖνος, πού τα­πει­νώ­νει τόν ἑ­αυ­τό του, θά ὑ­ψω­θῆ».

Ὁ Τε­λώ­νης ὅ­μως μέ τή σω­στή αὐ­το­γνω­σί­α του δι­α­πι­στώ­νει ὅ­τι εἶ­ναι ἁ­μαρ­τω­λός ἐ­νώ­πιον τοῦ Θε­οῦ καί μέ πολ­λήν τα­πεί­νω­σι στέ­κε­ται πα­ρά­με­ρα καί  κλαί­ει καί πεν­θεῖ μέ σκυ­μέ­νη τήν κε­φα­λή του στή γῆ κτυ­πᾶ τό στῆ­θος του καί ψυ­θι­ρί­ζει· «ὁ θε­ός ἰ­λά­σθη­τί μοι τῷ ἁ­μαρ­τω­λῷ.» Πα­ρά­δειγ­μα τα­πει­νο­φρο­σύ­νης καί πέν­θους γιά τίς ἁ­μαρ­τί­ες τοῦ ἀν­θρώ­που.
Ἀ­πό τούς δύ­ο ὁ Κύ­ριος δι­και­ώ­νει τόν τα­πει­νό Τε­λώ­νη καί κα­λεῖ καί ὅ­λους ἐ­μᾶς ἔμ­με­σα νά ἀ­κο­λου­θή­σου­με τό πα­ρά­δειγ­μα του ἄν θέ­λου­με νά δι­και­ω­θοῦ­με ἀ­πό τό Θε­ό.
Ἡ ἐ­γω­πά­θεια καί ὁ ἐ­γω­ϊ­σμός κα­τά­στρε­ψαν τόν Φαρισσαῖο, ὅπως καί κάθε ἐγωπαθῆ καί φίλαυτο καί ὑπερήφανο ἄνθρωπο, καί ὄχι μόνο, ἀλλά καί λαούς καί ἔθνη ἐσβησε ἀπό προσώπου τῆς γῆς. Κι  ὅμως, παρ’ ὅλα αὐτά συνεχίζουν  ἄνθρωποι νά ἔχουν αὐτά τά κακά καί νά καταστρέφουν ἑαυτούς καί τήν κοινωνία.
  τα­πει­νο­φρο­σύ­νη ὅ­μως ἔ­σω­σε μυ­ριά­δες ἁ­μαρ­τω­λούς καί τούς ἀ­νέ­δει­ξε καί ἁ­γί­ους. Πα­ρα­δείγμα­τα ὑ­πάρ­χουν πά­ρα πολ­λά τό­σο στήν Ἁ­γί­α Γρα­φή ὅ­σο καί στή κα­θη­με­ρι­νή μας ζω­ή. Ὁ τα­πει­νός ἄνθρω­πος μέ τήν αὐ­το­γνω­σί­α του  γνω­ρί­ζει τή ἀ­δυνα­μί­α του, τήν ἁ­μαρ­τί­α του, τήν ἀ­τέ­λειά του. ἐ­ξαρ­τᾶ τόν ἑ­αυ­τό του ἀ­πό τό Θε­ό καί δέν τολ­μᾶ νά  ὑ­ψη­λο­φρο­νή­ση, οὔ­τε νά πε­ρι­φρο­νή­ση, ἀλ­λ’­ οὔ­τε καί νά κα­τη­γο­ρή­ση κα­νέ­να. Καί τό δί­και­ο του θυ­σιά­ζει μέ ὑ­πο­μο­νή. Γί­νε­ται ἄν­θρω­πος ἀ­γά­πης καί συμ­πά­θειας στόν κα­θέ­να ἔ­στω καί ἄν γνω­ρί­ζει ὅ­τι ὁ ἄλ­λος τόν ἀν­τι­πα­θεῖ καί τόν ὑ­πο­σκά­πτει. Μπο­ρεῖ με­ρι­κοί νά τόν θε­ω­ροῦν τι­πο­τέ­νιο, ἀλ­λά θά ἔλ­θη  ἡ ὥ­ρα πού ὁ Κύ­ριος θά τόν ὑ­ψώ­ση θά τόν ἀ­να­δεί­ξη καί θά βρα­βεύ­ση σί­γου­ρα τήν ἀ­ρε­τή τῆς τα­πεί­νω­σης καί ὑ­πο­μο­νῆς του. Καί θά ἐ­πα­λη­θεύ­ση ὁ λό­γος τοῦ Κυ­ρί­ου· «Ὁ τα­πει­νῶν ἑ­αυ­τόν ὑ­ψω­θή­σε­ται»
Ἔ­τσι κι  ἐ­μεῖς ἄς  ἐ­φαρ­μό­σου­με στή ζω­ή μας τήν εὐ­λο­γη­μέ­νη ἀ­ρε­τή τῆ­ς αὐ­το­γνω­σίας καί τῆς τα­πεί­νω­σης, μιμούμενοι τόν Τελώνη, ἔ­στω κι ἄν  μᾶς θε­ω­ροῦν οἱ ἄλ­λοι τι­πο­τέ­νιους, θά ἔλ­θη ἡ ὥ­ρα πού ὁ Κύ­ριος θά ἐ­φαρ­μό­ση τό λό­γο Του καί θά  ἀ­μεί­ψη τήν τα­πει­νή συμ­πε­ρι­φο­ρά μας  ἐ­νώ­πιον ἀγ­γέ­λων καί ἄν­θρώ­πων, εἰσάγοντάς μας στή βασιλεία τοῦ Πατρός Αὐτοῦ. Ἀμήν.

4. ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ

  (Λουκ  ιε΄ 11-32)
Εἶ­πεν ὁ Κύριος τήν παραβολήν ταύτην· Ἄν­θρω­πός τις εἶ­χε δύ­ο υἱ­ο­ύς.  Καὶ εἶ­πεν ὁ νε­ώ­τε­ρος αὐ­τῶν τῷ πα­τρί· Πά­τερ, δός μοι τὸ ἐ­πι­βάλ­λον μέ­ρος τῆς οὐ­σί­ας. Καὶ δι­εῖ­λεν αὐ­τοῖς τὸν βί­ον.  Καὶ με­τ' οὐ πολ­λὰς ἡ­μέ­ρας συ­να­γα­γὼν ἅ­παν­τα ὁ νε­ώ­τε­ρος υἱ­ὸς ἀ­πε­δή­μη­σεν εἰς χώ­ραν μα­κράν, καὶ ἐ­κεῖ δι­ε­σκόρ­πι­σεν τὴν οὐ­σί­αν αὐ­τοῦ ζῶν ἀ­σώ­τως.  Δα­πα­νή­σαν­τος δὲ αὐ­τοῦ πάν­τα ἐ­γέ­νε­το λι­μὸς ἰ­σχυ­ρὰ κα­τὰ τὴν χώ­ραν ἐ­κε­ί­νην, καὶ αὐ­τὸς ἤρ­ξα­το ὑ­στε­ρεῖ­σθαι.  Καὶ πο­ρευ­θεὶς ἐ­κολ­λή­θη ἑ­νὶ τῶν πο­λι­τῶν τῆς χώ­ρας ἐ­κε­ί­νης, καὶ ἔ­πεμ­ψεν αὐ­τὸν εἰς τοὺς ἀ­γροὺς αὐ­τοῦ βό­σκειν χο­ί­ρους. Καὶ ἐ­πε­θύ­μει γε­μί­σαι τὴν κοι­λί­αν αὐ­τοῦ ἀ­πὸ τῶν κε­ρα­τί­ων ὧν ἤ­σθιον οἱ χοῖ­ροι, καὶ οὐ­δεὶς ἐ­δί­δου αὐ­τῷ.  Εἰς ἑ­αυ­τὸν δὲ ἐλ­θὼν εἶ­πε· πό­σοι μί­σθιοι τοῦ πα­τρός μου πε­ρισ­σε­ύ­ου­σιν ἄρ­των, ἐ­γὼ δὲ λι­μῷ ὧ­δε ἀ­πόλ­λυ­μαι! ἀ­να­στὰς πο­ρε­ύ­σο­μαι πρὸς τὸν πα­τέ­ρα μου καὶ ἐ­ρῶ αὐ­τῷ· πά­τερ, ἥ­μαρ­τον εἰς τόν οὐρανόν καί ἐνώπιόν σου· οὐκέτι εἰμί ἄξιος  κληθῆναι υἱ­ός σου· πο­ί­η­σόν με ὡς ἕ­να τῶν μι­σθί­ων σου.  Καὶ ἀ­να­στὰς ἦλ­θε πρὸς τὸν πα­τέ­ρα ἑ­αυ­τοῦ.Ἔ­τι δὲ αὐ­τοῦ μα­κρὰν ἀ­πέ­χον­τος εἶ­δεν αὐ­τὸν ὁ πα­τὴρ αὐ­τοῦ καὶ ἐ­σπλαγ­χνί­σθη, καὶ δρα­μὼν ἐ­πέ­πε­σεν ἐ­πὶ τὸν τρά­χη­λον αὐ­τοῦ καὶ κα­τε­φί­λη­σεν αὐ­τόν. Εἶ­πε δὲ αὐ­τῷ ὁ υἱ­ὸς· πά­τερ, ἥ­μαρ­τον εἰς τὸν οὐ­ρα­νὸν καὶ ἐ­νώ­πι­όν σου, καὶ οὐ­κέ­τι εἰ­μὶ ἄ­ξιος κλη­θῆ­ναι υἱ­ός σου.  Εἶ­πε δὲ ὁ πα­τὴρ πρὸς τοὺς δο­ύ­λους αὐ­τοῦ· Ἐ­ξε­νέγ­κα­τε τὴν στο­λὴν τὴν πρώ­την καὶ ἐν­δύ­σα­τε αὐ­τόν, καὶ δό­τε  δα­κτύ­λιον εἰς τὴν χεῖ­ρα αὐ­τοῦ καὶ ὑ­πο­δή­μα­τα εἰς τοὺς πό­δας,  καὶ ἐ­νέγ­καν­τες τὸν μό­σχον τὸν σι­τευ­τόν θύ­σα­τε, καὶ φα­γόν­τες εὐ­φραν­θῶ­μεν,  ὅ­τι οὗ­τος ὁ υἱ­ός μου νε­κρὸς ἦν καὶ ἀ­νέ­ζη­σεν, καὶ ἀ­πο­λω­λὼς ἦν καὶ εὑ­ρέ­θη. Καὶ ἤρ­ξαν­το εὐ­φρα­ί­νε­σθαι.  Ἦν δὲ ὁ υἱ­ὸς αὐ­τοῦ ὁ πρε­σβύ­τε­ρος ἐν ἀ­γρῷ· καὶ ὡς ἐρ­χό­με­νος ἤγ­γι­σε τῇ οἰ­κί­ᾳ, ἤ­κου­σε συμ­φω­νί­ας καὶ χο­ρῶν,  καὶ προ­σκα­λε­σά­με­νος ἕ­να τῶν πα­ί­δων ἐ­πυν­θά­νε­το τί εἴ­η ταῦ­τα.  Ὁ δὲ εἶ­πεν αὐ­τῷ ὅ­τι ὁ ἀ­δελ­φός σου ἥ­κει, καὶ ἔ­θυ­σεν ὁ πα­τήρ σου τὸν μό­σχον τὸν σι­τευ­τόν, ὅ­τι ὑ­γι­α­ί­νον­τα αὐ­τὸν ἀ­πέ­λα­βεν.  Ὠρ­γί­σθη δὲ καὶ οὐκ ἤ­θε­λεν εἰ­σελ­θεῖν. Ὁ οὖν πα­τὴρ αὐ­τοῦ ἐ­ξελ­θὼν πα­ρε­κά­λει αὐ­τόν. Ὁ δὲ ἀ­πο­κρι­θεὶς εἶ­πε τῷ πα­τρὶ· Ἰ­δοὺ το­σαῦ­τα ἔ­τη δου­λε­ύ­ω σοι καὶ οὐ­δέ­πο­τε ἐν­το­λήν σου πα­ρῆλ­θον, καὶ ἐ­μοὶ οὐ­δέ­πο­τε ἔ­δω­κας ἔ­ρι­φον ἵ­να με­τὰ τῶν φί­λων μου εὐ­φραν­θῶ· ὅ­τε δὲ ὁ υἱ­ός σου οὗ­τος, ὁ κα­τα­φα­γών σου τὸν βί­ον με­τὰ πορ­νῶν, ἦλ­θεν, ἔ­θυ­σας αὐ­τῷ τὸν μό­σχον τὸν σι­τευ­τὸν. Ὁ δὲ εἶ­πεν αὐ­τῷ· Τέ­κνον, σὺ πάν­το­τε με­τ' ἐ­μοῦ εἶ, καὶ πάν­τα τὰ ἐ­μὰ σά ἐ­στιν· εὐ­φραν­θῆ­ναι δὲ καὶ χα­ρῆ­ναι ἔ­δει, ὅ­τι ὁ ἀ­δελ­φός σου οὗ­τος νε­κρὸς ἦν καὶ ἀ­νέ­ζη­σε, καὶ ἀ­πο­λω­λὼς ἦν καὶ εὑ­ρέ­θη.
Με­τά­φρα­σι
Εἶ­πεν ὁ Κύ­ριος τήν πα­ρα­βο­λή αὐ­τή­ν’ «­Ἕ­νας ἄν­θρω­πος εἶ­χε δύ­ο υἱ­ούς. Καί ὁ νε­ώ­τε­ρος ἀ­π’ αὐ­τούς εἶ­πε στόν πα­τέ­ρα: “Πα­τέ­ρα δός μου τό με­ρί­διο τῆς πε­ρι­ου­σί­ας πού μοῦ πέ­φτει”. Καί τούς δι­έ­νει­με τήν πε­ρι­ου­σί­α. Καί ἔ­πει­τα ἀ­πό λί­γες μέ­ρες ὁ νε­ώ­τε­ρος υἱ­ός, ἀ­φοῦ τά μάζε­ψεν ὅ­λα, ἔ­φυ­γε σέ μα­κρι­νή χώ­ρα, καί ἐ­κεῖ σκόρ­πι­σε τήν πε­ρι­ου­σί­α τοῦ ζών­τας ἀ­σώ­τως. Καί ὅ­ταν τά δα­πά­νη­σε ὅ­λα, ἔ­πε­σε με­γά­λη πεῖ­να στή χώ­ρα ἐ­κεί­νη, καί αὐ­τός ἄρ­χι­σε νά στε­ρῆ­ται. Καί πῆ­γε καί προ­σκολ­λή­θη­κε σ’ ἕ­να ἀ­πό τους πο­λῖ­τες τῆς χώ­ρας ἐ­κεί­νης καί τόν ἔ­στει­λε στούς ἀ­γρούς γιά νά βό­σκη χοί­ρους. Καί πρo­σπα­θοῦσε νά γε­μί­ση τήν κοι­λιά του ἀ­πό τά ξυ­λο­κέ­ρα­τα, πού ἔ­τρω­γαν οἱ χοῖ­ροι, δι­ό­τι κα­νείς δέν τοῦ ἔ­δι­νε τρο­φή. Τό­τε ἦλ­θε στόν ἑ­αυ­τό του καί εἶ­πε: «Πό­σοι ἐρ­γά­τες τοῦ πα­τέ­ρα μου   ἔ­χουν πε­ρίσ­σευ­μα ἄρ­των, ἐ­νῷ ἐ­γώ πε­θαί­νω ἀ­πό πεῖ­να! Θά ση­κω­θῶ καί θά πά­ω στόν πα­τέ­ρα μου καί θά τοῦ εἰ­πῶ: Πα­τέ­ρα ἁ­μάρ­τη­σα στό Θε­ό καί σέ σέ­να. Δέν εἶ­μαι πλέ­ον ἄ­ξιος νά λέ­γω­μαι υἱ­ός σου. Κᾶ­νε μέ σάν ἕ­να ἀ­πό τους ἐρ­γά­τες σου”. Καί ση­κώ­θη­κε καί ἦλ­θε στόν πα­τέ­ρα του. Ἐ­νῷ δέ ἀ­κό­μη ἦ­ταν μα­κριά, τόν εἶ­δε ὁ πα­τέ­ρας του καί σπλα­χνί­σθη­κε, καί ἔ­τρε­ξε καί τόν ἀγ­κά­λια­σε σφι­κτά καί τόν φί­λη­σε θερ­μά. Καί τοῦ εἶ­πεν ὁ υἱ­ός: “Πα­τέ­ρα ἁ­μάρ­τη­σα στό Θε­ό καί σέ σέ­να, καί δέν εἶ­μαι πλέ­ον ἄ­ξιος νά λέ­γω­μαι υἱ­ός σου”. Ἀλ­λ’ ὁ πα­τέ­ρας εἶ­πε στούς δού­λους. “Βγά­λε­τε τήν καλ­λί­τε­ρη ἐν­δυ­μα­σί­α καί ἐν­δύ­σε­τε αὐ­τόν, καί δῶ­στε δα­κτυ­λί­δι γιά τό χέ­ρι του καί ὑ­πο­δή­μα­τα γιά τά πό­δια. Καί φέ­ρε­τε καί σφά­ξε­τε τό κα­λο­θρεμ­μέ­νο μο­σχά­ρι, καί ἄς φᾶ­με καί ἄς εὐ­φραν­θοῦ­με, δι­ό­τι αὐ­τός ὁ υἱ­ός μου νε­κρός ἦ­ταν καί ἀ­νέ­ζη­σε, καί θα­να­τω­μέ­νος ἦ­ταν καί ση­κώ­θη­κε”. Καί ἄρ­χι­σαν νά δι­α­σκε­δά­ζουν. Ὁ με­γα­λύ­τε­ρος δέ υἱ­ός του ἦ­ταν στό χω­ρά­φι Καί ὅ­ταν ἐ­πι­στρέ­φον­τας πλη­σί­α­σε στό σπί­τι, ἄ­κου­σε μου­σι­κά ὄρ­γα­να καί χο­ρούς. Καί ἀ­φοῦ κά­λε­σε ἕ­να ἀ­πό τους ὑ­πη­ρέ­τες ρω­τοῦ­σε νά μά­θη τί συμ­βαί­νει. Αὐ­τός δέ τοῦ εἶ­πε: “Ὁ ἀ­δελ­φός σου ἔ­χει ἔλ­θει καί ἔ­σφα­ξε ὁ πα­τέ­ρας σου τό κα­λο­θρεμ­μέ­νο μο­σχά­ρι, δι­ό­τι τοῦ ἐ­πέ­στρε­ψε σῶ­ος”. Τό­τε ὠρ­γί­στη­κε καί δέν ἤ­θε­λε νά μπῆ μέ­σα. Ὁ δέ πα­τέ­ρας του βγῆ­κε καί τόν πα­ρα­κα­λοῦ­σε. Ἀλ­λ’ αὐ­τός τό­τε εἶ­πε στόν πα­τέ­ρα: “’­Ἰ­δού τό­σα ἔ­τη σοῦ δου­λεύ­ω, καί πο­τέ δέν ἔ­κα­να ἀ­νυ­πα­κο­ή σέ ἐν­το­λές σου. Κι ὅ­μως σέ μέ­να δέν ἔ­δω­σες ἕ­να κα­τσί­κι, γιά νά δι­α­σκε­δά­σω μέ τούς φί­λους μου. Ἀλ­λ’ ὅ­ταν ἦλ­θε αὐ­τός ὁ υἱ­ός σου, πού κα­τέ­φα­γε τήν πε­ρι­ου­σί­α σου μέ πόρ­νες, ἔ­σφα­ξες γι’ αὐ­τόν τό κα­λο­θρεμ­μέ­νο μο­σχά­ρι’ Ἐ­κεῖ­νος δέ τοῦ εἶ­πε: “Παι­δί μου, σύ πάν­το­τε εἶ­σαι μα­ζί μου, καί ὅ­λα τά δι­κά μου εἶ­ναι δι­κά σου. ‘Έ­πρε­πε δέ νά εὐ­φραν­θῆς καί νά χα­ρῆς, δι­ό­τι αὐ­τός ὁ ἀ­δελ­φός σου νε­κρός ἦ­ταν καί ἀ­νέ­ζη­σε, θα­να­τω­μέ­νος ἦ­ταν καί σώ­θη­κε”.
Ἡ ἀ­γά­πη τοῦ Θε­οῦ.
Ἄν οἱ ἄν­θρω­ποι κα­τα­νο­οῦ­σαν τήν ἀ­γά­πη τοῦ Θε­οῦ προς αὐ­τούς, σί­γου­ρα δέ θά εἴ­χα­με τήν εἰ­κό­να πού πα­ρου­σιά­ζει σή­με­ρα ἡ κοι­νω­νί­α μας, ἀλ­λά οἱ ἄν­θρω­ποι θά δι­α­κα­τέ­χον­ταν ἀ­πό μιά  με­γά­λη συγ­κί­νη­ση καί θά  ἀν­τα­πέ­δι­δαν αὐ­τή την ἀ­γά­πη μέ μιά κα­λύ­τε­ρη συμ­πε­ρι­φο­ρά ὁ ἕ­νας πρός τόν ἄλ­λο καί δέ θά εἴ­χα­με τά κα­κά πού σή­με­ρα μα­στί­ζουν τή ζω­ή μας καί τήν κά­νουν κό­λα­σι.Ὁ Θε­ός ἀ­γα­πᾶ τό­σο πο­λύ τόν ἄν­θρω­πο μέ μιά ἀ­γά­πη πού δέν μπο­ρεῖ ὁ  ἄν­θρω­πος νά τή συλ­λά­βη στήν πλη­ρό­τη­τά της, ὅ­πως φαί­νε­ται ἀ­πό τή ση­με­ρι­νή πα­ρα­βο­λή τοῦ Ἄ­σω­του Υἱ­οῦ. Ὁ στί­χος 20 τοῦ κει­μέ­νου φα­νε­ρώ­νει αὐ­τό τό με­γα­λεῖ­ο τῆς  θε­ϊ­κῆς ἀ­γά­πης.
Ἄς τό δοῦ­με λοι­πόν. «Ἔ­τι δέ  αὐ­τοῦ μα­κράν ἀ­πέ­χον­τος εἶ­δεν αὐ­τόν ὁ πα­τήρ αὐ­τοῦ καί εὐ­σπλαχνί­σθη, καί δρα­μών ἐ­πέ­πε­σεν ἐ­πί τόν τρά­χη­λον αὐ­τοῦ καί κα­τε­φί­λη­σεν αὐ­τόν.» Αὐ­τόν τό στί­χο θά σχο­λι­ά­σου­με, για­τί σ’ αὐ­τόν κρύ­βε­ται ἡ ἀ­πέ­ραν­τη ἀ­γά­πη τοῦ Θε­οῦ γιά κά­θε ἁ­μαρ­τω­λό.  Ἀ­πό πολύ μα­κριά εἶ­δεν ὁ πα­τέ­ρας τό παι­δί του νά ἔρ­χε­ται· Τί ση­μαί­νει αὐ­τό; Μπο­ροῦ­με νά συμ­παι­ρά­νου­με ὅ­τι Αὐ­τός ὁ Πα­τέ­ρας ἀ­πό τήν ἡ­μέ­ρα πού  τό παι­δί του ἔ­φυ­γε, κα­θη­με­ρι­νά ἀ­νέ­βαι­νε σέ κά­ποι­ο ὕ­ψω­μα καί ἀ­γνάντευ­ε τό δρό­μο πε­ρι­μέ­νον­τας τό παι­δί του νά γυ­ρί­ση, τό παι­δί πού χω­ρίς κα­νέ­να λό­γο γέ­μι­σε πί­κρα τόν Πα­τέ­ρα του. (Αὐ­τό φα­νε­ρώ­νει τόν πό­θο πού ἔ­χει ὁ Θε­ός γιά τήν ἐ­πι­στρο­φή κά­θε ἁ­μαρ­τω­λοῦ).Ποι­ός πα­τέ­ρας ἀ­πό μᾶς δι­α­κα­τέ­χε­ται ἀ­πό τό­ση κα­θη­με­ρι­νή ἔν­νοι­α καί ἀ­γά­πη γιά ἕ­να παι­δί πού τό­σο τόν πί­κρα­νε; Κι ὅ­μως ὅ Θε­ός μέ τό­ση ἀ­γά­πη καί ὑ­πο­μο­νή χω­ρίς νά βα­ρι­έ­ται πε­ρι­μέ­νει κά­θε ἁ­μαρ­τω­λό, κά­θε φο­νιά, κά­θε ἐγ­κλη­μα­τί­α,· καί αὐ­τόν ἀκόμα πού βρί­σκε­ται στήν τε­λευ­ταί­α στιγ­μή τῆς ἐ­κτέ­λε­σής του τόν πε­ρι­μέ­νει.) Καί μό­λις κά­ποι­α μέ­ρα τόν δι­έ­κρι­νε νά ἔρ­χε­ται ὁ γιός του ὁ Ἄ­σω­τος τόν σπλα­χνί­ζε­ται ἡ καρ­διά του καί  δέν τόν πε­ρί­με­νε νά ἔλ­θη κον­τά του, ἀλ­λά ὁ Πατέ­ρας ὁ στορ­γι­κός, τρέ­χει, τόν ἀγ­κα­λιά­ζει καί τόν πνί­γει στά φι­λιά. Ξε­χνᾶ τόν πό­νο πού τοῦ προ­ξέ­νη­σε, ξε­χνᾶ τόν πλοῦ­το πού  σκόρ­πι­σε στήν ἀ­σω­τί­α. Ἡ ἀ­πέ­ραν­τή ἀ­γά­πη τόν σκε­πά­ζει τόν συμ­πα­θεῖ τόν συγ­χω­ρεῖ καί γε­μί­ζει χα­ρά πού ἐ­πέ­στρε­ψε ὁ χα­μέ­νος του γιός. Ἀ­λά καί τά ἐ­πα­κό­λου­θα τῆς πα­ρα­βο­λῆς μαρ­τυ­ροῦν τήν ἀ­πέ­ραν­τη ἀ­γά­πη τοῦ Θε­οῦ γιά τόν ἀ­πο­στά­τη καί ἁ­μαρ­τω­λό  ἄνθρωπο.
Δέ σέ συγ­κι­νεῖ ἀ­δελ­φέ μου αὐ­τή ἁ­γά­πη τοῦ Κυ­ρί­ου; Θά πρέ­πει νά μᾶς δίνη θάρ­ρος, καί μέ προ­θυ­μί­α νά τρέ­χου­με πρός τό Θε­ό μας, καί νά μᾶς γε­μί­ζει τήν ψυ­χή ἀ­πέ­ραν­τη εὐ­γνω­μο­σύ­νη γιά τήν τό­ση ἀ­γά­πη πού μᾶς ἔ­χει ὁ Πλά­στης μας γιά κά­θε ἕ­να ἁ­μαρ­τω­λό. Πε­ρι­μέ­νει τή με­τά­νοι­α καί ἐ­πι­στρο­φή τοῦ κά­θε ἁ­μαρ­τω­λοῦ μέ­χρι τήν τε­λευ­ταί­α στιγ­μή ἕ­τοι­μος νά  τόν δε­χθεῖ καί νά τόν ἀγ­κα­λιά­ση καί νά τόν κα­τα­φι­λή­ση ὅ­πως τόν ἄ­σω­το τῆς πα­ρα­βο­λῆς.
Θάρ­ρος λοι­πόν καί ἐλ­πί­δα φαί­νε­ται σή­με­ρα μέ­σα ἀ­πό τό Εὐ­αγ­γέ­λιο γιά κά­θε ἁ­μαρ­τω­λό καί ἀ­ποστά­τη χρι­στια­νό. Μα­κριά ἡ ἀ­πα­γο­ή­τευ­σι. Με­τά­νοι­α χρει­ά­ζε­ται, με­τα­μέ­λεια καί ἡ ἐ­πι­στρο­φή μέ τήν ἐ­ξο­μολό­γη­ση ἐ­πι­σφρα­γί­ζε­ται ἡ σω­τη­ρί­α τοῦ κα­θε­νός μας.  Δέν πρέ­πει νά ἀ­με­λοῦ­με, ἀλ­λά νά με­τα­νο­οῦ­με καί ὁ Θε­ός πάν­το­τε μᾶς δέ­χε­ται καί μᾶς συγ­χω­ρεῖ ὅ­πως τόν Ἄ­σω­το τῆς πα­ρα­βο­λῆς.

45. ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΠΟΚΡΕΩΝ

 (Ματθ. Κε΄ 31-46)
 Εἶπεν ὀ Κύριος· ὅ­ταν  ἔλ­θῃ ὁ υἱ­ὸς τοῦ ἀν­θρώ­που ἐν τῇ δό­ξῃ αὐ­τοῦ καὶ πάν­τες οἱ ἅ­γιοι ἄγ­γε­λοι με­τ' αὐ­τοῦ, τό­τε κα­θί­σει ἐ­πὶ θρό­νου δό­ξης αὐ­τοῦ· καὶ συ­να­χθή­σε­ται ἔμ­προ­σθεν αὐ­τοῦ πάν­τα τὰ ἔ­θνη, καὶ ἀ­φο­ρι­εῖ αὐ­τοὺς ἀ­π' ἀλ­λή­λων, ὥ­σπερ ὁ ποι­μὴν ἀ­φο­ρί­ζει τὰ πρό­βα­τα ἀ­πὸ τῶν ἐ­ρί­φων, καὶ στή­σει τὰ μὲν πρό­βα­τα ἐκ δε­ξι­ῶν αὐ­τοῦ τὰ δὲ ἐ­ρί­φια ἐξ εὐ­ω­νύ­μων. Τό­τε ἐ­ρεῖ ὁ βα­σι­λεὺς τοῖς ἐκ δε­ξι­ῶν αὐ­τοῦ.  Δεῦ­τε, οἱ εὐ­λο­γη­μέ­νοι τοῦ πα­τρός μου, κλη­ρο­νο­μή­σα­τε τὴν ἡ­τοι­μα­σμέ­νην ὑ­μῖν βα­σι­λε­ί­αν ἀ­πὸ κα­τα­βο­λῆς κό­σμου· Ἐ­πε­ί­να­σα γὰρ καὶ ἐ­δώ­κα­τέ μοι φα­γεῖν, ἐ­δί­ψη­σα καὶ ἐ­πο­τί­σα­τέ με, ξέ­νος ἤ­μην καὶ συ­νη­γά­γε­τέ με, γυ­μνὸς καὶ πε­ρι­ε­βά­λε­τέ με, ἠ­σθέ­νη­σα καὶ ἐ­πε­σκέ­ψα­σθέ με, ἐν φυ­λα­κῇ ἤ­μην καὶ ἤλ­θε­τε πρός με. Τό­τε ἀ­πο­κρι­θή­σον­ται αὐ­τῷ οἱ δί­και­οι λέ­γον­τες· Κύ­ρι­ε, πό­τε σε εἴ­δο­μεν πει­νῶν­τα καὶ ἐ­θρέ­ψα­μεν, ἢ δι­ψῶν­τα καὶ ἐ­πο­τί­σα­μεν; Πό­τε δέ σε εἴ­δο­μεν ξέ­νον καὶ συ­νη­γά­γο­μεν, ἢ γυ­μνὸν καὶ πε­ρι­ε­βά­λο­μεν; Πό­τε δέ σε εἴ­δο­μεν ἀ­σθε­νῆ ἢ ἐν φυ­λα­κῇ καὶ ἤλ­θο­μεν πρός σε; Καὶ ἀ­πο­κρι­θεὶς ὁ βα­σι­λεὺς ἐ­ρεῖ αὐ­τοῖς· Ἀ­μὴν λέ­γω ὑ­μῖν, ἐ­φ' ὅ­σον ἐ­ποι­ή­σα­τε ἑ­νὶ το­ύ­των τῶν ἀ­δελ­φῶν μου τῶν ἐ­λα­χί­στων, ἐ­μοὶ ἐ­ποι­ή­σα­τε. Τό­τε ἐ­ρεῖ καὶ τοῖς ἐξ εὐ­ω­νύ­μων· Πο­ρε­ύ­ε­σθε ἀ­π' ἐ­μοῦ οἱ κα­τη­ρα­μέ­νοι εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰ­ώ­νιον τὸ ἡ­τοι­μα­σμέ­νον τῷ δι­α­βό­λῳ καὶ τοῖς ἀγ­γέ­λοις αὐ­τοῦ· Ἐ­πε­ί­να­σα γὰρ καὶ οὐκ ἐ­δώ­κα­τέ μοι φα­γεῖν, ἐ­δί­ψη­σα καὶ οὐκ ἐ­πο­τί­σα­τέ με, ξέ­νος ἤ­μην καὶ οὐ συ­νη­γά­γε­τέ με, γυ­μνὸς καὶ οὐ πε­ρι­ε­βά­λε­τέ με, ἀ­σθε­νὴς καὶ ἐν φυ­λα­κῇ καὶ οὐκ ἐ­πε­σκέ­ψα­σθέ με. Τό­τε ἀ­πο­κρι­θή­σον­ται αὐ­τῷ καὶ αὐ­τοὶ λέ­γον­τες· Κύ­ρι­ε, πό­τε σε εἴ­δο­μεν πει­νῶν­τα ἢ δι­ψῶν­τα ἢ ξέ­νον ἢ γυ­μνὸν ἢ ἀ­σθε­νῆ ἢ ἐν φυ­λα­κῇ καὶ οὐ δι­η­κο­νή­σα­μέν σοι;  Τό­τε ἀ­πο­κρι­θή­σε­ται αὐ­τοῖς λέ­γων· Ἀ­μὴν λέ­γω ὑ­μῖν, ἐ­φ' ὅ­σον οὐκ ἐ­ποι­ή­σα­τε ἑ­νὶ το­ύ­των τῶν ἐ­λα­χί­στων, οὐ­δὲ ἐ­μοὶ ἐ­ποι­ή­σα­τε. Καὶ ἀ­πε­λε­ύ­σον­ται οὗ­τοι εἰς κό­λα­σιν αἰ­ώ­νιον, οἱ δὲ δί­και­οι εἰς ζωὴν αἰώνιον
Μετάφρασι
Εἶ­πεν ὁ Κύ­ριος ὅ­ταν δέ ἔλ­θη ὁ υἱ­ός τοῦ ἀν­θρώ­που μέ τή δό­ξα του καί ὅ­λοι οἱ ἅ­γιοι ἄγ­γε­λοι μα­ζί του, τό­τε θά κα­θή­ση στόν ἔν­δο­ξο θρό­νο του, καί θά συ­να­χθοῦν μπρο­στά του ὅ­λα τά ἔ­θνη, καί θά χω­ρί­ση τούς μέν ἀ­πό τούς δέ, ὅ­πως ὁ βο­σκός χω­ρί­ζει τά πρό­βα­τα ἀ­πό τά γί­δια, καί θά θέ­ση τά μέν πρό­βα­τα στά δε­ξιά του, τά δέ γί­δια στά ἀ­ρι­στε­ρά. Τό­τε ὁ βα­σι­λεύς θά εἰπῆ σ' αὐ­τούς στά δε­ξιά του:" Ἐ­λα­τέ σεῖς οἱ εὐ­λο­γη­μέ­νοι ἀ­πό τόν Πα­τέ­ρα μου, καί κλη­ρο­νο­μή­σε­τε τή βα­σι­λεί­α, πού ἔ­χει ἑ­τοι­μα­σθῆ γιά σᾶς ἄ­π' ἀρ­χή τοῦ κό­σμου ( τῆς δη­μι­ουρ­γί­ας). Δι­ό­τι πεί­να­σα καί μοῦ δώ­σα­τε νά φά­γω, δί­ψα­σα καί μέ πο­τί­σα­τε, ξέ­νος ἤ­μουν καί μέ πή­ρα­τε στό σπί­τι σας, γυ­μνός καί μέ ντύ­σα­τε, ἀ­σθέ­νη­σα καί μέ ἐ­πι­σκε­φθή­κα­τε, ἤ­μουν στή φυ­λα­κή καί ἤλ­θα­τε νά μέ ἰδῆ­τε". Τό­τε οἱ εὐ­σε­βεῖς θά τοῦ ἀ­πο­κρι­θοῦν λέ­γον­τας: "Κύ­ρι­ε, πό­τε σέ εἴ­δα­με πει­να­σμέ­νο καί σέ θρέ­ψα­με, ἤ δι­ψα­σμέ­νο καί σέ πο­τί­σα­με; Πό­τε ἐ­πί­σης σέ  εἴ­δα­με ξέ­νο καί σε πή­ρα­με στό σπί­τι μας, ἤ γυ­μνό καί σέ ντύ­σα­με; Πό­τε πά­λι σέ εἴ­δα­με ἀ­σθε­νῆ ἡ φυ­λα­κι­σμέ­νο καί σέ ἐ­πι­σκε­φθή­κα­με;­". Ὁ δέ βα­σι­λεύς  θ' ἀ­πο­κρι­θῆ καί θά τούς πῆ:"Ἀ­λη­θι­νά σας λέ­γω, ἀ­φοῦ κά­να­τε αὐ­τά σ' ἕ­να ἀπ' αὐ­τούς τους μι­κρούς καί ἀ­σή­μαν­τους ἀ­δελ­φούς μου, σέ  μέ­να τά κά­να­τε". Τό­τε θά εἰ­πῆ καί σ' ἐ­κεί­νους, πού θά εἶ­ναι στά ἀ­ρι­σ­τε­ρα: "Φύ­γε­τε ἀ­πό μέ­να  σεῖς, οἱ κα­τα­ρα­μέ­νοι, καί πη­γαί­νε­τε στό πῦρ τό αἰ­ώ­νιο, πού ἔ­χει ἑ­τοι­μα­σθῆ γιά τό δι­ά­βο­λο καί τούς ἀγ­γέ­λους του. Δι­ό­τι πεί­να­σα καί δέν μοῦ δώ­σα­τε νά φά­γω, δί­ψα­σα καί δέν μέ πο­τί­σα­τε, εἴ­μουν ξέ­νος καί δέν μέ πή­ρα­τε σ­τό σπί­τι σας, γυ­μνός καί δέν μέ ντύ­σα­τε, ἀ­σθε­νής καί φυ­λα­κι­σμέ­νος καί δέν μέ ἐ­πι­σκε­φθή­κα­τε". Καί θά τοῦ ἀ­πο­κρι­θοῦν καί αὐ­τοί λέ­γον­τες: "Κύ­ρι­ε, πό­τε σέ εἴ­δα­με πει­να­σμέ­νο ἤ δι­ψα­σμέ­νο ἤ ξέ­νο ἤ γυ­μνό ἤ ἀ­σθε­νή ἤ φυ­λα­κι­σμέ­νο καί δέν φρον­τί­σα­με γιά σέ­να;­". Θά ἀ­πο­κρι­θῆ δέ σ' αὐ­τούς λέ­γον­τας:"Ἀ­λη­θι­νά σᾶς λέ­γω, ἀ­φοῦ δέν κά­να­τε αὐ­τά σέ ἕ­να ἀ­π' αὐ­τούς τούς μι­κρούς καί ἀ­σή­μαν­τους, οὔ­τε σέ μέ­να τά κά­να­τε". Καί θά πᾶ­νε αὐ­τοί σέ  κό­λα­σι αἰ­ώ­νια, οἱ δέ εὐ­σε­βεῖς σέ  ζω­ή αἰώνια"    


Τρο­με­ρή ἡ πε­ρι­γρα­φή τῆς ἡ­μέ­ρας τῆς κρί­σε­ως μέ τόν κρι­τή νά κά­θε­ται ἐ­πί θρό­νου ὑ­ψη­λοῦ πε­ρι­τρι­γυ­ρι­σμέ­νος μέ τίς μυ­ριά­δες τῶν ἀγ­γέ­λων καί ἀρ­χαγ­γέ­λων καί  πα­ρι­στα­μέ­νων ὅ­λω τῶν ἀν­θρώ­πων δι­καί­ων καί ἁ­μαρ­τω­λῶν.  Ἄρ­χι­ζει ἡ δί­κη καί τε­λι­κά ἡ δι­και­ο­σύ­νη τοῦ Θε­οῦ χώ­ρι­ζει­ τούς  ἄν­θρώ­πους σέ δύ­ο μέ­ρη σύμ­φω­να μέ τήν  συμ­πε­ρι­φο­ρά τους  ὅ­ταν βρί­σκον­ταν στή ζω­ή αὐ­τή. Στό ἕ­να μέ­ρος, στά δε­ξιά τοῦ κρι­τή το­πο­θε­τή­θη­καν οἱ δί­και­οι, ὅ­σοι δη­λα­δή ὑ­πο­τά­χθη­καν στή ζω­ή τους στό θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ καί μι­μή­θη­καν τή ζω­ή τοῦ Χρι­στοῦ. Στό ἄλ­λο μέ­ρος, στά ἀ­ρι­στε­ρά τοῦ κρι­τή,το­πο­θε­τή­θη­καν οἱ ἁ­μαρ­τω­λοί αὐ­τοί πού  ἔ­στη­σαν τή δι­κή τους δι­και­ο­σύ­νη καί πο­ρεύ­τη­καν κα­τά τό θέ­λη­μα καί τίς ἐ­πιθυ­μί­ες τους  ἀ­κο­λου­θών­τας τόν  δι­ά­βο­λο.Ἡ τε­λι­κή ἑ­τοι­μη­γο­ρί­α τοῦ κρι­τή ἦ­ταν γιά τούς ἐκ δε­ξι­ῶν νά «ἀ­πέλ­θουν εἰς ζω­ήν αἰ­ώ­νιον» καί στούς ἐξ ἀ­ρι­στε­ρῶν· νά «ἀ­πέλ­θουν εἰς κό­λα­σιν αἰ­ώ­νιον.» Στή συ­νέ­χεια θά δοῦ­με τί ση­μαί­νουν αὐ­τές οἱ ἀ­πο­φά­σεις τοῦ  Κυ­ρί­ου, καί μέ ποι­ά κρι­τή­ρια τίς ἐ­πέ­βα­λε.
 α)  Τί ση­μαί­νει « εἰς ζω­ήν αἰ­ώ­νιον»;  Ἡ ζω­ή ἡ αἰ­ώ­νιος, εἶ­ναι μιά κα­τά­στα­σι ἀ­πε­ρί­γρα­πτης χα­ρᾶς καί εὐ­τυ­χί­ας πού θά ἀ­πο­λαμ­βά­νουν οἱ δί­και­οι με­τά τό με­γά­λο δι­κα­στή­ριο τοῦ Θε­οῦ. Εἶ­ναι μιά κα­τά­στα­ση εὐ­τυ­χί­ας πού κα­τά τόν  Παῦ­λο, «ὀ­φθαλ­μός ἀν­θρώ­που οὐ εἶ­δε καί οὖς οὐκ ἤ­κου­σε καί ἐ­πί καρ­δί­αν ἀν­θρώ­που οὐκ ἀ­νέ­βη.­.­.» καί ὅ­λα αὐ­τά εἶ­ναι προ­ε­τοι­μα­σμέ­να γιά τούς  δού­λους τοῦ Θε­οῦ, πρίν ἀ­κό­μα γί­νει ὁ κό­σμος. Μέ­σα στή χα­ρά αὐ­τή θά ζοῦ­νε αἰ­ω­νί­ως, χω­ρίς τε­λει­ω­μό, στούς αἰ­ῶ­νες τῶν αἰ­ώ­νων.
β) Τί ση­μαί­νει «εἰς κό­λα­σιν αἰ­ώ­νιον»; Εἶ­ναι γιά τούς ἐξ ἀ­ρι­στε­ρῶν, ἁ­μαρ­τω­λούς, αὐ­τή ἡ κα­τά­στα­σι καί ἑ­τοι­μά­σθη­κε γιά τό δι­ά­βο­λο καί αὐ­τούς πού τόν ἀ­κο­λού­θη­σαν. Εἶ­ναι μιά κα­τά­στα­σι τρα­γι­κή καί ἀ­νυ­πό­φο­ρη, μα­κριά ἀ­πό τό Θε­ό, συν­τρο­φιά μέ τούς δαί­μο­νες, μιά κα­τά­στα­σι πού θά ὑ­πο­φέ­ρουν αἰ­ώ­νια οἱ ἁ­μαρ­τω­λοί στε­ρού­με­νοι καί αὐ­τό τό φῶς ἀ­κό­μη. Ἡ δυ­στυ­χί­α τους θά εἶ­ναι τό­σο με­γά­λη· καί ἀ­πό τόν κα­ϋ­μό τους θά τρί­ζουν τά δόν­τια τους σάν νά τούς κα­τα­καί­ει ἄ­σβε­στη φλό­γα.Θά πρέ­πει νά ποῦ­με ὅ­τι ἡ λέ­ξι «ζω­ή αἰ­ώ­νιος καί κό­λα­σι αἰ­ώ­νιος» ση­μαί­νουν κα­τα­στά­σεις πού δέ θά ἔ­χουν τε­λει­ω­μό. Ἕ­να πα­ρά­δειγ­μα: Ἄν ἦ­ταν δυ­να­τό νά μα­ζέ­ψου­με τήν ἄμ­μο τῆς θά­λασ­σας σ’ ἕ­να μέ­ρος, καί νά παίρ­νου­με ἕ­να κόκ­κο κά­θε μέ­ρα, κά­πο­τε θά τέ­λει­ω­νε. Ἐ­νῶ ἐ­δῶ μέ τό «αἰ­ώ­νιος» ση­μαί­νει τό ἀ­τέ­λει­ω­το. Ποι­ά ἦ­ταν ὅ­μως τά κρι­τή­ρια αὐ­τῆς τῆς ἀ­πόφα­σης τοῦ Κρι­τή; Τά κρι­τή­ρια εἶ­ναι πο­λύ ἁ­πλᾶ· εἶ­ναι ἡ ἀ­γά­πη καί ἡ εὐσπλαχία πρός τόν συνάνθρωπό μας ὅπως ἀναφέρει  ἡ συνέχεια..
Ἀ­πευ­θυ­νό­με­νος πρός τού δί­και­ους ὁ Κρι­τής ἔ­δι­ξε ἱ­κα­νο­ποι­η­μέ­νος, εὐ­χρι­στη­μέ­νος, για­τί ἔ­θρε­ψαν πει­να­σμέ­νους ἔν­τυ­σαν γυ­μνούς ἐ­λέ­η­σαν μέ κά­θε τρό­πο καί ἀ­να­κού­φη­σαν τή φτώ­χεια καί τή δυ­στυ­χί­α καί  πα­ρη­γό­ρη­σαν θλι­βο­μέ­νους καί στή­ρι­ξαν τούς συν­θρώ­πους τους καί ὅ­λα αὐ­τά τούς εἶ­πε ἄν καί τά κά­με­τε στούς  φτω­χούς τά κά­με­τε σ’ Ἐ­μέ­να καί τώ­ρα σᾶς τά ἐ­πι­στρέ­φω μέ τό­κο, μέ ἀ­μοι­βή τή βα­σι­λεί­α τῶν οὐ­ρανῶν.
Ἀ­πευ­θυ­νό­με­νος καί πρός τούς ἐξ ἀ­ρι­στε­ρῶν, τούς  κα­τα­δί­κα­σε για­τί δέν ἔ­δει­ξαν τό ἔ­λε­ος καί τή συμ­πά­θεια πρός τό συ­νάν­θρω­πό τους καί προ­πάν­των στού φτω­χούς ἀ­δελ­φούς τους. Καί  ἀ­φοῦ δέν ἐ­δεί­ξε­τε αὐ­τό τό ἔ­λε­ος στούς φτω­χούς καί  τούς πε­ρι­φρο­νή­σα­τε σάν νά  πε­ρι­φρο­νή­σα­τε καί Ἐ­μέ­να καί για τοῦ­τη τήν ἀ­σπλα­χνί­α σας  κα­τα­δι­κά­ζε­σθε ἀ­πό μό­νοι σας στήν αἰ­ώ­νια κό­λα­σι, ἐ­γώ δέν ἔ­χω νά σᾶς  δώ­σω κα­μιά ἀ­μοι­βή ἄλ­λη.
Τώ­ρα τά πράγ­μα­τα εἶ­ναι ξε­κά­θα­ρα· ἡ σω­τη­ρί­α τοῦ κα­θε­νός μας περ­νᾶ μέ­σα ἀ­πό τό συ­νάν­θρώ­πο μας.

Ἐ­κτός τοῦ ὅ­τι ἡ ἀ­γά­πη καί ἡ πί­στη μας στό Σω­τή­ρα Χρι­στό πρέ­πει νά δε­δο­μέ­νη καί ἀ­ναμ­φι­σβή­τη, χρειάζεται ὅμως καί ἡ ἀ­γά­πη καί ἡ εὐ­σπλα­χνί­α πρός τούς συν­θρώ­πους μας νά εἶ­ναι κα­θη­με­ρι­νή καί νά ἐκ­δη­λώ­νε­ται μέ ἔρ­γα ἀ­γά­πης στή­ρι­ξης, ἐ­λε­η­μο­σύ­νης καί πα­ρη­γο­ρί­ας. Ἔρ­γα πού ὁ Κύ­ριος ἀ­να­λαμ­βά­νει νά πλη­ρώ­ση μέ τό­κο μά­λι­στα, για­τί τά θε­ω­ρεῖ ὡς γι­νό­με­να σ’ Αὐ­τόν.  Εἶ­ναι καί τό γρα­φι­κό· « ὁ ἐ­λε­ῶν πτω­χό, δα­νί­ζει Θε­όν».
Ἡ φι­λαρ­γυ­ρί­α καί ὁ ἀ­το­μι­κι­σμός ἤ καί ἡ ἀ­δι­α­φο­ρί­α πού  ἔ­δει­ξαν οἱ κα­τα­δι­κα­σθέν­τες τῆς πα­ρα­βο­λῆς δυ­στυ­χῶς ἐ­φαρ­μό­ζε­ται καί σή­με­ρα καί πρέ­πει νά συ­νε­τι­σθοῦ­με ὅ­σοι μέ­νου­μεν ἀ­συγ­κί­νη­τοι στίς δυ­σκο­λί­ες τῶν ἀ­δελ­φῶν μας. Τό πά­θη­μα ἐ­κεί­νων ἄς γί­νει μά­θη­μα σέ μᾶς γιά νά μήν κλαί­ου­με τήν ἡ­μέ­ρα τῆς κρί­σε­ως. Τά ἀ­γα­θά πού ε­μεῖς ἔ­χου­με πλού­σια καί ἄλ­λοι τά στε­ροῦν­ται δέν εἶ­ναι μό­νο δι­κά μας, εἶ­ναι τοῦ Θε­οῦ, ὅ­πως κι  ἐ­μεῖς δέν  ἤλ­θα­με στή ζω­ή αὐ­τή μέ τή δι­κή μας δύ­να­μι, ἀλ­λά μέ τοῦ Θε­οῦ τή δύ­να­μι, καί πρέ­πει νά λει­τουρ­γοῦ­με ἀ­δελ­φι­κά καί νά χρη­σι­μο­ποι­οῦ­με τά ἀ­γα­θά μας δί­και­α γιά νά δι­και­ω­θοῦ­με καί θά δι­και­ω­θοῦ­με ἄν  λει­τουρ­γοῦ­με σω­στά.. Δέν ἀρ­κεῖ μό­νο ἡ γυ­μνή πί­στι, ἀλ­λά χρει­ά­ζε­ται νά ντύ­νε­ται μέ ἔρ­γα  ἀγάπης γιά νά ἔ­χει ἀ­ξί­α καί βραβεῖο.

Ματθ. Στ΄  14-21)
Εἶπεν ὁ Κύριος· ἐάν ἀ­φῆ­τε τοῖς ἀν­θρώ­ποις τὰ πα­ρα­πτώ­μα­τα αὐ­τῶν, ἀ­φή­σει καὶ ὑ­μῖν ὁ πα­τὴρ ὑ­μῶν ὁ οὐ­ρά­νιος· ἐ­ὰν δὲ μὴ ἀ­φῆ­τε τοῖς ἀν­θρώ­ποις τὰ πα­ρα­πτώ­μα­τα αὐ­τῶν, οὐ­δὲ ὁ πα­τὴρ ὑ­μῶν ἀ­φή­σει τὰ πα­ρα­πτώ­μα­τα ὑ­μῶν. Ὅ­ταν δὲ νη­στε­ύ­η­τε, μὴ γί­νε­σθε ὥ­σπερ οἱ ὑ­πο­κρι­ταὶ σκυ­θρω­ποί, ἀ­φα­νί­ζου­σι γὰρ τὰ πρό­σω­πα αὐ­τῶν ὅ­πως φα­νῶ­σι τοῖς ἀν­θρώ­ποις νη­στε­ύ­ον­τες· Ἀ­μὴν λέ­γω ὑ­μῖν, ὅ­τι ἀ­πέ­χου­σιν τὸν μι­σθὸν αὐ­τῶν.  Σὺ δὲ νη­στε­ύ­ων ἄ­λει­ψαί σου τὴν κε­φα­λὴν καὶ τὸ πρό­σω­πόν σου νί­ψαι,  ὅ­πως μὴ φα­νῇς τοῖς ἀν­θρώ­ποις νη­στε­ύ­ων ἀλ­λὰ τῷ πα­τρί σου τῷ ἐν τῷ κρυ­πτῷ· καὶ ὁ πα­τήρ σου ὁ βλέ­πων ἐν τῷ κρυ­πτῷ ἀ­πο­δώ­σει σοι ἐν τῷ φα­νε­ρῷ.  Μὴ θη­σαυ­ρί­ζε­τε ὑ­μῖν θη­σαυ­ροὺς ἐ­πὶ τῆς γῆς, ὅ­που σὴς καὶ βρῶ­σις ἀ­φα­νί­ζει, καὶ ὅ­που κλέ­πται δι­ο­ρύσ­σου­σιν καὶ κλέ­πτου­σιν· θη­σαυ­ρί­ζε­τε δὲ ὑ­μῖν θη­σαυ­ροὺς ἐν οὐ­ρα­νῷ, ὅ­που οὔ­τε σὴς οὔ­τε βρῶ­σις ἀ­φα­νί­ζει, καὶ ὅ­που κλέ­πται οὐ δι­ο­ρύσ­σου­σιν οὐ­δὲ κλέ­πτου­σιν·  ὅ­που γάρ ἐ­στιν ὁ θη­σαυ­ρός ὑ­μῶν, ἐ­κεῖ ἔ­σται καὶ ἡ καρ­δί­α ὑ­μῶν.
Με­τά­φρα­σι
Εἶ­πεν ὁ Κύ­ριος ἐ­ὰν συγ­χω­ρή­σε­τε δὲ τοὺς ἀν­θρώ­πους τὰ ἁ­μαρ­τή­μα­τα τους (πρὸς ἐ­σᾶς), θὰ συγ­χω­ρή­ση καὶ σὲ σᾶς ὁ πα­τέ­ρας σας ὁ οὐ­ρά­νιος, Ἀλ­λ' ἐ­ὰν δὲν συγ­χω­ρή­σε­τε στοὺς ἀν­θρώ­πους τὰ ἁ­μαρ­τή­μα­τά τους, οὔ­τε ὁ πα­τέ­ρας σας θὰ συγ­χω­ρή­ση τὰ ἁ­μαρ­τή­μα­τά σας. '­Ὀ­ταv δὲ νη­στεύ­ε­τε, μὴν γί­νε­σθε ὅ­πως οἱ ὑ­πο­κρι­ταὶ σκυ­θρω­ποί, δι­ό­τι ἄ­φη­νουν ἄ­πλυ­τα καὶ ἀ­τη­μέ­λι­τα τὰ πρό­σω­πά τους γιὰ νὰ φα­νοῦν στοὺς ἀν­θρώ­πους ὅ­τι νη­στεύ­ουν. Ἀλη­θι­νά σας λέ­γω, ὅ­τι ἔ­χουν λά­βει πλή­ρως τὸ μι­σθό τους. Σὺ δὲ ὅ­ταν νη­στεύ­ης, ἄ­λει­ψε τὸ κε­φά­λι σου (πε­ρι­ποι­ή­σου τὰ μα­λιά σου) καὶ νί­ψε τὸ πρό­σω­πό σου, γιὰ νὰ μὴν φα­νῆς στοὺς ἀν­θρώ­πους ὅ­τι νη­στεύ­ης, ἀλ­λά στὸ πα­τέ­ρα σου, ποὺ εἶ­ναι πα­ρὼν στὰ κρυ­φὰ (καὶ βλέ­πει). Ὁ δὲ πα­τέ­ρας σου ποὺ βλέ­πει τὰ κρυ­φά, θὰ σοῦ ἀ­πο­δώ­ση στὰ φα­νε­ρά. Μὴ θη­σαυ­ρί­ζε­τε γιὰ τοὺς ἑ­αυ­τούς σας θη­σαυ­ροὺς πά­νω στὴ γῆ, ὅ­που σκό­ρος καὶ σκου­λή­κι τοὺς ἀ­φα­νί­ζουν, καί ὅ­που κλέ­πτες κά­νουν δι­άρ­ρη­ξι καὶ τοὺς κλέ­βουν. Ἀλ­λὰ νὰ θη­σαυ­ρί­ζε­τε γιὰ τοὺς ἑ­αυ­τούς σας θη­σαυ­ροὺς στὸν οὐ­ρα­νό, ὅ­που οὔ­τε σκό­ρος οὔ­τε σκου­λή­κι ἀ­φα­νί­ζει, καὶ ὅ­που κλέ­πτες δὲν κά­νουν δι­άρ­ρη­ξι καὶ δὲν κλέ­βουν.­Ὅ­που δὲ εἶ­ναι ὁ θη­σαυ­ρός σας, ἐ­κεῖ θὰ εἶ­ναι καὶ ἡ καρ­διά σας.
          Μέ  τή ση­με­ρι­νή Κυ­ρια­κή τε­λει­ώ­νει ἡ πνευ­μα­τι­κή προ­πα­ρα­σκευ­ή. Ἀ­πό αὔ­ριο μπαί­νου­με στόν κυ­ρί­ως ἀ­γῶ­να. Ἀρ­χί­ζου­με τή νη­στεί­α καί ἐγ­κρά­τεια. Καί ἐ­πει­δή μ’ ἕ­να μό­νο ὅ­πλο δέν κερ­δί­ζεις κα­νέ­να πό­λε­μο, ἄν δέν ἔ­χεις ὅ­λα τά  εἴ­δη ὅ­πλων πού χρει­ά­ζε­ται νά πο­λε­μή­σης, ἔ­τσι καί στόν πνευ­μα­τι­κό ἀ­γῶ­να μέ μό­νη τή νη­στεί­α δέ μπο­ρεῖς νά νι­κή­σης τόν ἔ­χθρό. Μέ τή νη­στεί­α βέ­βαι­α θά μα­ρά­νης τό σῶ­μα, θά κά­νης μιά ἐγ­κρά­τεια τρο­φῶν, ἀλ­λά μέ τήν ἐγ­κρά­τεια τῶν τρο­φῶν μό­νο δέν κα­τα­βάλ­λε­ται ὀ ἐ­χθρός.
Βλέ­που­με στό ση­με­ρι­νό εὐ­αγ­γέ­λιο τόν Κύ­ριο νά μᾶς ὑ­πο­δει­κνύ­η καί ἄλ­λα ὅ­πλα πού θά στη­ρί­ξουν τό ὅ­πλο τῆς νη­στεί­ας. Στό ἕ­να πλευ­ρό τῆς νη­στεί­ας το­πο­θέ­τη­σε τή συγ­χω­ρη­τι­κό­τη­τα• «Ἐ­άν συγ­χω­ρή­σε­τε θά συγ­χω­ρη­θῆ­τε.» Πού ση­μαί­νει πώς πρέ­πει μα­ζί μέ τή νη­στεί­α νά πο­λε­μή­σης τή μνη­σι­κα­κί­α μέ τή συγ­χω­ρη­τη­κό­τη­τα. Καί στό ἄλ­λο πλευ­ρό τῆς νη­στεί­ας,  μᾶς λέ­γει νά πο­λε­μή­σου­με τή φι­λαρ­γυ­ρί­α καί τήν ἐ­πι­θυ­μί­α τοῦ πλου­τι­σμοῦ μέ τήν ἐ­λε­η­μο­σύ­νη.
Ἡ Ἐκκλησία  μέ τόν ὁρισμό νηστεία, ἐννοεῖ ἕ­να πλα­τύ φά­σμα ἐρ­γα­σί­ας πνευ­μα­τι­κῆς, καί δέν πε­ρι­ο­ρί­ζε­ται μό­νο στήν ἀ­πο­χή ἀ­πό τίς τρο­φές μό­νο, ἀλ­λά ἀ­νοί­γει ἐ­νώ­πιον τῶν πι­στῶν της ἕ­να με­γά­λο στά­διο πού  μᾶς κα­λεῖ νά ἐρ­γα­σθοῦ­με ὅ­λες τίς ἀ­ρε­τές. Γιά πα­ρά­δειγ­μα• μέ τήν νη­στεί­α τῶν τρο­φῶν νά στε­ρή­σου­με ἀ­πό τό σῶ­μα τίς ἄ­τα­κτες ὀρ­μές καί νά πο­λε­μή­σου­με τή φι­λη­δο­νί­α, τήν πορ­νεί­α καί ὅ­λα τά συ­να­φῆ πά­θη• μέ τήν ἀ­γά­πη νά πο­λε­μή­σου­με τή μνη­σι­κα­κί­α, τήν ἀ­δι­κί­α, τήν ἀ­σπλα­χνί­α κλπ. Μέ τήν ἐ­λε­η­μο­σύ­νη νά πο­λε­μή­σου­με τή φυ­λαρ­γυ­ρί­α, τήν ἀ­δι­κί­α κλπ. Μέ τήν τα­πει­νο­φρο­σύ­νη νά νι­κή­σου­με τή φι­λαυ­τί­α, τήν  ὑ­πε­ρη­φά­νεια. Μέ τήν προ­σευ­χή νά ἀ­πο­βά­λου­με τήν ὁ­λι­γο­πι­στί­α, τήν ἀ­μέ­λεια, τή ρα­θυ­μί­α. Καί τ’ ἄλ­λα πά­θη. Ὅ­λες αὐ­τές οἱ ἀ­ρε­τές εἶ­ναι ὅ­πλα καί ἐρ­γα­λεῖ­α, πού πρέ­πει νά τά χρη­σι­μο­ποι­οῦ­με ὅ­λα μέ τή σει­ρά καί ὅ­που χρει­ά­ζον­ται γιά νά φέ­ρου­με ἕ­να κα­λό ἀ­πο­τέ­λε­σμα τόν και­ρό τῆς νη­στεί­ας. Δέν πρέ­πει νά πε­ρι­ο­ρί­σου­με τήν πε­ρί­ο­δο τῆς νη­στεί­ας μό­νο στήν ἀ­πο­χή ἀ­πό τίς τρο­φές,ἀλ­λά καί τήν ἀ­πο­χή ἀ­πό κά­θε πά­θος, ἐ­λάτ­τω­μα καί συ­νή­θεια κα­κή.
            Ὅ­σο ἀ­φο­ρᾶ τή νη­στεί­α τῶν  φα­γη­τῶν θά πρέ­πει νά ἔ­χου­με ὑ­πό­ψι μας τό ἑ­ξῆς: «Ἐ­κεῖ­νο πού χρει­ά­ζε­ται τό σῶ­μα καί τό δώ­σου­με, δέν στε­ρεῖ τήν ἁ­γι­ό­τη­τα τῆς ψυ­χῆς» Ἐ­κεῖ­νο πού δί­νου­με στό σῶ­μα ἀ­πό λαι­μαρ­γί­α ἤ κοι­λι­ο­δου­λεί­α ἐ­κεῖ­νο εἶ­ναι ἁ­μαρ­τί­α.
            Χρι­στια­νοί
            Τα­κτο­ποι­εῖ­ται τή νη­στεί­α σας μέ τή συμ­βου­λή τοῦ κα­λοῦ σας ἐ­ξο­μο­λό­γου γιά νά νη­στεύ­ε­τε σω­στά καί νά ὠ­φε­λεῖ­σθε πνευ­μα­τι­κά.

Τῇ ἐ­πα­ύ­ριον ἠ­θέ­λη­σεν ὁ Ἰ­η­σοῦς ἐ­ξελ­θεῖν εἰς τὴν Γα­λι­λα­ί­αν, καὶ εὑ­ρί­σκει Φί­λιπ­πον καὶ λέ­γει αὐ­τῷ· Ἀ­κο­λο­ύ­θει μοι.  Ἦν δὲ ὁ Φί­λιπ­πος ἀ­πὸ Βηθ­σα­ϊ­δά, ἐκ τῆς πό­λε­ως Ἀν­δρέ­ου καὶ Πέ­τρου.  Εὑ­ρί­σκει Φί­λιπ­πος τὸν Να­θα­να­ὴλ καὶ λέ­γει αὐ­τῷ· Ὃν ἔ­γρα­ψε Μω­ϋ­σῆς ἐν τῷ νό­μῳ καὶ οἱ προ­φῆ­ται, εὑ­ρή­κα­μεν, Ἰ­η­σοῦν τὸν υἱ­ὸν τοῦ Ἰ­ω­σὴφ τὸν ἀ­πὸ Να­ζα­ρέτ.  καὶ εἶ­πεν αὐ­τῷ Να­θα­να­ήλ· Ἐκ Να­ζα­ρὲτ δύ­να­ταί τι ἀ­γα­θὸν εἶ­ναι; Λέ­γει αὐ­τῷ Φί­λιπ­πος· Ἔρ­χου καί ἴ­δε. Εἶ­δεν ὁ Ἰ­η­σοῦς τόν Να­θα­να­ήλ ἐρ­χό­με­νον πρός αὐ­τόν καί λέ­γει πε­ρί αὐ­τοῦ· Ἴ­δε ἀ­λη­θῶς Ἰσ­ρα­η­λί­της ἐν ᾧ δό­λος οὐκ ἔ­στι. Λέ­γει  αὐ­τῷ Να­θα­να­ήλ· Πό­θεν με γι­νώ­σκεις; Ἀπε­κρί­θη Ἰ­η­σοῦς καὶ εἶ­πεν αὐ­τῷ· Πρὸ τοῦ σε Φί­λιπ­πον φω­νῆ­σαι, ὄν­τα ὑ­πὸ τὴν συ­κῆν εἶ­δόν σε.  Ἂ­πε­κρί­θη Να­θα­να­ήλ καὶ λέ­γει αὐ­τῷ· Ραβ­βί, σὺ εἶ ὁ υἱ­ὸς τοῦ Θε­οῦ, σὺ εἶ ὁ βα­σι­λεὺς τοῦ Ἰσ­ρα­ήλ.  Ἀ­πε­κρί­θη Ἰ­η­σοῦς καὶ εἶ­πεν αὐ­τῷ· Ὅ­τι εἶ­πόν σοι, εἶ­δόν σε ὑ­πο­κά­τω τῆς συ­κῆς, πι­στε­ύ­εις; με­ί­ζω το­ύ­των ὄ­ψῃ.  Καὶ λέ­γει αὐ­τῷ· Ἀ­μὴν ἀ­μὴν λέ­γω ὑ­μῖν, ἀ­π' ἄρ­τι ὄ­ψε­σθε τὸν οὐ­ρα­νὸν ἀ­νε­ῳ­γό­τα, καὶ τοὺς ἀγ­γέ­λους τοῦ Θε­οῦ ἀ­να­βα­ί­νον­τας καὶ κα­τα­βα­ί­νον­τας ἐ­πὶ τὸν υἱ­ὸν τοῦ ἀν­θρώ­που.
Με­τά­φρα­σι.
Ἐ­κεῖ­νο τὸν και­ρὸ· ἀ­πο­φά­σι­σε ὁ Ἰ­η­σοῦς νὰ πά­η στὴ Γα­λι­λαί­α. Καὶ βρί­σκει τὸ Φί­λιπ­πο καὶ τοῦ λέ­γει: «Ἀ­κο­λού­θη­σε με». ὁ δὲ Φί­λιπ­πος ἦ­ταν ἀ­πὸ τὴ Βη­σθα­ϊ­δά, ἀ­πὸ τὴν πό­λι τοῦ Ἀν­δρέ­α καὶ τοῦ Πέ­τρου. Βρί­σκει ὁ Φί­λιπ­πος τὸ Να­θα­να­ὴλ καὶ τοῦ Λέ­γει:«Αὐ­τόν γιά τόν ὁ­ποῖ­ο ἔ­γρα­ψεν ὁ Μω­ϋ­σῆς στό νό­μο καί οἱ προ­φῆ­τες, τόν βρή­κα­με, Εἶ­ναι ὁ Ἰ­η­σοῦς ὁ υἱ­ός τοῦ Ἰ­ω­σήφ ἀ­πό τή Να­ζα­ρέτ.» Ἀλ­λ’ ὁ Να­θα­να­ήλ τοῦ εἶ­πε: Εἶ­ναι δυ­να­τό νά προ­έλ­θη τί­πο­τε καλό ἀ­πὸ τὴ Να­ζα­ρέτ;» τοῦ λέ­γει ὁ Φί­λιπ­πος: «Ἔ­λα νὰ ‘I­δῆς». Εἶ­δε ὁ Ἰ­η­σοῦς τὸ Να­θα­να­ὴλ νὰ ἔρ­χε­ται πρὸς αὐ­τόν, καὶ λέ­γει γι' αὐ­τόν: « Νὰ ἕ­νας ἀ­λη­θι­νὸς Ἰσ­ρα­η­λί­της, στὸν ὁ­ποῖ­ο δὲν ὑ­πάρ­χει δό­λος». Τοῦ λέ­γει ὁ Να­θα­να­ήλ:«Ἀ­πὸ ποῦ μὲ γνω­ρί­ζεις;­». Ἀ­πο­κρί­θη­κε ὁ '­Ἰ­η­σοῦς καὶ τοῦ εἶ­πε: « Προ­τοῦ νὰ σὲ φω­νὰ­ξη ὁ Φί­λιπ­πος, σὲ εἶ­δα κά­τω ἀ­πὸ τὴ συ­κιά». Τοῦ λέ­γει τό­τε ὁ Να­θα­να­ήλ; « Δι­δά­σκα­λε, σὺ εἶ­σαι ὁ Υἱ­ός τοῦ Θε­οῦ, σὺ εἶ­σαι ὁ βα­σι­λεὺς τοῦ Ἰσ­ρα­ήλ». Καὶ ὁ Ἰ­η­σοῦς τοῦ εἶ­πε: « Δι­ό­τι σοῦ εἶ­πα, σὲ εἶ­δα κά­τω ἀ­πὸ τὴ συ­κιά, πι­στεύ­εις; Θὰ δῆς με­γα­λύ­τε­ρα ἀ­π' αὐ­τά». Ἐ­πί­σης του λέ­γει: « Ἀ­λη­θι­νὰ ἀ­λη­θι­νά σας λέ­γω, ἀ­πὸ τώ­ρα καὶ στὸ ἑ­ξῆς θὰ βλέ­πε­τε τὸν  οὐ­ρα­νό ἀ­νοι­κτό, καὶ τοὺς ἀγ­γέ­λους τοῦ Θε­οῦ ν' ἀ­νε­βαί­νουν και­ὶ νὰ κα­τε­βαί­νουν πρὸς τὸν Υἱ­όν τοῦ ἀν­θρώ­που».
Ἡ παντογνωσία καί πανταχοῦ παρουσία τοῦ Θεοῦ.
Κα­τά τή συ­νο­μι­λί­α τοῦ Κυ­ρί­ου μέ τόν Φί­λιπ­πο, ὅ­πως τήν πε­ρι­γρά­φει ὁ  Ἰ­ω­άν­νης φαί­νε­ται κα­θα­ρά ἡ παν­το­γνω­σί­α τοῦ Κυ­ρί­ου καί Θε­οῦ, ἀλ­λά καί ἡ παν­τα­χοῦ πα­ρου­σί­α Του. Ὁ Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός ἦ­ταν τέ­λει­ος ἄν­θρω­πος ἀλ­λά καί Θε­ός Λό­γος ἀ­χώ­ρι­στος ἀ­πό τόν Πα­τέ­ρα Καί τό ἅ­γιον Πνεῦ­μα. Ὁ λό­γος πού εἶ­πε στό Να­θα­να­ήλ, «Πρό τοῦ σε Φί­λιπ­πο φω­νῆ­σαι, ὄν­τα ὑ­πό τήν συ­κῆν εἶ­δον σε» ἐ­πι­βε­βαι­ώ­νει τά λε­γό­με­νά μας, ὅ­τι ὁ Θε­ός εἶ­ναι παν­τα­χοῦ πα­ρών καί γνω­ρί­ζει τά πάν­τα καί ἐ­ρευ­νᾶ κα­τά τήν Γρα­φή,  τίς καρ­δι­ές καί τίς σκέ­ψεις τῶν ἀν­θρώ­πων, ὅ­πως γνώ­ρι­ζε τί ἔ­κα­με καί ποῦ βρι­σκό­ταν ὁ  Να­θα­να­ήλ πρίν νά τόν φω­νά­ξει ὁ  Φί­λιπ­πος. Αὐ­τήν τήν  παν­τα­χοῦ πα­ρου­σί­α καί παν­το­γνω­σί­α τοῦ Θε­οῦ, ἔ­χει ὑ­πό­ψι του ὁ βα­σι­λιάς Δαυ­ΐδ ὅ­ταν λέ­γει:«Ποῦ πο­ρευ­θῶ ἀ­πό τοῦ πνεύ­μα­τός σου καί ἀ­πό τοῦ προ­σώ­που σου ποῦ φύ­γω
Τό γε­γο­νός αὐ­τό τῆς  παν­το­γνω­σί­ας καί παν­τα­χοῦ πα­ρου­σί­ας τοῦ  Θε­οῦ στή ζω­ή μας, δη­μι­ουρ­γεῖ δύ­ο ὠ­φέ­λι­μα συ­ναι­σθή­μα­τα. Τό φό­βο, ἀλ­λά καί τήν ἐλ­πί­δα. Τό φό­βο πού ὅ­ταν σκέ­φτε­σαι ὅ­τι σέ βλέ­πει ὁ Θε­ός σέ ἐμ­πο­δί­ζει νά δι­α­πρά­ξης τήν ἁ­μαρ­τί­α· ὅ­ταν ἡ θέ­λη­σι κι­νεῖ­ται γιά νά δι­α­πρά­ξη τήν ἁ­μαρ­τί­α, τό­τε ἡ συ­νεί­δη­σι ἐ­ναν­τι­ώ­νε­ται λέ­γον­τας · ἐ­φ’ ὅ­σο μέ βλέ­πει ὁ Θε­ός πῶς μπο­ρῶ νά  πα­ρα­βῶ τό νό­μο Του; Καί ἔ­τσι γλυ­τώ­νει ὀ ἄν­θρω­πος ἀ­πό τήν ἐ­νο­χή τῆς ἁ­μαρ­τί­ας. Ἐ­νώ­πιον τοῦ ἐ­πί­γει­ου βα­σι­λέ­α τολ­μᾶ ὁ ἄν­θρω­πος νά πα­ρα­νο­μή­ση; Σί­γου­ρα ὄ­χι., για­τί φο­βᾶ­ται τήν τι­μω­ρία. Τό­τε πῶς θά τολ­μή­σει νά πα­ρα­νο­μή­ση ὅ­ταν εἶ­ναι βέ­βαι­ος ὅ­τι τόν βλέ­πει ὁ Θε­ός;    σι­γου­ριά γιά τήν παν­τα­χοῦ πα­ρου­σί­α καί παν­το­γνω­σί­α τοῦ Θε­οῦ, ἔ­χει πάν­το­τε ἀ­γα­θά ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα. Ὅ­πως ὅ­ταν ἕ­νας ἐρ­γά­της ἐρ­γά­ζε­ται μέ προ­θυ­μί­α στήν πα­ρου­σί­α τοῦ  ἄρ­χον­τα του καί πα­ρά­γει κα­λό ἔρ­γο, ἐλ­πί­ζον­τας καί στόν ἔ­παι­νο ἀ­κό­μα, κα­τά τόν ἴ­διο λό­γο καί ὁ χρι­στια­νός ὅ­ταν πι­στεύ­ει στήν παν­τα­χοῦ πα­ρου­σί­α καί παν­το­γνω­σί­α τοῦ Θε­οῦ ἐρ­γά­ζε­ται τό  ἀ­γα­θό καί ἀ­πο­φεύ­γει τό κα­κό ἐ­πει­δή τόν συ­νε­τί­ζει ὁ φό­βος τῆς τι­μω­ρί­ας . Ἡ πα­ρου­σί­α τοῦ  Θε­οῦ στή ζω­ή μας, μᾶς γε­μί­ζει μέ δέ­ος, ἀλ­λά καί μέ ἐλ­πί­δα.
Ἐ­πει­δή συμ­βαί­νουν στή ζω­ή μας πολ­λές δυ­σκο­λί­ες, προ­βλή­μα­τα δο­κι­μα­σί­ες πού   κά­πο­τε φέρ­νουν τόν ἄν­θρω­πο σέ ἀ­δι­έ­ξο­δο. Κά­τω ἀ­πό τό βά­ρος αὐ­τό τῶν δυ­σκο­λι­ῶν τῆς ζω­ῆς πού ἀ­πα­γο­η­τεύ­ε­ται καί κλο­νί­ζε­ται ὁ ἄν­θρω­πος,χρει­ά­ζε­ται στή­ριγ­μα, χρει­ά­ζε­ται ἐ­νί­σχυ­σι, πα­ρη­γο­ριά. Μπο­ροῦν βέ­βαι­α καί οἱ συ­νάν­θρω­ποί του νά βο­η­θή­σουν, πο­λύ λί­γο ὅ­μως, για­τί εἶ­ναι ἄν­θρω­ποι θνη­τοί καί ἀ­δύ­να­τοι καί ὁ λό­γος τους  λί­γη ἐ­πί­δρα­σι ἔ­χει στήν ψυ­χή τοῦ δο­κι­μα­ζό­με­νου. Μέ τήν πί­στι ὅ­μως τήν ἀ­κλό­νη­τη στή Θεί­α παν­το­γνω­σί­α τά πράγ­μα­τα ἀλ­λά­ζουν πο­λύ. Σκε­πτό­με­νος ὁ δο­κι­μα­ζό­με­νος ὅ­τι ὅ­λα τά βλέ­πει ὁ Θε­ός καί σάν Πα­τέ­ρας σπλα­χνι­κός πού εἶ­ναι θά  βο­η­θή­ση τόν ἄν­θρω­πο κά­νη ὑ­πο­μο­νή,  ἐλ­πί­ζει στή θεί­α βο­ή­θεια καί τό κέρ­δος ἀ­πό τό γε­γο­νός αὐ­τό εἶ­ναι με­γά­λο καί πο­λύ ὠ­φέ­λι­μο. Αὐ­τή τήν πί­στι εἶ­χα ὅ­λοι ὅ­σοι εὐ­α­ρέ­στη­σαν στό Θε­ό ἀλ­λά καί πού πέ­ρα­σαν μέ­σα ἀ­πό τό κα­μί­νι τῶν δο­κι­μα­σι­ῶν.
            Ἔ­τσι κι  ἐ­μεῖς ἄς   ἀ­πο­κτή­ου­με αὐ­τό τό θεῖ­ο φό­βο καί τήν βέ­βαι­η πί­στι στήν παν­το­γνω­σί­α καί παν­τα­χοῦ πα­ρου­σί­α τοῦ Κυ­ρί­ου, για­τί ἔ­τσι μέ τό πρῶ­το θά ἔ­χου­με φρέ­νο γιά τή δι­ά­πρα­ξι τῆς ἁ­μαρ­τί­ας, ὅ­πως καί ὁ Ἰ­ω­σήφ ἀ­πέ­φυ­γε τήν ἁ­μαρ­τί­α ἀ­πό τή γυ­ναί­κα τοῦ Φα­ρα­ώ, λέ­γον­τας «Δέ θά δι­α­πρά­ξω αὐ­τή τήν ἁ­μαρ­τί­α ἐ­νώ­πιον τοῦ Θε­οῦ», για­τί αἰ­σθα­νό­ταν ὅ­τι βρί­σκε­ται ἐ­νώ­πιον τοῦ Κυ­ρί­ου,  ἀλ­λά καί θά πα­ρη­γού­μα­στε στίς δύ­σκο­λες πε­ρι­στά­σεις τῆς  ζω­ῆς αὐ­τῆ.
  δό­ξα καί ἡ εὐ­χα­ρι­στί­α ἄς εἶ­ναι στόν Τρι­α­δι­κό μας Θε­ό πού μέ τόν ἀ­κοί­μη­το ὀ­φθαλ­μό Του  ἐ­πο­πτεύ­ει καί  κα­θο­δη­γεῖ τά πάν­τα κα­θώς πρέ­πει καί σώζει τόν ἀδύνατο δοκιμαζόμενο ἄνθρωπο.

47. ΚΥ­ΡΙΑ­ΚΗ ΔΕΥ­ΤΕ­ΡΑ ΤΩΝ ΝΗ­ΣΤΕΙ­ΩΝ

 (Μάρκ. β΄ 1-12)
Καὶ εἰ­σῆλ­θε πά­λιν εἰς Κα­περ­να­οὺμ δι' ἡ­με­ρῶν καὶ ἠ­κο­ύ­σθη ὅ­τι εἰς οἶ­κόν ἐ­στι. Καὶ εὐ­θέ­ως συ­νή­χθη­σαν πολ­λοὶ, ὥ­στε μη­κέ­τι χω­ρεῖν μη­δὲ τὰ πρὸς τὴν θύ­ραν· καὶ ἐ­λά­λει αὐ­τοῖς τὸν λό­γον. Καὶ ἔρ­χον­ται πρὸς αὐ­τὸν πα­ρα­λυ­τι­κὸν φέ­ρον­τες, αἰ­ρό­με­νον ὑ­πὸ τεσ­σά­ρων.Καὶ μὴ δυ­νά­με­νοι προ­σεγ­γί­σαι αὐ­τῷ διὰ τὸν ὄ­χλον, ἀ­πε­στέ­γα­σαν τὴν στέ­γην ὅ­που ἦν, καὶ ἐ­ξο­ρύ­ξαν­τες χα­λῶ­σι τὸν κρά­βατ­τον ἐ­φ' ᾧ ὁ πα­ρα­λυ­τι­κὸς κα­τέ­κει­το. Ἰδὼν δὲ ὁ Ἰ­η­σοῦς τὴν πί­στιν αὐ­τῶν λέ­γει τῷ πα­ρα­λυ­τι­κῷ· Τέ­κνον, ἀ­φέ­ων­ταί σοι αἱ ἁ­μαρ­τί­αι σου. ἦ­σαν δέ τι­νες τῶν γραμ­μα­τέ­ων ἐ­κεῖ κα­θή­με­νοι καὶ δι­α­λο­γι­ζό­με­νοι ἐν ταῖς καρ­δί­αις αὐ­τῶν· Τί οὗ­τος οὕ­τως λα­λεῖ βλα­σφη­μί­ας; τίς δύ­να­ται ἀ­φι­έ­ναι ἁ­μαρ­τί­ας εἰ μὴ εἷς ὁ Θε­ός;  Καὶ εὐ­θέ­ως ἐ­πι­γνοὺς ὁ Ἰ­η­σοῦς τῷ πνε­ύ­μα­τι αὐ­τοῦ ὅ­τι οὕ­τως αὐ­τοὶ δι­α­λο­γί­ζον­ται ἐν ἑ­αυ­τοῖς εἶ­πεν αὐ­τοῖς· Τί ταῦ­τα δι­α­λο­γί­ζε­σθε ἐν ταῖς καρ­δί­αις ὑ­μῶν; Τί ἐ­στιν εὐ­κο­πώ­τε­ρον, εἰ­πεῖν τῷ πα­ρα­λυ­τι­κῷ, ἀ­φέ­ων­ταί σου αἱ ἁ­μαρ­τί­αι, ἢ εἰ­πεῖν, ἔ­γει­ρε καὶ ἆ­ρον τὸν κρά­βατ­τόν σου καὶ πε­ρι­πά­τει; Ἵνα δὲ εἰ­δῆ­τε ὅ­τι ἐ­ξου­σί­αν ἔ­χει ὁ υἱ­ὸς τοῦ ἀν­θρώ­που ἀ­φι­έ­ναι ἐ­πὶ τῆς γῆς ἁ­μαρ­τί­ας - λέ­γει τῷ πα­ρα­λυ­τι­κῷ· Σοὶ λέ­γω, ἔ­γει­ρε καὶ ἆ­ρον τὸν κρά­βατ­τόν σου καὶ ὕ­πα­γε εἰς τὸν οἶ­κόν σου καὶ ἠ­γέρ­θη εὐ­θέ­ως, καὶ ἄ­ρας τὸν κρά­βατ­τον ἐ­ξῆλ­θεν ἐ­ναν­τί­ον πάν­των, ὥ­στε ἐ­ξί­στα­σθαι πάν­τας καὶ δο­ξά­ζειν τὸν Θε­ὸν λέ­γον­τας ὅ­τι οὐ­δέ­πο­τε οὕ­τως εἴ­δο­μεν.
Μετάφρασι
Ἔ­κεῖ­νο τὸν και­ρό  μπῆ­κε ὁ ­Ἰ­η­σοῦς στὴν Κα­περ­να­ούμ, καὶ ἀ­κού­στη­κε ὅ­τι βρί­σκε­ται σὲ κά­ποι­ο σπί­τι. Καὶ ἀ­μέ­σως μα­ζεύ­τη­καν πολ­λοί, ὥ­στε νὰ μὴν τοὺς χω­ρά­η πλέ­ον ὁ χῶ­ρος ἔ­ξω ἀ­πὸ τὴν πόρ­τα. Καὶ κή­ρυτ­τε σ' αὔ­τους τὸ λό­γο. Καὶ ἔρ­χον­ται πρὸς αὐτόν φέ­ρον­τας ἕ­να πα­ρα­λυ­τι­κό, ποὺ τὸν βά­στα­ζαν τέσ­σε­ρες. Καὶ ἐ­πει­δὴ δὲν μπο­ροῦ­σαν νὰ φθά­σουν σ' αὐ­τον λό­γω τοῦ πλή­θους τοῦ λα­οῦ, ἔ­βγα­λαν τὴ στέ­γη πά­νω ἀ­πὸ τὸ μέ­ρος ποὺ βρι­σκό­ταν, καί, ἀ­φοῦ ἔ­τσι ἔ­κα­ναν ἄ­νοιγ­μα, κα­τέ­βα­σαν τὸ κρεβ­βά­τι πά­νω στὸ ὁ­ποῖ­ο ἦ­ταν κα­τά­κοι­τος ὁ πα­ρα­λυ­τι­κός. Βλέ­πον­τας δὲ ὁ ’­Ι­η­σοῦς τὴν πί­στι τους  λέ­γει στὸν πα­ρα­λυ­τι­κό: «Παι­δί μου, σοῦ ἔ­χουν συγ­χω­ρε­θῆ οἱ ἁ­μαρ­τί­ες σου.» Κά­θον­ταν δὲ ἐ­κεῖ με­ρι­κοὶ ἀ­πό τους γραμ­μα­τεῖς καὶ σκέ­πτον­ταν μέ­σα τους: «Για­τί αὐ­τός ὁ­μι­λεῖ ἔ­τσι καὶ ἐκ­στο­μί­ζει βλα­σφη­μί­ες; Ποι­ὸς δύ­να­ται νὰ συγ­χω­ρῆ ἁ­μαρ­τί­ες πα­ρὰ ἕ­νας, ὁ Θε­ός;­». Ὁ δὲ Ἰ­η­σοῦς ἀ­μέ­σως γνώ­ρι­σε μὲ ἐ­σω­τε­ρι­κὴ ὑ­περ­φυ­σι­κὴ πλη­ρο­φο­ρί­α ὅ­τι σκέ­πτον­ταν μέ­σα τους ἔ­τσι, καὶ τοὺς εἶ­πε: «Για­τί σκέ­πε­τε­σθε μέ­σα σας αὐ­τά; Τί εἶ­ναι εὐ­κο­λώ­τε­ρο, νὰ εἰ­πῶ στὸν πα­ρα­λυ­τι­κό,’­’­Ἔ­χουν συγ­χω­ρε­θῆ οἱ ἁ­μαρ­τί­ες σου", ἡ νὰ εἴ­πω, "Σή­κω καὶ πά­ρε τὸ κρεβ­βά­τι σου καὶ βά­δι­ζε";  Γιὰ νὰ μά­θε­τε δέ, ὅ­τι ὁ ΥΙ­ος τοῦ  ἀν­θρώ­που ἔ­χει ἐ­ξου­σί­α νὰ συγ­χω­ρεῖ ἁ­μαρ­τί­ες πά­νω στὴ γῆ, - λέ­γει στὸν πα­ρα­λυ­τι­κό:«Σὲ σέ­να ἀ­πευ­θύ­νο­μαι: «Σή­κω καὶ πά­ρε τὸ κρεβ­βά­τι σου καὶ πή­γαι­νε στὸ σπί­τι σου». Καὶ ση­κώ­θη­κε ἀ­μέ­σως καὶ πῆ­ρε τὸ κρεβ­βά­τι του καὶ ἀ­να­χώ­ρη­σε μπρο­στὰ στὰ μά­τια ὅ­λων, ὥ­στε νὰ ἐκ­πλήσ­σον­ται ὅ­λοι καὶ νὰ δο­ξά­ζουν τὸ Θε­ὸ λέ­γον­τας:«Πο­τὲ δὲν εἴ­δα­με τέ­τοι­α φαι­νό­με­να».
Μα­ζί μέ τόν Ἰ­η­σοῦ.

Στήν πε­ρι­ο­δεί­α τοῦ  Κυ­ρί­ου σέ πό­λεις καί χω­ριά πάν­τα συ­νο­δευ­ό­ταν ἀ­πό πλή­θη λα­οῦ. Κά­πο­τε ὅ­ταν ἔ­χα­ναν τά ἴ­χνη Του τόν ἀ­να­ζη­τοῦ­σαν κά­ι μό­λις γι­νό­ταν γνω­στό τό μέ­ρος πού βρι­σκό­ταν, ἄρ­χι­ζαν τά πλή­θη νά   κα­τα­φθά­νουν ὅ­πως τά ἐ­λά­φια στίς πη­γές τῶν ὑ­δά­των. Αὐ­τά πε­ρι­γρά­φει καί τό ση­με­ρι­νό εὐ­αγ­γέ­λιο πού δι­η­γεῖ­ται ὁ Μᾶρ­κος.
Μό­λις ἔ­γι­νε γνω­στό ὅ­τι ὁ Ἰ­η­σοῦς βρι­σκό­ταν σέ κά­ποι­ο σπί­τι στήν Κα­περ­να­ούμ, ἀ­μέ­σως μα­ζεύ­τη­κε τό­σο πο­λύ πλῆ­θος πού  δέ χω­ροῦ­σε τό σπί­τι, γέ­μι­σε μέ­χρι τή θύ­ρα. Ποι­ός ἦ­ταν ὁ λό­γος ἐ­κεί­νης τῆς κο­σμο­συρ­ρο­ῆς; Ἐ­πει­δή ὁ  Κύ­ριος ἦ­ταν ἡ πη­γή κά­θε εὐ­λο­γί­ας, θε­ρα­πεί­ας ἀ­σθε­νῶν καί πα­ρη­γο­ρί­ας θλι­βο­μέ­νων καί ἐλ­πί­δα σω­τη­ρί­ας τῶν ἀν­θρώ­πων, για­τί εἶ­χαν ἀ­πα­γο­η­τευ­θεῖ ἀ­πό τή θρη­σκευ­τη­κή τους ἡ­γε­σί­α, τούς Γραμ­μα­τεῖς καί Φα­ρισ­σαί­ους.Ὅ­σοι μπο­ροῦ­σαν πή­γαι­ναν μό­νοι τους καί ἄλ­λους τούς με­τέ­φε­ραν συγ­γε­νεῖς ἤ γεί­το­νες καί φί­λοι, ὅ­πως οἱ τέσ­σε­ρεις πού με­τέ­φε­ραν σή­με­ρα τόν πα­ρα­λυ­τι­κόν πά­νω σέ  φο­ρεῖ­ο καί μέ πολ­λή δυ­σκο­λί­α τόν κα­τέ­βα­σαν ἀ­πό τή στέ­γη τοῦ σπι­τιοῦ μπρο­στά στό Κύ­ριο καί τοῦ δώ­ρη­σε τήν ἄ­φε­σι τῶν ἁ­μαρ­τι­ῶν καί τοῦ θε­ρά­πευ­σε τήν πα­ρα­λυ­σί­α του. Βλέ­που­με ὅ­τι ὅ­σοι πή­γαι­ναν κον­τά στό Χρι­στό ὠ­φε­λοῦν­το δι­πλά καί σί­γου­ρα.
Ἔ­τσι ἡ συμ­πε­ρι­φο­ρά τῶν ἀν­θρώ­πων ἐ­κεί­νης τῆς ἐ­πο­χῆς, πού μό­νο μέ τό νό­μο ζοῦ­σαν κι ὄ­μως κα­τά­λα­βαν ήν ἀ­ξί­α τοῦ  Ἰ­η­σοῦ καί τόν ἔ­τρε­χαν ξω­πί­σω κα­θη­με­ρι­νά, πρέπει νά μᾶς προ­βλη­μα­τί­ση σοβαρά, για­τί ἐ­μεῖς γνω­ρί­ζου­με τό Χρι­στό, βα­πτι­στή­κα­με στ’ ὄ­νο­μά Του, εἶ­ναι ὁ Σω­ταῆ­ρας καί Λυ­τρω­τής μας ἀ­πό τήν ἁ­μαρ­τί­α. Ξέ­ρου­με ὅ­τι ἔ­πα­θε γιά μᾶς καί ἔ­δω­σε τή ζω­ή Του γιά νά ζή­σου­με, μᾶς εὐ­ερ­γε­τεῖ κα­θη­με­ρι­νά, εἶ­ναι τό στή­ριγ­μα καί ἡ βο­ή­θεια ὅ­σων τόν πλη­σιά­ζουν καί  τόν ἀ­να­ζη­τοῦν. Σήμερα γιά μᾶς ὁ  Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός εἶ­ναι  ἡ κε­φα­λή τῆς ὀρ­θό­δο­ξης μας Ἐκ­κλη­σί­ας καί ἡ πη­γή σω­τη­ρί­ας τῶν ἀν­θρώ­πων ἐ­κεί­νων πού τόν πο­θοῦν πού τόν ἀ­γα­ποῦν,  πού τόν πι­στεύ­ουν καί τόν ἀναγνωρίζουν Θεό καί Λυτρωτή τους.
Γι’ αὐ­τό δι­ε­ρω­τό­μα­στε ἀ­κο­λου­θοῦ­με τό  Χρι­στό, τόν ἀ­να­ζη­τοῦ­με ἤ   δέν ἔ­χου­με τήν ἀ­νάγ­κη Του  καί δέν  τόν θυ­μό­μα­στε κα­θό­λου.Ἀ­πό μιά πρώ­τη μα­τιά στή χρι­στι­α­νι­κή μας κοι­νω­νί­α τό πρᾶγ­μα εἶ­ναι ἀ­πο­γο­η­τευ­τι­κό καί θλι­βε­ρό. Βέ­βαι­α ὑ­πάρ­χει καί τό μι­κρό ποί­μνιο, μιά μει­ο­νό­τη­τα πού  πι­στεύ­ει, ἀ­γα­πᾶ καί ἀ­να­ζη­τᾶ τό Κύ­ριο καί θέ­λει νά βρί­σκε­ται πάν­τα κον­τά Του, ἀλ­λά τό ὑ­πό­λοι­πο τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς Κοι­νω­νί­ας, ἡ πλει­ο­ψη­φί­α φαί­νε­ται ὅ­τι νο­μί­ζει ὅ­τι δέν ἔ­χει ἀ­νάγ­κη τόν Ἰ­η­σοῦ. Ἡ γε­νι­κή συμ­πε­ρι­φο­ρά τῶν ἀν­θρώ­πων αὐ­τῶν δεί­χνει ἀ­πο­μά­κρυνσι ἀ­πό τό Σω­ταῆ­ρα Χρι­στό. Με­ρι­κούς ἡ ρα­θυ­μί­α, ἄλ­λους ἡ φι­λή­δο­νή ζω­ή, καί κά­ποι­ους ἄλ­λους ἡ φι­λαρ­γυ­ρί­α καί οἱ ἁ­μαρ­τω­λές ἀ­πο­λαύ­σεις τούς ἀ­πο­μακρύ­νουν στα­θε­ρά ἀ­πό τόν Κύ­ριο καί  στε­ροῦν­ται τῶν  αἰ­ω­νί­ων ἀ­γα­θῶν τοῦ Θε­οῦ, ἀν­τα­λάσ­σον­τές τα αἰώνια μέ τά πρό­σκαι­ρα καί τά ἐφήμερα.Καί δέν ἀρκοῦνται γιά τόν ἑαυτό τους, ἀλλά γίνονται ἐμπόδιο καί γιά τούς ἄλλους, δικούς τους καί ξένους.
 Αὐτούς θά τούς κατακρίνουν οἱ κά­τοι­κοι τῆς Πα­λαι­στί­νης κα­τά τήν ἡ­μέ­ρα τῆς με­γά­λης δί­κης καί θά τούς ντρο­πιά­σουν ἐ­νώ­πιον τῶν ἀγ­γέλ­λων.
Χρι­στια­νέ μου, ἐν ὅ­σω ζεῖς ὑ­πάρ­χει και­ρός νά δι­ορ­θώ­σης τή ζω­ή σου. Βά­λε στό­χο σου ἀ­πό δῶ καί μπρός νά ἀ­να­ζη­τή­σης τόν Ἰ­η­σοῦν νά τόν πλη­σιά­σης, νά  ἀ­φου­κρα­σθῆς τήν ἀ­γω­νί­α καί τήν ἀ­γά­πη του γιά σέ­να καί νά ἀν­τα­πο­κρι­θῆς στό κά­λε­σμά Του. Σέ κα­λεῖ γιά νά σέ σώ­ση, νά σέ  θε­ώ­ση, νά σέ κά­νη εὐ­τυ­χί­σμέ­νο παν­το­τι­νά. . Θά τόν πλη­σιά­σης μἐ τή με­τά­νοι­α καί ἐ­ξο­μο­λό­γη­σί σου. Μέ τόν τα­κτι­κό ἐκ­κλη­σια­σμό σου, μέ τό  νά με­λε­τᾶς τό λό­γο του καί νά  προ­σαρ­μό­ζης τή ζω­ή σου σύμ­φω­να μ’ αὐ­τό. Μέ τή θερ­μή σου προ­σευ­χή θά εἶ­σαι πάν­το­τε συν­δε­δε­μέ­νος μα­ζί Του καί θά ἀ­πο­λαμ­βά­νης τῶν  δω­ρε­ῶν Του καί θά χαί­ρε­σαι καί στή ζω­ή αὐ­τή καί στήν ἄλ­λη. Ἄν αἰ­σθά­νε­σαι ρα­θυ­μί­α βί­α­σε τόν ἑ­αυ­τό σου μήν τόν λυ­πη­θεῖς. Ὁ Ἐ­χθρός θά σοῦ προ­βάλ­λη τίς χα­ρές δῆ­θεν τοῦ κό­σμου τού­του μήν τοῦ ἀ­κού­σεις πε­ρι­φρό­νη­σέ τον καί πές του·  σύ εἶ­σαι ἄ­δι­κος καί ψεύ­της καί δο­λο­φό­νος ψυ­χῶν, ἡ χα­ρά μου καί ἡ σω­τη­ρί­α μου εἶ­ναι ὁ Θε­άν­θρω­πος Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός καί ἀυ­τόν πο­θῶ καί λα­τρεύ­ω μ’ ὅ­λη μου τή ψυ­χή. Μή φο­βη­θῆς τά ἐμ­πό­δια, ὅ­πως καί  δέν τα­ λο­γά­ρια­σαν οἱ φί­λοι τοῦ πα­ρα­λυ­τι­κοῦ καί τό  κα­τέ­βα­σαν μπρο­στά στό Χρι­στό καί σώ­θη­κε Ἔ­τσι καί σύ πα­ρα­μέ­ρι­σε τά ἐμ­πό­δια πλη­σί­α­σε τόν Ἰ­η­σοῦ καί θά σω­θῆς καί θά νοι­ώ­θεις πάν­το­τε τή χα­ρά καί τήν ἀ­γαλ­λί­α­σι πού φέρ­νει στή ψυ­χή ἡ πα­ρου­σί­α τοῦ Θε­οῦ. Ἔ­τσι θά χαί­ρε­σαι καί ἐ­δῶ καί πε­ρισ­σό­τε­ρο στήν ἄλ­λη ζω­ή, στή βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ. Ἀ­μήν.


48.ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΡΙΤΗ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ.

(Μάρκ. η΄ 34-θ΄ 1)
Εἶπεν ὁ Κύριος· Ὅ­στις θέ­λει ὀ­πί­σω μου ἀ­κο­λου­θεῖν, ἀ­παρ­νη­σά­σθω ἑ­αυ­τὸν καὶ ἀ­ρά­τω τὸν σταυ­ρὸν αὐ­τοῦ, καὶ ἀ­κο­λου­θε­ί­τω μοι.  Ὅς γὰρ ἂν θέ­λῃ τὴν ψυ­χὴν αὐ­τοῦ σῶ­σαι, ἀ­πο­λέ­σει αὐ­τήν· ὃς δ' ἂν ἀ­πο­λέ­σῃ τὴν ἑ­αυ­τοῦ ψυ­χὴν ἕ­νε­κεν ἐ­μοῦ καὶ τοῦ εὐ­αγ­γε­λί­ου, οὗ­τος σώ­σει αὐ­τήν. Τί γὰρ ὠ­φε­λή­σει ἄν­θρω­πον ἐ­ὰν κερ­δή­σῃ τὸν κό­σμον ὅ­λον, καὶ ζη­μι­ω­θῇ τὴν ψυ­χὴν αὐ­τοῦ;  Ἤ τί δώ­σει ἄν­θρω­πος ἀν­τάλ­λαγ­μα τῆς ψυ­χῆς αὐ­τοῦ;  Ὅς γὰρ ἐ­ὰν ἐ­παι­σχυν­θῇ με καὶ τοὺς ἐ­μοὺς λό­γους ἐν τῇ γε­νε­ᾷ τα­ύ­τῃ τῇ μοι­χα­λί­δι καὶ ἁ­μαρ­τω­λῷ, καὶ ὁ υἱ­ὸς τοῦ ἀν­θρώ­που ἐ­παι­σχυν­θή­σε­ται αὐ­τὸν ὅ­ταν ἔλ­θῃ ἐν τῇ δό­ξῃ τοῦ πα­τρὸς αὐ­τοῦ με­τὰ τῶν ἀγ­γέ­λων τῶν ἁ­γί­ω­ν. Καὶ ἔ­λε­γεν αὐ­τοῖς· Ἀ­μὴν λέ­γω ὑ­μῖν ὅ­τι εἰ­σί τι­νες ὧ­δε τῶν ἑ­στη­κό­των, οἵ­τι­νες οὐ μὴ γε­ύ­σων­ται θα­νά­του ἕ­ως ἂν ἴ­δω­σι τὴν βα­σι­λε­ί­αν τοῦ Θε­οῦ ἐ­λη­λυ­θυῖ­αν ἐν δυ­νά­μει.
Με­τά­φρα­σι
Εἶ­πεν ὁ Κύ­ριος «Ὅ­ποι­ος θέ­λει νὰ μὲ ἀ­κο­λου­θῆ, ἂς ἀ­παρ­νη­θῆ τὸν ἑ­αυ­τό του καὶ ἂς ση­κώ­ση τὸ σταυ­ρό του, καὶ ἔ­τσι ἂς μὲ ἀ­κο­λου­θῆ. Δι­ό­τι ὅ­ποι­ος θὰ ἐ­πι­δι­ώ­κη νὰ σώ­ση τὸν ἑ­αυ­τὸ τοῦ (ἀ­πο­φεύ­γον­τας τὸ μαρ­τύ­ριο), θὰ τὸν χά­ση. Ἀν­τι­θέ­τως, ὅ­ποι­ος θὰ θυ­σιά­ση τὸν ἑ­αυ­τό του γιὰ μέ­να καὶ τὸ εὐ­αγ­γέ­λιο, αὐ­τός θὰ τὸν σώ­ση. Τί δὲ ὠ­φε­λεῖ­ται ὁ ἄν­θρω­πος, ἐ­ὰν κερ­δί­ση ὁ­λό­κλη­ρο τὸν κό­σμο,ἀλ­λά χά­ση τον ἑ­αυ­τό του; '­Ἡ τί δύ­να­ται νὰ δώ­ση ὁ ἄν­θρω­πος ἀν­τί­τι­μο γιὰ τὸν ἑ­αυ­τό του; Ὅ­ποι­ος βε­βαί­ως ἐν­τρα­πῆ γιὰ μέ­να καὶ τοὺς λό­γους μου σ' αὐ­τη τὴ γε­νε­ὰ τὴ μοι­χα­λί­δα ( Τὴν ἄ­πι­στη στὸν οὐ­ρά­νιο Νυμ­φί­ο) καὶ ἁ­μαρ­τω­λή, καὶ ὁ Υἱ­ός του ἄν­θρω­που θὰ ἐν­τρα­πῆ γι' αὐ­τόν ὅ­ταν θὰ ἔλ­θη μὲ τὴ δό­ξα τοῦ Πα­τέ­ρα του μα­ζὶ μὲ τοὺς ἁ­γί­ους ἀγ­γέ­λους». Καὶ τοὺς ἔ­λε­γε ἀ­κό­μη: «Ἀ­λη­θι­νά σας λέ­γω, ὅ­τι εἶ­ναι με­ρι­κοὶ ἀ­π' αὐ­τοὺς ποὺ βρί­σκον­ται ἐ­δῶ, οἱ ὁ­ποῖ­οι δὲν θὰ γευ­θοῦν θά­να­το μέ­χρι νὰ ἴ­δουν τὴ βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ νὰ ἔ­χη ἔλ­θει δυ­να­μι­κὰ καὶ ἀ­πο­τε­λε­σμα­τι­κὰ (πρᾶγ­μα ποὺ συ­νέ­βη τὸ 70 μΧ μὲ τὴν ἅ­λω­σι τῆ­ς Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ, τὴ συν­τρι­βὴ τοῦ Ἰ­ου­δα­ϊ­σμοῦ καὶ τὴ κα­τί­σχυ­σι τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.

Ὁ σταυρός τοῦ Χριστοῦ πηγή  δυνάμεως.


Τρί­τη Κυ­ρια­κή τῶν νη­στει­ῶν σή­με­ρα. Βρι­σκό­μα­στε στό μέ­σον τῆς πε­ρι­ό­δου τῆς νη­στεί­ας καί γιά ὅ­σους ἀ­γω­νί­ζον­ται ἐ­ναν­τί­ον τῶν πα­θῶν καί τῆς ἁ­μαρ­τί­ας γε­νι­κά, καί τα­λαι­πω­ροῦν τό σῶ­μα μέ ξη­ρο­φα­γί­α καί ἐγ­κρά­τεια εἶ­ναι φυ­σι­κό νά  νοι­ώ­θουν κό­πω­σι. Γιά νά το­νώ­ση ἡ Ἐκ­κλη­σί­α μας τούς ἀ­γω­νι­στές της, προ­βάλ­λει σή­με­ρα τόν τί­μιο καί ζω­ο­ποι­ό σταυ­ρό τοῦ Χρι­στοῦ νά τόν προ­σκυ­νή­σουν καί νά πά­ρουν δύ­να­μι γιά νά συ­νε­χί­σουν τόν κα­λό ἀ­γῶ­να τῆς ἐγ­κρά­τειας ἐ­ναν­τί­ον τῆς ἁ­μαρ­τί­ας.
Ὁ Σταυ­ρός τοῦ Χρι­στοῦ εἶ­ναι πη­γή δυ­νά­με­ως καί στή­ριγ­μα τῶν πι­στῶν, μά­στι­γα ἐ­ναν­τί­ον τῶν δαι­μό­νων καί δό­ξα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Εἶ­ναι τό λά­βα­ρο πού πρέ­πει νά ση­κώ­νει κά­θε χρι­στια­νός παν­τοῦ καί πάν­το­τε χω­ρίς ντρο­πή ἤ φό­βο.
Ὅ­ταν ἀ­να­φε­ρό­μα­στε στό Σταυ­ρό τοῦ Χρι­στοῦ δέν ἐν­νο­οῦ­με μό­νο τό σχῆ­μα, ἀλ­λά καί τό πε­ρι­ε­χό­με­νο πού εἶ­ναι ἡ ζω­ή τοῦ Κυ­ρί­ου, οἱ κό­ποι καί τά πα­θή­μα­τά Του, οἱ ἐμ­πτυ­σμοί καί τά ρα­πί­σμα­τα, τό ἀ­κάν­θι­νο στε­φά­νιὁ Γολ­γο­θᾶς, ὁ σταυ­ρός, ὁ θά­να­τος, ἀλ­λά καί ἡ ἔν­δο­ξη Ἀ­νά­στα­σί Του, πού ση­μαί­νει θρί­αμ­βος ἐ­ναν­τί­ο τοῦ Δι­α­βό­λου καί ἄ­νοιγ­μα τοῦ Πα­ρα­δεί­σου γιά κά­θε σταυ­ρο­φό­ρο πι­στό.
Κά­θε χρι­στια­νός πού θέ­λει νά ζή­ση κα­τά Θε­ό θά  πρέ­πει νά ση­κώ­ση τό σταυ­ρό πού τοῦ δη­μι­ουρ­γεῖ ὁ Δι­ά­βο­λος. Μᾶς ἔ­χει προ­ει­δο­ποι­ή­σει ὁ  λό­γος τοῦ Θε­οῦ λέ­γον­τας· «Αὐ­τοί πού θέ­λουν νά ζή­σουν μέ εὐ­σέ­βεια θά δι­ω­χθοῦν» θά ἔ­χουν σταυ­ρό δη­λα­δή
Σταυ­ρούς πού δι­α­φέ­ρουν στό βά­ρος καί στό μέ­γε­θος ἔ­χουν ὄ­λοι ὅ­σοι θέ­λουν νά ζή­σουν κα­τά Θε­ό σή­με­ρα, για­τί ἐ­κεῖ­νος πού ἔ­φτια­ξε τό Σταυ­ρό τοῦ  Κυ­ρί­ου ὑ­πάρ­χει καί σή­με­ρα καί προ­σπα­θεῖ νά  φτιά­χνη σταυ­ρούς στόν κα­θέ­να μας μέ σκο­πό νά μᾶς λυ­γί­ση καί νά μᾶς πα­ρα­σύ­ρη στή σκο­τει­νή κό­λα­σί του.Σί­γου­ρα εἶ­ναι πολ­λοί καί δι­ά­φο­ροι οἱ σταυ­ροί πού φτιά­χνει γιά τόν κά­θε πι­στό ὁ Δι­ά­βο­λος. Σταυ­ρό φτιά­χνει γιά τό νέ­ο καί τή νέ­α πού θέ­λει νά ἀ­κο­λου­θή­ση τό δρό­μο τῆς ἀ­γνοί­ας καί τῆς σω­φρο­σύ­νης, σταυ­ρό θά βρῆ ὁ χρι­στια­νός πού  θέ­λει νά με­τα­νο­ή­ση καί νά ἐ­ξο­μο­λο­γη­θῆ, ἀλ­λά καί κά­θε χρι­στια­νός πού θά ἀρ­χί­ση πό­λε­μο ἐ­ναν­τί­ον τῆς ἁ­μαρ­τω­λῆς καί πα­ρά­νο­μης ζω­ῆς. Σταυ­ρούς πού φέρ­νουν θλί­ψι.. Μᾶς προ­ει­δο­ποί­η­σε ὅ­μως ὁ Κύ­ριος· «ἐν τῶ κό­σμω θλῖ­ψιν ἐ­ξε­τε» θά ἔ­χε­τε θλῖ­ψι μέ­σα στόν κό­σμο, ἀλ­λά μᾶς ἔ­δω­κε καί  θάρ­ρος συ­νε­χί­ζον­τας· « ἀλ­λά θαρ­σεῖ­τε ἐ­γώ νε­νί­κη­κα τόν κό­σμο» πού ση­μαί­νει ὅ­τι καί ἐ­μεῖς μπο­ροῦ­με νά νι­κή­σου­με τά κα­κά τοῦ κό­σμου. Θά νι­κή­σου­με τόν κό­σμο τόν ἁ­μαρ­τω­λό καί θά γί­νου­με ἀ­κό­λου­θοι τοῦ Κυ­ρί­ου ἄν αὐ­τό τό σταυ­ρό τόν ση­κώ­σου­με μέ ὑ­πο­μο­νή. Τόν ἀ­κού­σα­με στό ση­με­ρι­νό εὐ­αγ­γέ­λιο νά  μᾶς συμ­βου­λεύ­η. «Αὐ­τός πού θέ­λει νά μπῆ στήν ἀ­κο­λου­θί­α μου, νά γί­νη ἀ­κό­λου­θός μου, ἄς ἀ­παρ­νη­θεῖ τό θέ­λη­μά του, νά ση­κώ­ση τό σταυ­ρό του καί  τό­τε νά μέ ἀ­κο­λου­θή­σει..
Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α λοι­πόν προ­βάλ­λον­τας σή­με­ρα τόν τί­μιο Σταυ­ρό, Θέ­λει νά μᾶς πῆ Χρι­στια­νοί! Πάρ­τε θάρ­ρος, συ­νε­χί­στε νά ἀ­γω­νί­ζε­στε ἐ­ναν­τί­ον τῆς ἁ­μαρ­τί­ας, ἐ­ναν­τί­ο τοῦ Δι­α­βό­λου, συ­νε­χί­στε καί ὅ­σο δύ­σκο­λος εἶ­ναι ὁ ἀ­γῶ­νας αὐ­τός τό­σο με­γα­λύ­τε­ρη εἶ­ναι ἠ ὠ­φέ­λεια καί τό κέρ­δος. Ἀ­κό­μα μπο­ρεῖ­τε νά ζη­τή­σε­τε τή βο­ή­θεια τοῦ Πρώ­του σταυ­ρο­φό­ρου καί σί­γου­ρα θά σᾶς βο­η­θή­ση νά τόν ση­κώ­σε­τε νι­κη­φό­ρα.
 Ἀ­γα­πη­τοί μου
Στόν πνευ­μα­τι­κό μας ἀ­γῶ­να δέν εἴ­μα­στε μό­νοι ἀλ­λά μᾶς πα­ρα­κο­λου­θεῖ ἀ­πό κον­τά καί μᾶς βο­η­θᾶ ὁ Κύ­ριος φτά­νει ἐ­μεῖς νά ἔ­χου­με πί­στι στή θε­ό­τη­τά Του καί παν­το­δυ­να­μί­α Του.
Μή φο­βό­μα­στε τό σταυ­ρό πού μᾶς ἑ­τοι­μά­ζει ὁ Δι­ά­βο­λος, δέν εἶ­ναι ὑ­πέρ­βα­ρος. Δέν ἐ­πι­τρέ­πει ὁ πρῶ­τος Σταυ­ρο­φό­ρος νά εἶ­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο βα­ρύς ἀ­πό τό βά­ρος πού μπο­ροῦ­με νά ση­κώ­σου­με, για­τί Ἐ­κεῖ­νος σή­κω­σε ὅ­λο τό βά­ρος. Ὁ δι­κός μας σταυ­ρός σέ σύγ­κρι­σι μ’ ἐ­κεῖ­νο τοῦ Κυ­ρί­ου εἶ­ναι μι­κρός. Ἄς τό ση­κώ­σου­με μέ ὑ­πο­μο­νή καί ἐ­πι­μο­νή μέ προ­θυ­μί­α χω­ρίς πα­ρά­πο­να, καί σί­γου­ρα θά γι­ορ­τά­σου­με νι­κη­τές καί μέ χα­ρά τή ἔν­δο­ξη Ἀ­νά­στα­σι τοῦ Κυ­ρί­ου πού βε­βαι­ώ­νει καί τή δι­κή μας ἀ­νά­στα­σι.
Ἐμ­πρός λοι­πόν, μέ τά μά­τια τῆς ψυ­χῆς μας  καρ­φω­μέ­να στό Σταυ­ρό τοῦ Χρι­στοῦ, ἄς ἀ­να­νε­ώ­σου­με τίς  δυ­νά­μεις μας γιά νά συ­νε­χί­σου­με τή νη­στεί­α μας καί τήν ἐγ­κρά­τεια μέ ὑ­πο­μο­νή , μέ πί­στι καί θάρ­ρος ἀ­πο­βλέ­πον­τες στήν Ἀ­νά­στα­σι τοῦ Κυ­ρί­ου, ἀλ­λά καί στήν ἀ­νά­στα­σι τῆς δι­κῆς μας ψυ­χῆς πρός  δό­ξαν τοῦ Τρι­α­δι­κοῦ μας Θε­οῦ.Ἀ­μήν

49.ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΕΤΑΡΤΗ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

 (Μάρκ. θ΄ 17-31)
Τῷ και­ρῷ ἐ­κεί­νω ἄν­θρω­πός τις προ­σῆλ­θε τῷ  Ἰ­η­σοῦ, γο­νυ­πε­τῶν καί λέ­γων· Δι­δά­σκα­λε, ἤ­νεγ­κα τὸν υἱ­όν μου πρὸς σέ, ἔ­χον­τα πνεῦ­μα ἄ­λα­λον. Καὶ ὅ­που ἂν αὐ­τὸν κα­τα­λά­βῃ, ῥήσ­σει αὐ­τόν, καὶ ἀ­φρί­ζει καὶ τρί­ζει τοὺς ὀ­δόν­τας αὐ­τοῦ, καὶ ξη­ρα­ί­νε­ται· καὶ εἶ­πον τοῖς μα­θη­ταῖς σου ἵ­να αὐ­τὸ ἐκ­βά­λω­σι, καὶ οὐκ ἴ­σχυ­σαν. Ὁ δὲ ἀ­πο­κρι­θεὶς αὐ­τῷ λέ­γει· Ὦ γε­νε­ὰ  ἄ­πι­στος, ἕ­ως πό­τε πρὸς ὑ­μᾶς ἔ­σο­μαι; ἕ­ως πό­τε ἀ­νέ­ξο­μαι ὑ­μῶν; Φέ­ρε­τε αὐ­τὸν πρός με. Καὶ ἤ­νεγ­καν αὐ­τὸν πρὸς αὐ­τόν. Καὶ ἰ­δὼν αὐ­τὸν εὐ­θέ­ως τὸ πνεῦ­μα ἐ­σπά­ρα­ξεν αὐ­τόν, καὶ πε­σὼν ἐ­πὶ τῆς γῆς ἐ­κυ­λί­ε­το  ἀ­φρί­ζων. Καὶ ἐ­πη­ρώ­τη­σε τὸν πα­τέ­ρα αὐ­τοῦ· Πό­σος χρό­νος ἐ­στὶν ὡς τοῦ­το γέ­γο­νεν αὐ­τῷ; Ὁ δὲ εἶ­πε· Παι­δι­ό­θεν. Καὶ πολ­λά­κις αὐ­τὸν καὶ εἰς πῦρ ἔ­βα­λε καὶ εἰς ὕ­δα­τα, ἵ­να ἀ­πο­λέ­σῃ αὐ­τόν· ἀλ­λ' εἴ τι δύ­να­σαι, βο­ή­θη­σον ἡ­μῖν σπλαγ­χνι­σθεὶς ἐ­φ' ἡ­μᾶς. Ὁ δὲ Ἰ­η­σοῦς εἶ­πεν αὐ­τῷ· Τὸ εἰ δύ­να­σαι πι­στεῦ­σαι, πάν­τα δυ­να­τὰ τῷ πι­στε­ύ­ον­τι. Καὶ εὐ­θέ­ως κρά­ξας ὁ πα­τὴρ τοῦ παι­δί­ου με­τὰ δα­κρύ­ων ἔ­λε­γε· Πι­στε­ύ­ω, Κύ­ρι­ε. Βο­ή­θει μου τῇ ἀ­πι­στί­ᾳ. Ἰ­δὼν δὲ ὁ Ἰ­η­σοῦς ὅ­τι ἐ­πι­συν­τρέ­χει  ὄ­χλος ἐ­πε­τί­μη­σε τῷ πνε­ύ­μα­τι τῷ ἀ­κα­θάρ­τῳ λέ­γων αὐ­τῷ· Τὸ πνεῦ­μα τὸ ἄ­λα­λον καὶ κω­φὸν, ἐ­γὼ σοι ἐ­πι­τάσ­σω, ἔ­ξελ­θε ἐξ αὐ­τοῦ καὶ μη­κέ­τι  εἰ­σέλ­θῃς εἰς αὐ­τόν. Καὶ κρά­ξαν καὶ πολ­λὰ σπα­ρά­ξαν αὐ­τόν ἐ­ξῆλ­θε, καὶ ἐ­γέ­νε­το ὡ­σεὶ νε­κρός, ὥ­στε πολ­λοὺς λέ­γειν ὅ­τι ἀ­πέ­θα­νεν. Ὁ δὲ Ἰ­η­σοῦς κρα­τή­σας αὐ­τὸν τῆς χει­ρὸς ἤ­γει­ρεν αὐ­τόν, καὶ ἀ­νέ­στη. Καὶ εἰ­σελ­θόν­τα αὐ­τὸν εἰς οἶ­κον οἱ μα­θη­ταὶ  αὐ­τοῦ ἐ­πη­ρώ­των αὐ­τόν κα­τ' ἰ­δί­αν, ὅ­τι ἡ­μεῖς οὐκ ἠ­δυ­νή­θη­μεν ἐκ­βα­λεῖν αὐ­τό. καὶ εἶ­πεν αὐ­τοῖς· Τοῦ­το τὸ γέ­νος ἐν οὐ­δε­νὶ δύ­να­ται ἐ­ξελ­θεῖν εἰ μὴ ἐν προ­σευ­χῇ καὶ νη­στε­ί­ᾳ. Καὶ ἐ­κεῖ­θεν ἐ­ξελ­θόν­τες πα­ρε­πο­ρε­ύ­ον­το διὰ τῆς Γα­λι­λα­ί­ας, καὶ οὐκ ἤ­θε­λεν ἵ­να τις γνῷ· ἐ­δί­δα­σκε γὰρ τοὺς μα­θη­τὰς αὐ­τοῦ καὶ ἔ­λε­γεν αὐ­τοῖς ὅ­τι ὁ υἱ­ὸς τοῦ ἀν­θρώ­που πα­ρα­δί­δο­ται εἰς χεῖ­ρας ἀν­θρώ­πων, καὶ ἀ­πο­κτε­νοῦ­σιν αὐ­τόν, καὶ ἀ­πο­κταν­θεὶς τῇ τρί­τῃ ἡ­μέ­ρᾳ ἀ­να­στή­σε­ται.

Μετάφρασι
Ἐ­κεῖ­νο τόν και­ρό· κά­ποι­ος ἄν­θρω­πος πλη­σί­α­σε τόν Ἰ­η­σοῦ, γο­νά­τι­σε μπρο­στά του λέ­γον­τας:«Δι­δά­σκα­λε, ἔ­φε­ρα τὸν υἱ­ό μου σὲ σέ­να ποὺ ἔ­χει, πνεῦ­μα (δαι­μό­νιο), ποὺ τοῦ ἀ­φή­ρε­σε τὴ λια­λιά του. Καὶ ὅ­που τὸν πιά­ση, τὸν ρί­χνει κά­τω καὶ ἀ­φρι­ζει καὶ τρί­ζει τὰ δόν­τια του καὶ ξη­ραί­νε­ται. Καὶ εἶ­πα στοὺς μα­θῆ­τες σου νὰ τὸ βγά­λουν, ἀλ­λά δὲ μπό­ρε­σαν. Αὐ­τός δὲ ἀ­πο­κρι­νό­με­νος σ’ αὐ­τόν λέ­γει: Ὢ γε­νε­ὰ ἄ­πι­στη, ἕ­ως πό­τε θὰ εἶ­μαι μα­ζί σας. «Ἕ­ως πό­τε θὰ σᾶς ἀ­νέ­χω­μαι; Φέρ­τε τὸν σὲ μέ­να». Καὶ τὸν ἔ­φε­ραν σ’ αὐ­τόν. Καὶ ὅ­ταν τὸ  πνεῦ­μα (τὸ δαι­μό­νιο) τὸν εἶ­δε, ἀ­μέ­σως τὸν τά­ρα­ξε μὲ σπα­σμούς, καὶ ἔ­πε­σε στὴ γῆ καὶ κυ­λι­ό­ταν καὶ ἄ­φρι­ζε. Ρώ­τη­σε δὲ ὁ Ἰ­η­σοῦς) τὸν πα­τέ­ρα του: «Ἀ­πὸ πό­τε τοῦ συμ­βαί­νει αὐ­τό». Αὐ­τός δὲ εἶ­πε: «Ἀ­πὸ τὴ παι­δι­κή του ἡ­λι­κί­α». Πολ­λὲς φο­ρὲς τὸν ἔρ­ρι­ξε καὶ στὴ φω­τιὰ καὶ στὰ νε­ρά, γιὰ νὰ τὸν θα­να­τώ­ση. Ἀλ­λ' ἂν μπο­ρεῖς νὰ κά­νης.κά­τι, λυ­πή­σου μας καὶ βο­ή­θη­σέ μας». Ὁ δὲ Ἰ­η­σοῦς τοῦ εἶ­πε τὸ ἂν δύ­να­σαι νὰ πι­στεύ­σης, ὅ­λα εἶ­ναι δυ­να­τὰ σὲ ἐ­κεῖ­νον ποὺ πι­στεύ­ει. Ἀ­μέ­σως τό­τε ὁ πα­τέ­ρας τοῦ παι­διοῦ φώ­να­ξε δυ­να­τὰ καὶ εἶ­πε μὲ δά­κρυ­α: «Πι­στεύ­ω Κύ­ρι­ε, βο­ή­θη­σε τὴν ἀ­πι­στί­α μου». Ὅ­ταν δὲ εἶ­δε ὁ Ἰ­η­σοῦς, ὅ­τι ἔ­τρε­χε καὶ συγ­κεν­τρω­νό­ταν πλῆ­θος, πρό­στα­ξε τὸ πνεῦ­μα τὸ ἀ­κά­θαρ­το λέ­γον­τας σ’ αὐ­τό: «Πνεῦ­μα ἄ­λα­λο  καὶ κω­φό, ἐ­γώ σὲ δι­α­τάσ­σω νὰ βγῆς ἀ­π' αὐ­τόν καὶ νὰ μὴ ξα­ναμ­πῆς σ' αὐ­τόν». Καὶ ἀ­φοῦ  ἔ­βγα­λε κραυ­γὴ καὶ τὸν συν­τά­ρα­ξε πο­λύ, βγῆ­κε, καὶ ἔ­γι­νε σὰν νε­κρός, ὥ­στε πολ­λοὶ νὰ λέ­γουν, ὅ­τι πέ­θα­νε. Ὁ δὲ Ἰ­η­σοῦς τὸν ἐ­πί­α­σε ἀ­πὸ τὸ χέ­ρι καὶ τὸν σή­κω­σε καὶ ἀ­νωρ­θώ­θη­κε. Κι' ὅ­ταν αὐ­τος (ὁ '­Ἰ­η­σοῦς) μπῆ­κε σὲ κά­ποι­ο σπί­τι τὸν ρώ­τη­σαν οἱ μα­θη­ταὶ τοῦ ἰ­δι­αι­τέ­ρως: «Για­τί ἐ­μεῖς δὲν μπο­ρέ­σα­με νὰ τὸ βγά­λω­με;­». Καὶ τοὺς ἀ­πάν­τη­σε: «Αὐ­τό τὸ εἶ­δος (τῶν δαι­μό­νων) δὲν εἶ­ναι δυ­να­τὸ νὰ βγῆ μὲ τί­πο­τε, πα­ρὰ μὲ προ­σευ­χὴ καὶ νη­στεί­α». Καὶ ἀ­φοῦ ἔ­φυ­γαν ἀ­π' ἐ­κεῖ, πο­ρεύ­ον­ταν διὰ μέ­σου της Γα­λι­λαί­ας καὶ δὲν ἠ­θε­λε νά τό μάθη Κανείς. Μι­λοῦ­σε δὲ στοὺς μα­θη­τάς του καὶ τοὺς ἔ­λε­γε, ὅτι ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου σέ λίγο θά παραδοθῆ σέ χέρια ἀνθρώπων, καί θά τόν θανατώσουν, καί τήν Τρίτη ἡμέρα μετά τό θάνατο θ’ ἀναστηθῆ.

            Με­γά­λος καί ἀ­νυ­πό­φο­ρος ὁ πό­νος καί ἀ­βάστα­χτη ἡ θλί­ψη τοῦ  πα­τέ­ρα γιά τό δαι­μο­νι­σμό τοῦ παι­διοῦ του· ἄλ­λω­στέ γιά τοῦ­το ἔ­φε­ρε τό ἄρ­ρω­στο παι­δί του στόν Κύ­ριο γιά θε­ρα­πεί­α. Ἦ­ταν με­γά­λη δυ­στυ­χί­α νά βλέ­πει τό παι­δί του νά  βα­σα­νί­ζε­ται ἀ­πό τόν δαί­μο­να, νά πέ­φτει στή γῆ, νά τρί­ζει τά δόν­τια του και νά βγά­ζει ά­φρούς ἀ­πό τό στό­μα του. Γι’ αὐ­τό ἔ­φται­γε βέ­βαι­α καί ἡ ἀ­μέ­λεια τοῦ πα­τέ­ρα πού δέ φρόν­τι­σε γιά δυ­ό­μι­ση χρό­νια καί ἐ­νῶ ἄ­κου­γε γιά τόν Ἰ­η­σοῦ, ἀ­δι­α­φο­ροῦ­σε καί  ἀ­πι­στοῦ­σε στά θαύ­μα­τα καί στίς θε­ρα­πεῖ­ες ἀ­σθε­νῶν καί δαι­μο­νι­ζο­μέ­νων καί γιά τό­σο χρό­νο ἄ­φη­νε τό παι­δί του νά ὑ­πο­φέ­ρει. Μέ τό πέ­ρα­σμα ὅ­μως τοῦ χρό­νου ὁ πό­νος καί ἡ θλί­ψη τοῦ  ρά­γι­σαν τήν καρ­διά καί  φέρ­νει τό παι­δί στόν Ἰ­η­σοῦ ἤ μᾶλ­λον πρῶ­τα στούς μα­θη­τές οἱ ὁ­ποῖ­οι ὅ­μως δέ μπό­ρε­σαν νά  τό θε­ρα­πεύ­σουν, μέ­χρι πού κα­τέ­βη­κε ὁ Κύ­ριος ἀ­πό τό ὄ­ρος τῆς Με­τα­μορ­φώ­σε­ως καί τό θε­ρά­πευ­σε ἀ­φοῦ πρῶ­τα κα­τα­δί­κα­σε τήν Ἰ­ου­δα­ϊ­κή ἀ­πιστί­α, καί με­τά ἔ­δι­ω­ξε τό δαι­μό­νιο ἀ­πό τόν νέ­ο..
 Ὅ­πως τό­τε ἔ­τσι καί σή­με­ρα ἐ­ξα­κο­λου­θεῖ ὁ δι­ά­βο­λος νά τυ­ραν­νεῖ τούς ἀν­θρώ­πους, ἀλλά μέ δι­αφορετικό τρόπο δαιμονίζει σήμερα τόν ἄνθρωπο.Ὁ τρόπος πού χρησιμοποιεῖ σήμερα εἶναι  ὕπουλος καί κακοῦργος.. Δέν ἔ­χου­με σή­με­ρα αὐ­το­πρό­σω­πη τήν πα­ρου­σί­α τοῦ σα­τα­νᾶ στόν ἄν­θρω­πο,  για­τί ἄλλα­ξε τα­κτι­κή καί αἰχ­μα­λω­τί­ζει    ἀ­ο­ρά­τως τίς αἰ­σθήσεις  καί τίς ἐ­πι­θυ­μί­ες τοῦ ἀν­θρώ­που καί χω­ρίς νά γί­νε­ται φα­νε­ρή ἡ πα­ρου­σί­α του ὁ­δη­γεῖ τούς νέ­ους πρός τήν κα­τα­στρο­φή. Πό­σα παι­διά δέν ἔ­γι­ναν κλέ­φτες καί δο­λο­φό­νοι καί σα­πί­ζουν στή φυ­λα­κή;  Πό­σοι δέ ἀ­κο­λού­θη­σαν τήν ἀ­κο­λα­σί­α καί  μο­λύν­θη­σαν μέ τό Ε­ΐτς καί λυ­ώ­νουν στά κρε­βά­τια τῶν νο­σο­κο­μεί­ων; Καί πό­σοι ἄλ­λοι δέν ἐγ­κλω­βί­στη­καν στά πλο­κά­μια τῶν ναρ­κω­τι­κῶν οὐ­σί­ων καί παι­θαί­νουν μέ μιά σύ­ριγ­γα στό χέ­ρι; Ὅ­λοι αὐ­τοί εἶ­ναι δαι­μο­νι­σμέ­νοι μέ ἄλ­λη μορ­φή καί ὅ­λων αὐ­τῶν οἱ γο­νεῖς, ὑ­πο­φέ­ρουν μέ τό μα­χαῖ­ρι τῆς θλί­ψης βυ­θι­σμέ­νο στά σπλά­χνα τους καί βι­ώ­νουν κα­θη­με­ρι­νά τό μαρ­τύ­ριο, χει­ρό­τε­ρα ἀ­πό τόν πα­τέ­ρα τοῦ εὐ­αγ­γε­λί­ου.
Τί φταί­ει ὅ­μως γιά τήν κα­τάν­τια αὐ­τή τῶν παι­δι­ῶν μας; Ἡ ἀ­πάν­τη­σι ὑ­πάρ­χει καί  ἐ­νο­χο­ποι­εῖ τούς γο­νεῖς.  Οἱ γο­νεῖς ἀ­δι­α­φο­ροῦν νά δώ­σουν τή σω­στή κα­τά Θε­ό παι­δεί­α στά παι­διά τους. Ἒ­πει­δή καί  οἱ ἴ­διοι δέν ζοῦν κα­τά Θε­ό.  Δέν δί­νουν πρό­τυ­πα στά παι­διά τους καί αὐ­τά μι­μοῦν­ται τή ζω­ή τῶν γο­νι­ῶν. Για­τί πα­ρα­πο­νοῦν­ται;
 Εἶ­ναι πολλοί γονεῖς πού  ἀμ­φι­βάλ­λουν γιά τήν πί­στι, δέν  πα­ρα­δέ­χον­ται τήν κα­τά Θε­ό παι­δα­γω­γί­α• ὅ­μως δέν πα­ρα­λεί­πουν νά φρον­τί­ζουν τήν κα­τά κό­σμο παι­δα­γω­γί­α, τήν μόρ­φω­σι, τή γυ­μνα­στι­κή, τόν ἀ­θλη­τι­σμό κλπ. Καί ἔ­τσι τά παι­διά μέ­νουν μα­κριά ἀ­πό τή γνώ­σι τοῦ θεί­ου θε­λή­μα­τος καί πα­ρα­δί­νον­ται στή  γνώ­σι τοῦ κο­σμι­κοῦ φρο­νή­μα­τος, πού ὅ­δη­γεῖ τόν ἄν­θρω­πο στήν ἀ­πό­λαυ­σι, στήν ἡ­δο­νή καί στή φυ­λαρ­γυ­ρί­α. Ἐ­νῶ στέλ­λουν τά παι­διά τους σέ ἄλ­λα κέν­τρα, γυ­μνα­στή­ρια, προ­σκο­πι­σμό καί σ’ ἄλ­λα σω­μα­τεῖ­α, ἀ­πο­φεύ­γουν νά τά στέλ­λουν στά κα­τη­χη­τι­κά καί στήν Ἐκ­κλη­σί­α καί ἀ­πο­λαμ­βά­νουν ἔ­τσι τούς καρ­πούς πού οἱ ἴ­διοι καλ­λι­έρ­γη­σαν. Ἀν­τί νά ἔ­χουν συ­νε­χή ἐ­πι­τή­ρη­σι τῶν παι­δι­ῶν τους  τ’ ἀ­δι­α­φο­ροῦν καί σι­γά σι­γά μπλέ­κον­ται στά  πλο­κά­μια τοῦ σα­τα­νᾶ καί δαι­μο­νί­ζον­ται. Για­τί τί ἄλ­λο πα­ρά δαι­μο­νι­σμός εἶ­ναι ὁ ἐ­θι­σμός στά ναρ­κω­τι­κά,  στίς γυ­ναῖ­κες, στίς δο­λο­φο­νί­ες καί στίς κλεψιές. Εἶναι πραγματικός δαιμονισμός χωρίς νά μποροῦν νά τόν θεραπεύσουν πλέον.
Καί τό χει­ρό­τε­ρο εἶ­ναι πού  καί τά ὀρ­γα­νω­μέ­να σύ­νο­λα καί κυ­βέρ­νη­σι ἀ­κό­μα λει­τουρ­γοῦν μέ τή συμ­βου­λή τοῦ δι­α­βό­λου.  Γιά νά στα­μα­τή­σουν τό Ἔ­ϊτς μοι­ρά­ζουν προ­φυ­λα­κτι­κά! Ἀντί νά συστήσουν ἐγκράτεια καί γρήγορο γάμο, ὁδηγοῦν τούς νέους στήν ἁμαρτία ἀπό ἄλλο δαιμονικό  μονοπάτι. Νά εἶναι βέβαιοι ὅτι τίποτα δέ θά πετύχουν καί τούς γελοιοποιεῖ ὁ Διάβολος.
Οἰκογένειες πού δίνουν τήν κατά Θεό παι­δα­γω­γί­α στά παι­διά τους, πο­λύ σπά­νια ἤ καί κα­θό­λου δέν θά βρε­θοῦν στή θέ­σι αὐ­τή νά λυ­ώ­νη ἡ ψυ­χή τους ἀ­πό τήν κα­τάν­τια τοῦ παι­διοῦ τους. Δέν  εἶ­δα κα­νέ­να παι­δί τοῦ κα­τη­χη­τι­κοῦ νά πλε­χτῆ στά ναρ­κω­τι­κά καί  σέ ἄλ­λα με­γά­λα κα­κά, για­τί πρό­λα­βαν οἱ γο­νεῖς καί φρόν­τι­σαν ἐ­νω­ρίς γιά τά παι­διά τους καί τά παι­δα­γώ­γη­σαν σω­στά. Ἄς μήν κα­τη­γο­ροῦ­με μό­νο τήν κοι­νω­νί­α, ἀλ­λά νά πα­ρα­δε­χτοῦ­με τήν εὐ­θύ­νη μας καί νά κα­τη­γο­ρή­σου­με τήν ἀρ­ρω­στη­μέ­νη ἀ­γά­πη πού με­ρι­κοί γο­νεῖς ἔ­χουν στά παι­διά τους καί δέν τά  πα­δα­γω­γοῦν σω­στά. Ἄν ἀ­γα­πᾶς τό παι­δί­α σου, κα­θο­δή­γη­σέ το  ἀ­πό τήν κού­νια του καί ὅ­ταν με­γα­λώ­σει νά μά­θης καί νά τό τι­μω­ρῆς ἀ­νά­λο­γα μέ τήν ἀγάπη πού χρειάζεται. Ἡ Γρα­φή λέ­γει: «ὅς φεί­δε­ται βα­κτη­ρί­ας μι­σεῖ τόν υἱ­όν αὐ­τοῦ, ὁ δέ ἀ­γα­πῶν παι­δεύ­ει.» (Παρ. γ΄24) Καί «Παί­δευ­ε τόν υἱ­όν σου καί ἀ­γα­πή­σει σε.» (Σο­φί­α Σο­λομ. κθ΄17)
Ἡ κα­τά Θε­όν παι­δεί­α καί τό συ­νε­χές ἐν­διαφέ­ρον γιά τά παι­διά μας  εἶ­ναι ἡ σω­τη­ρί­α τῆς κοι­νω­νί­ας μας. Ἄς τό προ­σέ­ξου­με σο­βα­ρά.

50.ΚΥΡΙΑΚΗ  ΠΕΜΠΤΗ  ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

(Μάρκ.  ι΄ 32-45
Τῷ καιρῷ ἐκεῖνω πα­ρα­λαμ­βάνει ὁ Ἰησοῦς  τοὺς δώ­δε­κα μαθητάς αὐτοῦ καί ἤρ­ξα­το αὐ­τοῖς λέ­γειν τὰ μέλ­λον­τα αὐ­τῷ συμ­βα­ί­νειν, ὅ­τι Ἰ­δοὺ ἀ­να­βα­ί­νο­μεν εἰς Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα καὶ ὁ υἱ­ὸς τοῦ ἀν­θρώ­που πα­ρα­δο­θή­σε­ται τοῖς ἀρ­χι­ε­ρεῦ­σι καὶ γραμ­μα­τεῦ­σι, καὶ κα­τα­κρι­νοῦ­σιν αὐ­τὸν θα­νά­τῳ καὶ πα­ρα­δώ­σου­σιν αὐ­τὸν τοῖς ἔ­θνε­σι, καὶ ἐμ­πα­ί­ξου­σιν αὐ­τῷ καὶ μα­στι­γώ­σου­σιν αὐ­τὸν καὶ ἐμ­πτύ­σου­σιν αὐ­τῷ καὶ ἀ­πο­κτε­νοῦ­σιν αὐ­τὸν, καὶ τῇ τρί­τῃ ἡ­μέ­ρᾳ ἀ­να­στή­σε­ται. Καὶ προ­σπο­ρε­ύ­ον­ται αὐ­τῷ Ἰ­ά­κω­βος καὶ Ἰ­ω­άν­νης υἱ­οὶ Ζε­βε­δα­ί­ου λέ­γον­τες· Δι­δά­σκα­λε, θέ­λο­μεν ἵ­να ὃ ἐ­ὰν αἰ­τή­σω­μεν ποι­ή­σῃς ἡ­μῖν. Ὁ δὲ εἶ­πεν αὐ­τοῖς· Τί θέ­λε­τε ποι­ῆ­σαί με ὑ­μῖν; Οἱ δὲ εἶ­πον αὐ­τῷ· Δὸς ἡ­μῖν ἵ­να εἷς ἐκ δε­ξι­ῶν καὶ εἷς ἐξ εὐ­ω­νύ­μων σου κα­θί­σω­μεν ἐν τῇ δό­ξῃ σου. Ὁ δὲ Ἰ­η­σοῦς εἶ­πεν αὐ­τοῖς· Οὐκ οἴ­δα­τε τί αἰ­τεῖ­σθε. Δύ­να­σθε πι­εῖν τὸ πο­τή­ριον ὃ ἐ­γὼ πί­νω, καὶ τὸ βά­πτι­σμα ὃ ἐ­γὼ βα­πτί­ζο­μαι βα­πτι­σθῆ­ναι; Οἱ δὲ εἶ­πον αὐ­τῷ· Δυ­νά­με­θα. ὁ δὲ Ἰ­η­σοῦς εἶ­πεν αὐ­τοῖς· Τὸ μὲν πο­τή­ριον ὃ ἐ­γὼ πί­νω πί­ε­σθε, καὶ τὸ βά­πτι­σμα ὃ ἐ­γὼ βα­πτί­ζο­μαι βα­πτι­σθή­σε­σθε· τὸ δὲ κα­θί­σαι ἐκ δε­ξι­ῶν μου καὶ ἐξ εὐ­ω­νύ­μων οὐκ ἔ­στιν ἐ­μὸν δοῦ­ναι, ἀλ­λ' οἷς ἡ­το­ί­μα­σται. Καὶ ἀ­κο­ύ­σαν­τες οἱ δέ­κα ἤρ­ξαν­το ἀ­γα­να­κτεῖν πε­ρὶ Ἰ­α­κώ­βου καὶ Ἰ­ω­άν­νου.  Ὁ δὲ Ἰ­η­σοῦς προ­σκα­λε­σά­με­νος αὐ­τοὺς λέ­γει αὐ­τοῖς· Οἴ­δα­τε ὅ­τι οἱ δο­κοῦν­τες ἄρ­χειν τῶν ἐ­θνῶν κα­τα­κυ­ρι­ε­ύ­ου­σιν αὐ­τῶν καὶ οἱ με­γά­λοι αὐ­τῶν κα­τε­ξου­σι­ά­ζου­σιν αὐ­τῶν·  οὐχ οὕ­τω δὲ ἔ­σται ἐν ὑ­μῖν, ἀλ­λ' ὃς ἐ­ὰν θέ­λῃ γε­νέ­σθαι μέ­γας ἐν ὑ­μῖν, ἔ­σται ὑ­μῶν δι­ά­κο­νος,  καὶ ὃς ἐ­ὰν θέ­λῃ ὑ­μῶν γε­νέ­σθαι πρῶ­τος, ἔ­σται πάν­των δοῦ­λος· καὶ γὰρ ὁ υἱ­ὸς τοῦ ἀν­θρώ­που οὐκ ἦλ­θε δι­α­κο­νη­θῆ­ναι, ἀλ­λὰ δι­α­κο­νῆ­σαι καὶ δοῦ­ναι τὴν ψυ­χὴν αὐ­τοῦ λύ­τρον ἀν­τὶ πολ­λῶν
Με­τά­φρα­σι
'­Ἐ­κεῖ­νο τὸν και­ρό, ὁ Ἰ­η­σοῦς, πῆ­ρε μα­ζί του τοὺς δώ­δε­κα μα­θη­τάς του, καὶ ἄρ­χι­σε νὰ τοὺς λέ­γει ὅ­σα ἔ­μελ­λε νὰ τοῦ συμ­βοῦν: «Ἰ­δοὺ ἀ­να­βαί­νου­με στὰ Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα καὶ ὁ Υἱ­ὸς τοῦ ἀν­θρώ­που θὰ πα­ρα­δο­θῆ στοὺς ἀρ­χι­ε­ρεῖς καὶ στοὺς γραμ­μα­τεῖς, καὶ θὰ τὸν κα­τα­δι­κά­σουν σὲ  θά­να­το, καὶ θὰ τὸν πα­ρα­δώ­σουν στοὺς ἐ­θνι­κούς (εἰ­δω­λο­λά­τρες) , καὶ θὰ τὸν ἐμ­παί­ξουν, καὶ θὰ τὸν μα­στι­γώ­σουν, καὶ θὰ τὸν φτύ­σουν, καὶ θὰ τὸν θα­να­τώ­σουν, καὶ τὴν Τρί­τη ἡ­μέ­ρα θ' ἀ­να­στη­θῆ». Τὸν πλη­σιά­ζουν τό­τε ὁ Ἰ­ά­κω­βος καὶ ὁ Ἰ­ω­άν­νης οἱ υἷ­οι του­ Ζε­βε­δαί­ου, καὶ τοῦ λέ­γουν: «Δι­δά­σκα­λε, θέ­λου­με, αὐ­τό ποὺ θὰ ζη­τή­σου­με, νὰ μᾶς κά­νης». Αὐ­τός δὲ τοὺς εἶ­πε: «τί θέ­λε­τε νὰ σᾶς κά­νω;­». Καὶ αὐ­τοί του εἶ­παν: «'­Ὅ­ταν θὰ ἀ­να­λά­βης τὴν ἔν­δο­ξη βα­σι­λεί­α σου, δῶ­σε τὸ δι­καί­ω­μα νὰ κα­θί­σου­με ἕ­νας ἀ­πὸ τὰ δε­ξιά σου καὶ ἕ­νας ἀ­πὸ τὰ ἀ­ρι­στε­ρά σου». Ὁ δὲ Ἰ­η­σοῦς τοὺς εἶ­πε; «Δὲν ξέ­ρε­τε τί ζη­τεῖ­τε. Δύ­να­σθε νὰ πι­ῆ­τε τὸ πο­τή­ριο, τὸ ὁ­ποῖ­ο θὰ πι­ῶ ἐ­γώ, καὶ νὰ βα­πτι­σθῆ­τε μὲ τὸ βά­πτι­σμα, μὲ τὸ ὁ­ποι­ῖ­ο θὰ βα­πτι­σθῶ ἐ­γώ;­». Αὐ­τοὶ δὲ τοῦ εἶ­παν: «Δυ­νά­με­θα». τό­τε ὁ '­Ἰ­η­σοῦς τοὺς εἶ­πε: «Τὸ μὲν πο­τή­ριο, ποὺ θὰ πι­ῶ ἐ­γώ, θὰ πι­ῆ­τε, καὶ μὲ τὸ βά­πτι­σμα ποὺ θὰ βα­πτι­σθῶ, θὰ βα­πτι­σθῆ­τε. Ἀλ­λά τὶς θέ­σεις ἀ­πὸ τὰ δε­ξιά μου καὶ ἀ­πὸ τὰ ἀ­ρι­στε­ρά μου δὲν ἐ­ξαρ­τᾶ­ται ἀ­πὸ μέ­να νὰ δώ­σω, ἀλ­λά θὰ δω­θοῦν σ' αὐ­τοὺς γιὰ τοὺς ὁ­ποί­ους ἔ­χουν ὁ­ρι­σθη ἀ­πὸ τὸν Πα­τέ­ρα μου». ­Ὅ­ταν δὲ ἄ­κου­σαν οἱ ἄλ­λοι δέ­κα μα­θη­ταί, ἄρ­χι­σαν νὰ ἀ­γα­να­κτοῦν ἐξ  αἰ­τί­ας του '­Ἰ­α­κώ­βου καὶ τοῦ Ἰ­ω­άν­νου. Ὁ δὲ '­Ἰ­η­σοῦς τοὺς κά­λε­σε καὶ τοὺς λέ­γει: «Ξέ­ρε­τε, ὅ­τι ἐ­κεῖ­νοι, ποὺ ἀ­ρέ­σκo­v­ται νὰ κυ­βερ­νοῦν τὰ ἔ­θνη, ἀ­σκοῦν ἀ­πό­λυ­τη κυ­ρι­αρ­χί­α ἐ­πά­νω τους, καὶ οἱ με­γά­λοι ἀ­ξι­ω­μα­τοῦ­χοι τοὺς  κα­τα­δυ­να­στεύ­ουν. Σὲ σᾶς ὅ­μως δὲν πρέ­πει νὰ συμ­βῆ ἔ­τσι. Ἀλ­λ' ὅ­ποι­ος θέ­λει νὰ γί­νη με­γά­λος με­τα­ξύ σας, πρέ­πει νὰ εἶ­ναι ὑ­πη­ρέ­της σας, καὶ ὅ­ποι­ος ἀ­πό σας θέ­λει νὰ γί­νη πρῶ­τος πρέ­πει νὰ γί­νη δοῦ­λος ὅ­λων. Καὶ ὁ υἷ­ός του ἄν­θρω­που δὲν ἦλ­θε νὰ ὑ­πη­ρε­τη­θῆ, ἄλ­λα νὰ ὑ­πη­ρε­τή­ση καὶ νὰ δώ­ση τὴ ζω­ή του σὰν λύ­τρο γιὰ πολ­λοὺς (γιὰ ὅ­λους δη­λα­δή).
Ἀγκάθια τοῦ Διαβόλου
Ἀνάμεσα στά μεγάλα καί βλαβερά ἀγκάθια πού ὁ διάβολος σπέρνει στίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων, γιά νά καταπνίξουν τά καλά σπέρματα καί τίς καλές κα­τα­βο­λές πού ὑ­πάρ­χουν, εἶ­ναι καί  ἡ φι­λο­δο­ξί­α. Δέν πρό­κει­ται βέ­βαι­α γιά τήν κα­λή ὠ­φέ­λι­μη ἄ­μιλ­λα γιά πρό­ο­δο, ἀλ­λά πρό­κει­ται γιά μιά  ἄ­σχη­μη κα­τά­στα­σι πού γί­νε­ται αἰ­τί­α νά δι­α­τα­ρα­χθοῦν ἀ­κό­μα καί οἱ ἀ­γα­θές σχέ­σεις τῶν ἀν­θρώ­πων.
Στό ση­με­ρι­νό Εὐ­αγ­γέ­λιο συ­ναν­τοῦ­με αὐ­τό τό κα­κό μέ τή συμ­πε­ρι­φο­ρά τῶν δύ­ο μα­θη­τῶν τοῦ Χρι­στοῦ, ἡ ὁποία  ἔ­γι­νε αἰ­τί­α νά  ἀ­γα­να­κτί­σουν οἱ ὑ­πό­λοι­ποι μα­θη­τές καί νά  δι­α­τα­ρα­χθῆ ἡ ἁ­ρμο­νι­κή σχέ­σι τους. Λέ­γει λοι­πόν ὁ Εὐ­αγ­γε­λι­στής·  ὁ Κύ­ριος μέ τούς μα­θη­τές Του πο­ρεύ­ον­ται πρός τά Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα. Σέ κά­ποι­α στιγ­μή τούς μι­λᾶ γιά  τήν προ­δο­σί­α καί τό πά­θος Του, τήν τα­φή καί τήν ἀ­νά­στα­σί Του. Αὐ­τό τό τε­λευ­ταῖ­ο κέν­τρι­σε τό ἐν­δι­α­φέ­ρον τῶν δύ­ο ἀ­δελ­φῶν, τοῦ Ἰ­α­κώ­βου καί τοῦ Ἰ­ω­άν­νη καί ἄ­να­ψε μέ­σα τους ἡ φι­λο­δο­ξί­α καί ἡ ἀρ­χο­μα­νί­α. Σκέ­φθη­καν ὅ­τι με­τά τήν ἀ­νά­στα­σί Του, πού σύν­το­μα θά γι­νό­ταν, σύμ­φω­να μέ τούς ὑ­πο­λο­γι­σμούς τους, θά βα­σί­λευ­ε ὁ δά­σκα­λός τους  καί θά ἤ­θε­λαν νά εἶ­ναι αὐ­τοί πρῶ­τοι ἄρ­χον­τες στά δε­ξιά καί ἀ­ρι­στε­ρά τοῦ  νέ­ου βα­σι­λιά. Πα­ρα­μέ­ρι­σαν τούς ἄλ­λους μα­θη­τές καί  πῆ­γαν κον­τά στό Κύ­ριο καί τοῦ ζή­τη­σαν τούς δύ­ο θρό­νους δε­ξιά καί ἀ­ρι­στε­ρά, προ­λαμ­βά­νον­τας ἔ­τσι τούς ἄλ­λους μα­θη­τές. Οἱ ἄλ­λοι 10 μα­θη­τές ὅ­ταν εἶ­δαν αὐ­τή τή φι­λό­δο­ξη ἐ­νέρ­γεια τῶν συμ­μα­θη­τῶν τους «ἀ­γα­νά­κτη­σαν» ἔ­χασαν τήν ψυ­χραι­μί­α τους καί ἄν δέν ἐ­πέμ­βαι­νε ὁ Κύ­ριος μέ τά γε­μᾶ­τα γα­λή­νη λό­για Του, οἱ μα­θη­τές θά χω­ρί­ζον­ταν στά δυ­ό στρα­τό­πε­δα.
Ἀν­τι­λαμ­βα­νό­μα­στε λοι­πόν πό­σο εὔ­κο­λα τό πά­θος αὐ­τό τῆς φι­λο­δο­ξί­ας καί ἀρ­χο­μα­νί­ας δι­α­τά­ρα­ξε τίς σχέ­σεις τῶν μα­θη­τῶν τοῦ Χρι­στοῦ, ἀλ­λά καί πό­σα δει­νά ἐ­πι­φέ­ρει στίς σχέ­σεις τῶν ἀν­θρώ­πων.
Ἐ­πει­δή ἡ  φι­λο­δο­ξί­α μέ τήν ἀρ­χο­μα­νί­α πού ξύ­πνη­σε στίς καρ­δι­ές τῶν δύ­ο μα­θη­τῶν θό­λω­σε τό λο­γι­κό τους, καί ἀν­τί νά  ἐκ­φρά­σουν τή συμ­πά­θεια καί τή λύ­πη τους πρός τό δά­σκα­λό τους γιά τό πά­θος πού πρό­κει­το νά  ὑ­πο­στῆ, ὅ­πως τούς ἔ­λε­γε, αὐ­τοί σκέ­φτον­ταν τούς θρό­νους καί τήν τι­μή τῆς ἐ­ξου­σί­ας, μέ ἀ­πο­τέ­λε­σμα αὐ­τή ἡ συμ­πε­ρι­φο­ρά νά δι­α­τα­ρά­ξη τίς  σχέ­σεις τῶν μα­θη­τῶν.
Δυ­στυ­χῶς καί σή­με­ρα αὐ­τή ἡ φι­λο­δο­ξί­α καί ἀρ­χο­μα­νί­α τα­λαι­πω­ρεῖ καί τή δι­κή μας κοι­νω­νί­α. Δέν εἶ­ναι λί­γοι ἐ­κεῖ­νοι πού κυ­νη­γοῦν πο­λι­τι­κούς θώ­κους καί ἀ­ξι­ώ­μα­τα καί με­τα­χει­ρί­ζον­ται κά­θε πα­νουρ­γί­α καί γί­νον­ται ἄ­δι­κοι, ἄ­σπλα­χνοι, ἐ­γω­ϊ­στές καί πα­τοῦν ἐ­πί πτω­μά­των νά  φτά­σουν στό σκο­πό τους, μέ δό­λο καί ὑ­πο­κρι­σί­α. Καί στήν Ἐκ­κλη­σί­α δυ­στυ­χῶς ὑ­πάρ­χει αὐ­τή ἡ τά­ση καί βλέ­που­με τούς  ἐκ­προ­σώ­πους τοῦ τα­πει­νοῦ Κυ­ρί­ου μας νά προ­σπα­θοῦν νά ὑ­πο­σκά­ψουν ὁ ἕ­νας τόν ἄλ­λο καί νά δη­μι­ουρ­γεῖ­ται μιά φαύ­λη κα­τά­στα­σι, μιά ἀ­νω­μα­λί­α πού κά­θε ἄλ­λο πα­ρά στήν Ἒκ­κλη­σία ἁρ­μό­ζει.
Ἡ τά­ση αὐ­τή εἶ­ναι μιά ἀρ­ρώ­στεια ψυ­χι­κή, τήν ὁ­ποί­αν ὁ δι­ά­βο­λος στο­λί­ζει καί ὑ­πο­βάλ­λει στούς ἀν­θρώ­πους, μέ φαν­τα­χτε­ρά ὄ­νει­ρα καί προσ­δο­κί­ες· μέ δό­ξα καί πλού­τη, μέ ἀ­πό­λαυ­σι ἀ­γα­θῶν. Πλα­νῶν­ται ὅ­μως οἱ ἄν­θρω­ποι, για­τί τό θο­λω­μέ­νο λο­γι­κό τους δέ βλέ­πει τήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα καί τή μα­ται­ό­τη­τα τῶν προ­σκαί­ρων.
Ἐ­μεῖς λοι­πόν πού γνω­ρί­ζου­με τό κα­κό αὐ­τό θά πρέ­πει νά φρον­τί­ζου­με νά μήν ἀ­φή­σου­με αὐ­τό τό σκου­λί­κι τῆς  ἀρ­χο­μα­νί­ας. τῆς φι­λο­δο­ξί­ας καί ὑ­πε­ρη­φά­νειας νά μᾶς κα­τα­λά­βη. Γιά νά τό πε­τύ­χου­με αὐ­τό θά πρέ­πει νά με­λε­τοῦ­με­τή ζω­ή τοῦ Κυ­ρί­ου μας καί τό λό­γο Του, καί νά θυ­μό­μα­στε αὐ­τό πού εἶ­πε σή­με­ρα στούς μα­θη­τές Του. «Ἄν κα­νείς ἀ­πό σᾶς θέ­λει νά γί­νει μέ­γας, θά πρέ­πει πρῶ­τα νά γί­νει τα­πει­νός δι­ά­κο­νος, ὑ­πη­ρέ­της, καί αὐ­τός πού θέ­λει νά εἶ­ναι πρῶ­τος πρέ­πει πρῶ­τα νά γί­νει δοῦ­λος καί ὑ­πη­ρέ­της τῶν ἄλ­λων», μι­μού­με­νος τό δά­σκα­λο του πού τό ἐ­φάρ­μο­σε στή ζω­ή Του.
Ἄς ἐ­λέγ­χου­με κα­θη­με­ρι­νά τή συμ­πε­ρι­φο­ρά μας γιά νά μή λυ­πή­σου­με κα­νέ­να, ἐ­φαρ­μό­ζον­τας τό πα­ρα­δειγ­μα τοῦ Κυ­ρί­ου μας, θυ­σι­ά­ζον­τας τόν ἐ­γω­ϊ­σμό μας,  τό θέ­λη­μά μας,  στήν ἀ­γά­πη τοῦ  ἀ­δελ­φοῦ μας καί τήν ἐξυ­πη­ρέ­τη­σί του. Νά  ἐ­πι­δι­ώ­κου­με πα­ράλ­λη­λα μέ τό δι­κό μας καί τό συμ­φέ­ρον τῶν ἄλ­λων ἀν­θρώ­πων . Νά προ­σέ­χου­με νά μή λυ­πή­σου­με κα­νέ­να, ἀλ­λά νά ὠ­φελοῦ­με τόν συ­νά­θρω­πό μας. Αὐ­τό θά μᾶς ἀ­παλ­λά­ξη ἀ­πό τή ἀρ­χο­μα­νί­α καί φι­λο­δο­ξί­α καί αὐ­τό ἀ­ρέ­σει στό Θε­ό ὁ Ὀ­ποῖ­ος θά μᾶς  ἀ­μεί­ψη στό τέ­λος ὅ­πως πρέπει.

51.ΚΥΡΙΑΚΗ  ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ

 (Ἰωάν. Ιβ΄ 1-18)
οὖν Ἰ­η­σοῦς πρὸ ἓξ ἡ­με­ρῶν τοῦ πά­σχα ἦλ­θεν εἰς Βη­θα­νί­αν, ὅ­που ἦν Λά­ζα­ρος ὁ τε­θνη­κώς, ὃν ἤ­γει­ρεν ἐκ νε­κρῶν.  Ἐ­πο­ί­η­σαν οὖν αὐ­τῷ δεῖ­πνον ἐ­κεῖ, καὶ ἡ Μάρ­θα δι­η­κό­νει· ὁ δὲ Λά­ζα­ρος εἷς ἦν ἐκ τῶν ἀ­να­κει­μέ­νων σὺν αὐ­τῷ. Ἡ οὖν Μα­ρί­α, λα­βοῦ­σα λί­τραν μύ­ρου νάρ­δου πι­στι­κῆς πο­λυ­τί­μου, ἤ­λει­ψε τοὺς πό­δας τοῦ Ἰ­η­σοῦ καὶ ἐ­ξέ­μα­ξε ταῖς θρι­ξὶν αὐ­τῆς τοὺς πό­δας αὐ­τοῦ· ἡ δὲ οἰ­κί­α ἐ­πλη­ρώ­θη ἐκ τῆς ὀ­σμῆς τοῦ μύ­ρου.  Λέ­γει οὖν εἷς ἐκ τῶν μα­θη­τῶν αὐ­τοῦ, Ἰ­ο­ύ­δας Σί­μω­νος Ἰ­σκα­ρι­ώ­της, ὁ μέλ­λων αὐ­τὸν πα­ρα­δι­δό­ναι·  Δια­τί τοῦ­το τὸ μύ­ρον οὐκ ἐ­πρά­θη τρι­α­κο­σί­ων δη­να­ρί­ων καὶ ἐ­δό­θη πτω­χοῖς; Εἶ­πε δὲ τοῦ­το οὐχ ὅ­τι πε­ρὶ τῶν πτω­χῶν ἔ­με­λεν αὐ­τῷ, ἀλ­λ' ὅ­τι κλέ­πτης ἦν, καὶ τὸ γλωσ­σό­κο­μον εἶ­χε καὶ τὰ βαλ­λό­με­να ἐ­βά­στα­ζεν.  Εἶ­πεν οὖν ὁ Ἰ­η­σοῦς· Ἄ­φες αὐ­τήν, εἰς τὴν ἡ­μέ­ραν τοῦ ἐν­τα­φια­σμοῦ μου τε­τή­ρη­κεν αὐ­τό.  Τοὺς πτω­χοὺς γὰρ πάν­το­τε ἔ­χε­τε με­θ' ἑ­αυ­τῶν, ἐ­μὲ δὲ οὐ πάν­το­τε ἔ­χε­τε.  Ἔ­γνω οὖν ὄ­χλος πο­λὺς ἐκ τῶν Ἰ­ου­δα­ί­ων ὅ­τι ἐ­κεῖ ἐ­στι, καὶ ἦλ­θον οὐ διὰ τὸν Ἰ­η­σοῦν μό­νον, ἀλ­λ' ἵ­να καὶ τὸν Λά­ζα­ρον ἴ­δω­σιν ὃν ἤ­γει­ρεν ἐκ νε­κρῶν. Ἐ­βου­λε­ύ­σαν­το δὲ οἱ ἀρ­χι­ε­ρεῖς ἵ­να καὶ τὸν Λά­ζα­ρον ἀ­πο­κτε­ί­νω­σιν, ὅ­τι πολ­λοὶ δι' αὐ­τὸν ὑ­πῆ­γον τῶν Ἰ­ου­δα­ί­ων καὶ ἐ­πί­στευ­ον εἰς τὸν Ἰ­η­σοῦν. Τῇ ἐ­πα­ύ­ριον ὁ ὄ­χλος πο­λὺς ὁ ἐλ­θὼν εἰς τὴν ἑ­ορ­τήν, ἀ­κο­ύ­σαν­τες ὅ­τι ἔρ­χε­ται Ἰ­η­σοῦς εἰς Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα, ἔ­λα­βον τὰ βα­ΐ­α τῶν φοι­νί­κων καὶ ἐ­ξῆλ­θον εἰς ὑ­πάν­τη­σιν αὐ­τῷ, καὶ ἐ­κρα­ύ­γα­ζον· Ὡ­σαν­νά· εὐ­λο­γη­μέ­νος ὁ ἐρ­χό­με­νος ἐν ὀ­νό­μα­τι Κυ­ρί­ου, ὁ βα­σι­λεὺς τοῦ Ἰσ­ρα­ήλ. Εὑ­ρὼν δὲ ὁ Ἰ­η­σοῦς ὀ­νά­ριον ἐ­κά­θι­σεν ἐ­π' αὐ­τό, κα­θώς ἐ­στι γε­γραμ­μέ­νον· Μὴ φο­βοῦ, θύ­γα­τερ Σι­ών· ἰ­δοὺ ὁ βα­σι­λε­ύς σου ἔρ­χε­ται κα­θή­με­νος ἐ­πὶ πῶ­λον ὄ­νου. Ταῦ­τα δὲ οὐκ ἔ­γνω­σαν οἱ μα­θη­ταὶ αὐ­τοῦ τὸ πρῶ­τον, ἀλ­λ' ὅ­τε ἐ­δο­ξά­σθη ὁ Ἰ­η­σοῦς, τό­τε ἐ­μνή­σθη­σαν ὅ­τι ταῦ­τα ἦν ἐ­π' αὐ­τῷ γε­γραμ­μέ­να, καὶ ταῦ­τα ἐ­πο­ί­η­σαν αὐ­τῷ.  Ἐ­μαρ­τύ­ρει οὖν ὁ ὄ­χλος ὁ ὢν με­τ' αὐ­τοῦ ὅ­τε τὸν Λά­ζα­ρον φώ­νη­σεν ἐκ τοῦ μνημείου καί ἤγειρεν αὐτόν ἐκ νεκρῶν.Δια τοῦτο καί ὑπήντησεν αὐτῷ ὀ ὄχλος, ὅτι ἤκουσε τοῦτο αὐτό πεποιηκέναι τό σημεῖο
Με­τά­φρα­σι
Ὁ δέ Ἰ­η­σοῦς ἔ­ξι ἡ­μέ­ρες πρό τοῦ Πά­σχα ἦλ­θε στή Βη­θα­νί­α, ὅ­που ἦ­ταν ὁ Λά­ζα­ρος, ποὐ εἶ­χε πε­θά­νει καί τόν ἀ­νέ­στη­σε ἐκ νε­κρῶν. τοῦ ἔ­κα­ναν δέ δεῖ­πνο ἐ­κεῖ καί ἡ Μάρ­θα δι­α­κο­νοῦ­σε, ὁ δέ Λά­ζα­ρος ἦ­ταν ἕ­νας ἀ­π' αὐ­τους, πού κά­θον­ταν στό τρα­πέ­ζι μα­ζί του. Ἡ Μα­ρί­α τό­τε πῆ­ρε μιά λί­τρα μύ­ρο (τρι­α­κό­σια εἰ­κο­σπέν­τε γραμ­μά­ρια πε­ρί­που), πού ἦ­ταν νάρ­δος ὁ­λο­κά­θα­ρη πα­νά­κρι­βη, καί ἄ­λει­ψε τά πό­δια τοῦ Ἰ­η­σοῦ, καί σκού­πι­σε μέ τά μα­λιά τῆς τά πό­δια του. τό δέ σπί­τι γέ­μι­σε ἀ­πό τήν εὐ­ω­δί­α τοῦ μύ­ρου. Ἀλ­λ' ἕ­νας ἀ­πό τους μα­θη­τάς του, ὁ Ἰ­ού­δας τοῦ Σί­μω­νος ὁ Ἰ­σκα­ρι­ώ­της, πού ἔ­μελ­λε νά τόν πα­ρα­δώ­σπ, λέ­γει: «Για­τί αὐ­τό τό μύ­ρο δέν πω­λή­θη­κε ἀν­τί τρι­α­κο­σί­ων δη­να­ρί­ων καί δέν δό­θη­κε (ὡς χρη­μα­τι­κή ἄ­ξια) στούς πτω­χούς;­». Εἶ­πε δέ τοῦ­το, ὄ­χι δι­ό­τι ἐν­δι­α­φε­ρό­ταν γιά τούς πτω­χούς, ἄλ­λα δι­ό­τι ἦ­ταν κλέ­πτης καί κρα­τοῦ­σε τό τα­μεῖ­ο καί ἔ­κλε­πτε ἀ­πό τίς εἰ­σφο­ρές. Εἶ­πε τό­τε ὁ Ἰ­η­σοῦς:« Ἀ­φη­σέ τήν. Φύ­λα­ξε αὐ­τό (τό μύ­ρο, γιά νά μέ ἀ­λείψπ προ­κα­τα­βο­λι­κῶς) γιά τήν ἡ­μέ­ρα τοῦ ἐν­τα­φια­σμοῦ μου, δι­ό­τι τούς πτω­χούς τούς ἔ­χε­τε πάν­το­τε μα­ζί σας, ἀλ­λ' ἐ­μέ­να δέν θά μέ ἔ­χε­τε πάν­το­τε.. Πο­λύς δέ λα­ός ά­πό τούς Ἰ­ου­δαί­ους ἔ­μα­θε, ὅ­τι εἶ­ναι έ­κεῖ, καί ἦλ­θαν ό­χι μό­νο γιά τόν '­Ι­η­σοῦ, άλ­λά γιά νά ί­δοῦν καί τό Λά­ζα­ρο, πού ά­νέ­στη­σε έκ νε­κρῶν. Γι' αύ­τό οί άρ­χι­ε­ρεῖς ά­πο­φά­σι­σαν νά θα­να­τώ­σουν τό Λά­ζα­ρο, δι­ό­τι έξ αί­τίας του πολ­λοί ά­πό τούς '­Ι­ου­δαί­ους πή­γαι­ναν στό '­Ι­η­σοΰ καί πί­στευ­αν σ' αύ­τόν. Τήν ἄλ­λη ή­μέ­ρα λα­ός πο­λύς, πού ἦλ­θε γιά τήν ἑ­ορ­τή, ὅ­ταν ά­κου­σαν, ὅ­τι έρ­χε­ται ό '­Ι­η­σοῦς στά '­Ι­ε­ρο­σό­λυ­μα, πῆ­ραν κλά­δους ά­πό φοί­νι­κες καί βγῆ­καν νά τόν προ­ϋ­παν­τή­σουν, καί­ κραύ­γα­ζαν:« Εύ­λο­γη­μέ­νος ό έρ­χό­με­νος έκ μέ­ρους του Κυ­ρί­ου, ό βα­σι­λεύς του Ισ­ρα­ήλ ». Βρῆ­κε δέ ό '­Ι­η­σοῦς ἕ­να γα­ϊ­δου­ρά­κι καί­ κά­θη­σε έ­πά­νω του, ὅπως εἶ­ναι γραμ­μέ­νο: «Μή φο­βᾶσαι, θυ­γα­τέ­ρα Σι­ών! '­Ι­δού ό βα­σι­λεύς σου έρ­χε­ται κα­θή­με­νος σ' έ­να που­λά­ρι ό­νου. Άλ­λά  τί σή­μαι­ναν αύ­τά δέν κα­τα­λά­βαι­ναν οί μα­θη­ταί του στήν άρ­χή, άλ­λά ὅ­ταν δο­ξά­σθη­κε ό '­Ι­η­σοῦς, τό­τε θυ­μή­θη­καν, ὅτι αύ­τά ἦ­ταν γι' αύ­τόν γραμ­μέ­να, καί αύ­τά έ­κα­ναν σ' αύ­τόν. Οἱ δέ ἄν­θρω­ποι­ τοῦ λα­οῦ πού ἦ­ταν μα­ζί του ὅ­ταν φώ­να­ξε τό Λά­ζα­ρο νά βγῆ ά­πό­ τό μνῆ­μα καί τόν ά­νέ­στη­σε έκ νε­κρῶν, ἔ­δι­ναν μαρ­τυ­ρί­α (γιά τό­ θαῦ­μα). Γι' αύ­τό καί τόν προ­ϋ­πάν­τη­σε ό λα­ός, δι­ό­τι ἄ­κου­σαν, ὅ­τι­ εἶ­χε κά­νει αύ­τό τό θαῦ­μα
Ἠ ἀρχή τοῦ τέλους
Ἀ­πό σή­με­ρα ἀρ­χί­ζει τό τέ­λος τῆς σύν­το­μης ζω­ῆς τοῦ Σω­τῆ­ρα τῆς ἀν­θρω­πό­τη­τος, πού ἔ­ζη­σε στόν ἐ­φή­με­ρο τοῦ­το κό­σμο, μέ μο­να­δι­κό σκο­πό νά κα­ταρ­γή­ση τό κρά­τος τοῦ δι­α­βό­λου καί νά ἀ­πο­κα­τα­στή­ση τό σύν­δε­σμο τοῦ  ἁ­μαρ­τω­λοῦ ἀν­θρώ­που μέ τό  Δη­μι­ουρ­γό του. Αὐτό  θά τό ἔφερνε σέ πέρας σέ λί­γες μέ­ρες  καί θά  τέ­λει­ω­νε τό ἔρ­γο αὐ­τό μέ τόν σταυ­ρι­κό θά­να­το, ἀλ­λά μέ ἀ­πό­λυ­τη ἐ­πι­τυ­χί­α.
            Τό με­γά­λο θαῦ­μα τῆς ἀ­να­στά­σε­ως τοῦ  φί­λου του Λα­ζά­ρου ὁ ὁ­ποῖ­ος εἶ­χε ἀ­πο­θά­νει καί τα­φεῖ πρίν τέσ­σε­ρεις ἡ­μέ­ρες ἐν­θου­σί­α­σε τά πλή­θη, ἀλ­λά ὑ­πε­δαύ­λι­σε καί τό μῖ­σος τῶν Γραμ­μα­τέ­ων καί  Φα­ρι­σαί­ων πού ζη­τοῦ­σαν εὐ­και­ρί­α νά  συλ­λά­βουν τόν Ἰ­η­σοῦν καί νά τόν θα­να­τώ­σουν.
Βρι­σκό­ταν ὁ Ἰ­η­σοῦς στήν οἰ­κί­α τοῦ Λα­ζά­ρου ἔ­ξω ἀ­πό τήν Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ. Τήν ἐ­παύ­ριον ἔ­πρε­πε νά βα­δί­ση τό δρό­μο καί θά τε­λεί­ω­νε τό ἔρ­γο Του, γνω­ρί­ζον­τας ὅ­λο τό πά­θος, τό μαρ­τυ­ρί­ο καί τό θά­να­το πού θά ὁ­λο­κλή­ρω­νε τό σκο­πό Του. Στό με­τα­ξύ πλη­σί­α­ζε καί τό Πά­σχα τῶν Ἑ­βραί­ων καί  μα­ζεύ­τη­κε πο­λύ πλῆ­θος Ἰ­ου­δαί­ων γιά νά γι­ορ­τά­ση τή με­γά­λη αὐ­τή γι­ορ­τή. Ὅ­ταν ἔ­γι­νε γνω­στό ὅ­τι ὁ Ἰ­η­σοῦς μπαί­νει στήν πό­λι τό­τε τά πλή­θη τόν ὑ­πο­δέ­χθη­καν μέ πο­λύ ἐν­θουσια­σμό καί ἐκ­δη­λώ­σεις. Με­ρι­κοί ἅ­πλω­ναν τά  ἐν­δύμα­τά τους στό δρό­μο πού περ­νοῦ­σε ὁ Ἰ­η­σοῦς, ἄλ­λοι ἀ­νέ­βαι­ναν στά δέν­δρα ἔ­κο­βαν κλά­δους καί τόν ὑ­πο­δέ­χον­ταν θρι­αμ­βευ­τι­κά σάν βα­σι­λέ­α, .ἐ­νῶ τό  Συ­νέ­δριο καί οἱ Φα­ρισ­σαῖ­οι βυ­σο­δο­μοῦ­σαν ἐ­ναν­τί­ο τοῦ  Κυρίου.
Ὅ­μως αὐ­τή τή θρι­αμ­βευ­τι­κή ὑ­πο­δο­χή τοῦ πλῆ­θους, σέ λί­γες μέ­ρες θά ἀνταλασσόταν μέ μιά ἄλ­λη συμ­πε­ρι­φο­ρά πού φα­νε­ρώ­νει τήν ἀ­στά­θεια τοῦ ἀν­θρωπί­νου χα­ρα­κτή­ρα. Τό ἴ­διο πλῆ­θος ἐ­πη­ρε­α­σμέ­νο ἀ­πό τούς  ἄρ­χον­τες τῶν Ἑ­βραί­ων, ἀν­τί τοῦ «ὡ­σαν­νά» θά φώ­να­ζαν «σταύ­ρω­σον, σταύ­ρω­σον αὐ­τόν»!
Ἔ­χου­με λοι­πόν ἐ­νώ­πιόν μας δύ­ο συ­πε­ρι­φο­ρές, δύ­ο πα­ρα­δείγ­μα­τα, ἀ­πό τή μιά τόν Κύ­ριο νά βα­δί­ζη μέ στα­θε­ρό­τη­τα στό σκο­πό Του, χω­ρίς νά  ἐμ­ποδί­ζε­ται ἀ­πό τά γε­γο­νό­τα, καί ἀ­πο τήν ἄλ­λη ἔ­χου­με τό πλῆ­θος τοῦ λα­οῦ πού με­τα­βάλ­λε­ται ἀ­νά­λο­γα μέ τίς πε­ρι­στά­σεις.  Ὁ μέν Ἰ­η­σοῦς πού βά­δι­σε μέ  πί­στι στό τε­λι­κό του σκο­πό χω­ρίς νά  τόν ἐμ­πο­δί­ση κα­μιά δυ­σκο­λί­α καί δο­κι­μα­σί­α πέ­τυ­χε νά ἐ­λευ­θε­ρώ­ση τό ἀν­θρώ­πι­νο γέ­νος ἀ­πό τή δου­λεί­α τοῦ σα­τα­νά καί νά μπο­ροῦ­με ἐ­μεῖς σή­με­ρα ἄν τό θε­λή­σου­με νά  ζή­σου­με στήν οἰ­κο­γέ­νεια τοῦ Θε­οῦ αἰ­ώ­νια μέ­σα στή χα­ρά καί τήν εὐ­τυ­χί­α. Ὁ δέ ὄ­χλος πού με­τα­βαλ­λό­ταν ἀ­νά­λο­γα μέ τίς πε­ρι­στά­σεις νά προ­χω­ρή­ση στό φό­νο καί στό ἔγ­κλη­μα ἐ­ναν­τί­ον τοῦ Εὐ­ερ­γέ­τη τῆς ἀν­θρω­πό­τη­τας καί γιά τοῦ­το νά τι­μω­ρη­θῆ μέ τήν κα­τα­στρο­φή τῆς χώ­ρας του καί τό δι­α­σκορ­πι­σμό τοῦ λαοῦ στίς πέν­τε Ἠ­πεί­ρους.
Ἐ­μεῖς δέν ἔ­χου­με πα­ρά νά ἀ­κο­λου­θήσου­με τό πα­ρά­δειγ­μα τοῦ  Σω­ταῆ­ρα μας  Χρι­στοῦ, νά βα­δί­σου­με μέ στα­θε­ρό­τη­τα καί προ­σύ­λω­σι στό σκο­πό τῆς σω­τη­ρί­ας μας καί ἐ­ναν­τί­ον κά­θε ἐμ­πο­δί­ου, ἀλ­λά καί μέ τήν ἐ­φαρ­μο­γή τοῦ θεί­ου θε­λή­μα­τος, θά φθά­σου­με στό πο­θη­τό τέρ­μα τῆς σω­τη­ρί­ας καί τῆς  εἰ­σό­δου μας στήν αἰ­ώ­νια βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ.

52. ΚΥΡΙΑΚΗ  ΠΡΟ ΤΗΣ ΥΨΩΣΕΩΣ

 (Ἰωάν.  γ΄ 13-17)
Εἶπεν ὁ Κύριος· οὐ­δεὶς ἀ­να­βέ­βη­κεν εἰς τὸν οὐ­ρα­νὸν εἰ μὴ ὁ ἐκ τοῦ οὐ­ρα­νοῦ κα­τα­βάς, ὁ υἱ­ὸς τοῦ ἀν­θρώ­που ὁ ὤν ἐν τῷ οὐ­ρα­νῷ.  Καὶ κα­θὼς Μω­ϋ­σῆς ὕ­ψω­σε τὸν ὄ­φιν ἐν τῇ ἐ­ρή­μῳ, οὕ­τως ὑ­ψω­θῆ­ναι δεῖ τὸν υἱ­ὸν τοῦ ἀν­θρώ­που,  ἵ­να πᾶς ὁ πι­στε­ύ­ων εἰς αὐ­τὸν μὴ ἀ­πό­λη­ται ἀλ­λ' ἔ­χῃ ζω­ὴν αἰ­ώ­νιον.  Οὕ­τω γὰρ ἠ­γά­πη­σεν ὁ Θε­ὸς τὸν κό­σμον, ὥ­στε τὸν υἱ­ὸν αὐ­τοῦ τὸν μο­νο­γε­νῆ ἔ­δω­κεν, ἵ­να πᾶς ὁ πι­στε­ύ­ων εἰς αὐ­τὸν μὴ ἀ­πό­λη­ται ἀλ­λ' ἔ­χῃ ζω­ὴν αἰ­ώ­νιον.  Οὐ γὰρ ἀ­πέ­στει­λεν ὁ Θε­ὸς τὸν υἱ­ὸν αὐ­τοῦ εἰς τὸν κό­σμον ἵ­να κρί­νῃ τὸν κό­σμον, ἀλ­λ' ἵ­να σω­θῇ ὁ κό­σμος δι' αὐ­τοῦ.
Μετάφρασι
Εἶπεν  ὁ Κύριος·  καί  (γιά νά γνω­ρί­ζῃ καί νά σᾶς πεῖ τά ἐ­που­ρά­νια) κα­νείς δέν ἀ­νέ­βη­κε στόν οὐ­ρα­νό, πα­ρά ἐ­κεῖ­νος, πού κα­τέ­βη­κε ἀ­πό τόν οὐ­ρα­νό, ὁ Υἱ­ός τοῦ ἀν­θρώ­που, ὁ ὁ­ποῖ­ος (συγ­χρό­νως) εἶ­ναι στόν οὐ­ρα­νό. Ὅ­πως δέ ὁ Μω­ϋ­σῆς στήν ἔ­ρη­μο ὕ­ψω­σε τόν ὄ­φι, ἔ­τσι καί ὁ Υἱ­ός τοῦ ἀν­θρώ­που πρό­κει­ται νά ὑ­ψω­θῇ,  ὥ­στε κα­θέ­νας, πού πι­στεύ­ει σ' αὐ­τόν, νά  μή πε­θά­νῃ (πνευ­μα­τι­κά), ἀλ­λά νά ἔ­χῃ ζω­ή αἰ­ώ­νια. Ναί! Τό­σο ἀ­γά­πη­σε ὁ Θε­ός τόν κό­σμο, ὥ­στε τόν Υἱ­ό του τόν μο­νο­γε­νῇ ἔ­δω­σε γιά θυ­σί­α, ὥ­στε κα­θέ­νας, πού πι­στεύ­ει σ' αὐ­τόν, νά μή πε­θά­νη (πνευ­μα­τι­κά),  ἀλ­λά νά ἔ­χῃ ζω­ήν αἰ­ώ­νια. Ναί! Δέν ἀ­πέ­στει­λε ὁ Θε­ός τόν Υἱ­ό του στόν κό­σμο γιά νά τι­μω­ρή­ση τόν κό­σμο, ἀλ­λά γιά νά σω­θῇ ὁ κό­σμος δι' αὐ­τοῦ.  
Τό γε­γο­νός στό ὁ­ποῖ­ο ἀ­να­φέ­ρε­ται ὁ Κύ­ριος στό ση­με­ρι­νό Εὐ­αγ­γέ­λιο συ­νέ­βη ὅ­ταν οἱ Ἰσ­ρα­η­λί­τες βά­δι­ζαν γιά τή γῆ τῆς ἐ­παγ­γε­λί­ας καί πα­ρ’ ὅ­λο πού ὁ Θε­ός τούς ἐ­φο­δί­α­ζε μέ τό­σα ἀ­γα­θά καί τούς σκέ­πα­ζε μέ τή Χά­ρι Του, αὐ­τοί μεμ­ψι­μοι­ροῦ­σαν ἐ­ναν­τί­ον τοῦ Θε­οῦ καί τοῦ Μω­ϋ­σῆ, για­τί πε­θύ­μη­σαν τά πρά­σα καί τά κρεμ­μύ­δια τῆς τυ­ραν­νι­κῆς Αἰ­γύ­πτου. Γιά νά τι­μω­ρή­ση ὁ Θε­ός τήν ἀ­χα­ρι­στί­α τους αὐ­τή καί νά τούς ὁ­δη­γή­ση στή με­τά­νοι­α, ἔ­στει­λε φί­δια φαρ­μα­κε­ρά καί  τούς δάγ­κω­ναν.
Πολ­λοί θά­να­τοι καί πο­λύς ὁ­δυρ­μός καί θρῆ­νος, μέ ἀ­πο­τέ­λε­σμα νά με­τα­νοι­ώ­ω­σουν γιά τήν ἁ­μαρ­τί­α τους. Τὀ­τε πα­ρε­κά­λε­σαν τό Θε­ό διά τοῦ Μω­ϋ­σῆ νά τού λυ­πη­θῆ. Ὁ Θε­ός δι­ά­τα­ξε τόν Μω­ϋ­σῆ νά  κά­νη ἕ­να χάλ­κι­νο φί­δι, νά τό  βά­λη σ’ ἕ­να κον­τά­ρι καί νά τό κρα­τοῦν πάν­το­τε ψη­λά καί ὅ­ταν κά­ποι­ος πλη­γω­νό­ταν ἀ­πό φί­δι νά  κοι­τά­ζη τό χάλ­κι­νο αὐ­τό φί­δι γιά νά ἐ­ξου­δε­τε­ρώ­νε­ται τό δη­λη­τή­ριο. Μό­νον τό­τε γλύ­τω­σαν οἱ ὁ­δοι­πό­ροι ἀ­πό τά φί­δια.
Αὐ­τό εἶ­ναι ἕ­να γε­γο­νός. Εἶ­ναι ὅ­μως καί ἕ­να σύμ­βο­λο. Τά δη­λη­τη­ρι­ώ­δη φί­δια συμ­βό­λι­ζαν τό Δι­ά­βο­λο. Θα­να­τη­φό­ρο δη­λη­τή­ριο εἶ­ναι ἡ ἁ­μαρ­τί­α πού προ­κα­λεῖ στόν ἄν­θρω­πο με­γά­λη δυ­στυ­χί­α καί πνευ­μα­τι­κό θά­να­το, ἀ­πο­μα­κρύ­νον­τάς τον ἀ­πό τό Θε­ό. Καί τό ὐ­ψω­μέ­νο φί­δι πού ἡ θέ­α του κα­ταρ­γοῦ­σε τό δη­λη­τή­ριο, ἐ­συμ­βό­λι­ζε τό Χρι­στό στό σταυ­ρό, στόν Ὁ­ποῖ­ο ἄν ὁ ἁ­μαρ­τω­λός ἄν­θρω­πος ἀ­τε­νί­σει σ’ Αὐ­τόν μέ πί­στι,  ἀ­παλ­λάσ­σε­ται ἀ­πό τήν ἁ­μαρ­τί­α καί ἀ­πο­φεύ­γει τό θά­να­το καί τήν αἰ­ώ­νια κα­τα­δί­κη καί ζεῖ τήν εὐ­τυ­χι­σμέ­νη ζω­ή τοῦ Πα­ρα­δεί­σου.
Ὁ ἱ­ε­ρός Χρυ­σό­στο­μος κά­μνει μιά πο­λύ κτυ­πη­τή σύγ­κρι­σι τοῦ συμ­βο­λι­κοῦ ἐ­κεί­νου γε­γο­νό­τος.«Ἐ­κεῖ -λέ­γει –  δι­έ­φυ­γαν οἱ Ἰ­ου­δαῖ­οι τόν πρό­σκαι­ρο, τό σω­μα­τι­κό θά­να­το. Ἐ­δῶ δι­α­φεύ­γουν οἱ πι­στοί τόν αἰ­ώ­νιο θά­να­το. Ἐ­κεῖ, τό κρε­μα­σμέ­νο στό ξύ­λο φί­δι θε­ρά­πευ­ε τά δαγ­κώ­μα­τα ἀ­πό τά δη­λη­τη­ρι­ώ­δη φί­δια. Ἐ­δῶ ὁ σταυ­ρω­θείς Ἰ­η­σοῦς θε­ρα­πεύ­ει τίς φο­βε­ρές πλη­γές πού προ­κα­λεῖ ὁ Δι­ά­βο­λος (μέ τήν ἁ­μαρ­τί­α). Ἐ­κεῖ κα­θέ­νας πού μέ τά σω­μα­τι­κά του μά­τια ἀ­τέ­νι­ζε τό χάλ­κι­νο φί­δι θε­ρα­πευ­ό­ταν. Ἐ­δῶ ἐ­κεῖ­νος πού  μέ τά μά­τια τῆς  ψυ­χῆς ἀ­τε­νί­ζει τόν Κύ­ριο, βγά­ζει ἀ­πό πά­νω του τά ἁ­μαρ­τή­μα­τά του.­.­.­.» Τό  ὑ­ψω­μέ­νο ἐ­κεῖ­νο φί­δι ἐ­συμ­βό­λι­ζε τό σταυ­ρό τοῦ Κυ­ρί­ου πρίν ἀ­πό τό­σα χρό­νια, καί  ἔ­γι­νε γε­γο­νός ἀ­δι­αμ­φι­σβή­τη­το πλέ­ον.
             Ὁ Σταυ­ρός πού ὑ­ψώ­θη­κε στό Γολ­γο­θᾶ, καί  ἐ­πά­νω του ἄ­φη­σε τήν τε­λευ­ταί­α του πνο­ή ὁ Κύ­ριος, καί ὅ­λη ἡ ἄλ­λη σκη­νή τοῦ πά­θους, ἔ­γι­νε γιά κά­θε ἁ­μαρ­τω­λό, γιά σέ­να καί γιά μέ­να,τό κα­τα­λυ­τι­κό ὄρ­γα­νο τῆς ἁ­μαρ­τί­ας
           
            Σή­με­ρα πού προ­ε­ορ­τά­ζου­με τήν ὕ­ψω­ση τοῦ τι­μί­ου Σταυ­ροῦ, καί πάν­το­τε ὅ­ταν ἀν­τι­κρύ­ζου­με τό Σταυ­ρό νά θυ­μό­μα­στε ὅ­τι εἶ­ναι τό σύμ­βο­λο τοῦ πά­θους ἀλ­λά καί τῆς ἀ­γά­πης τοῦ Θε­οῦ πρός τόν ἄν­θρω­πο. Αὐ­τή ἡ ἀ­γά­πη θά πρέ­πει νά εἶ­ναι γιά κά­θε χρι­στια­νό τό κί­νη­τρο τῶν πρά­ξε­ων  καί τῶν σκέ­ψε­ών του Ὁ Σταυ­ρός εἶ­ναι ἡ ση­μαί­α κά­θε χρι­στια­νοῦ καί ἡ ἀ­πό­δει­ξι τῆς  ἀ­πέ­ραν­της ἀ­γά­πης τοῦ Θε­οῦ πρός τόν ἄν­θρω­πο. Εἶ­ναι ἀ­κό­μα τό σύμ­βο­λο τῆς  ἀ­να­γέν­νη­σις καί τῆς  σω­τη­ρί­ας μας, καί θά πρέ­πει νά τόν τι­μοῦ­με καί νά τό σε­βό­μα­στε καί νά τόν σχη­μα­τί­ζου­με στό σῶ­μα μας γιά νά φυ­λα­γό­μα­στε ἀ­πό τήν ἐ­πι­βου­λή τῶν δαι­μό­νων. Πρέ­πει ὅ­μως ὁ Σταυ­ρός νά γί­νε­ται σω­στά ἥ­ρε­μα καί ὄ­χι μέ βε­βι­α­σμέ­νες κι­νή­σεις ὅ­πως κά­νουν με­ρι­κοί χρι­στια­νοί καί δέν κα­τα­λαμ­βαί­νεις τί ἀ­κρι­βῶς κά­νουν, με­ρι­κοί φαί­νον­ται σάν νά παί­ζουν μαν­το­λῖ­νο.
Τε­λει­ώ­νον­τας ἄς  φω­νά­ξου­με κι ἐ­μεῖς μέ τόν ὑ­μνω­δό «Σταυ­ρέ τοῦ Χρι­στοῦ σῶ­σον ὑ­μᾶς τῇ δυ­νά­μει σου». Ἀ­μήν.

53.ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΥΨΩΣΙ

(Μάρκ. η΄ 34-θ΄1)
Εἶπεν ὀ Κύριος˚· Ὅ­στις θέ­λει ὀ­πί­σω μου ἀ­κο­λου­θεῖν, ἀ­παρ­νη­σά­σθω ἑ­αυ­τὸν καὶ ἀ­ρά­τω τὸν σταυ­ρὸν αὐ­τοῦ, καὶ ἀ­κο­λου­θε­ί­τω μοι.  Ὅς γὰρ ἂν θέ­λῃ τὴν ψυ­χὴν αὐ­τοῦ σῶ­σαι, ἀ­πο­λέ­σει αὐ­τήν· ὃς δ' ἂν ἀ­πο­λέ­σῃ τὴν ἑ­αυ­τοῦ ψυ­χὴν ἕ­νε­κεν ἐ­μοῦ  καὶ τοῦ εὐ­αγ­γε­λί­ου, οὗ­τος σώ­σει αὐ­τήν.  Τί γὰρ ὠ­φε­λή­σει ἄν­θρω­πον ἐ­ὰν κερ­δή­σῃ τὸν κό­σμον ὅ­λον, καὶ ζη­μι­ω­θῇ τὴν ψυ­χὴν αὐ­τοῦ;  Ἤ τί δώ­σει ἄν­θρω­πος ἀν­τάλ­λαγ­μα τῆς ψυ­χῆς αὐ­τοῦ;  Ὅς γὰρ ἐ­ὰν ἐ­παι­σχυν­θῇ με καὶ τοὺς ἐ­μοὺς λό­γους ἐν τῇ γε­νε­ᾷ τα­ύ­τῃ τῇ μοι­χα­λί­δι καὶ ἁ­μαρ­τω­λῷ, καὶ ὁ υἱ­ὸς τοῦ ἀν­θρώ­που ἐ­παι­σχυν­θή­σε­ται αὐ­τὸν ὅ­ταν ἔλ­θῃ ἐν τῇ δό­ξῃ τοῦ πα­τρὸς αὐ­τοῦ με­τὰ τῶν ἀγ­γέ­λων τῶν ἁ­γί­ων. Καὶ ἔ­λε­γεν αὐ­τοῖς· Ἀ­μὴν λέ­γω ὑ­μῖν ὅ­τι εἰ­σί τι­νες ὧ­δε τῶν ἑ­στη­κό­των, οἵ­τι­νες οὐ μὴ γε­ύ­σων­ται θα­νά­του ἕ­ως ἂν ἴ­δω­σι τὴν βα­σι­λε­ί­αν τοῦ Θε­οῦ ἐ­λη­λυ­θυῖ­αν ἐν δυ­νά­μει
Μετάφρασι
Εἶ­πεν ό Κύ­ριος «Ὅ­ποι­ος θέ­λει νά μέ ά­κο­λου­θῆ, ἄς ά­παρ­νη­θη τόν έ­αυ­τό του καί ας ση­κώ­ση τό σταυ­ρό του, καί έ­τσι ἄς μέ ά­κο­λου­θη. Δι­ό­τι ὅ­ποι­ος θά έ­πι­δι­ώ­κη νά σώ­ση τόν έ­αυ­τό του (ά­πo­φεύ­γo­v­τας τό μαρ­τύ­ριο), θά τόν χά­ση. Αν­τι­θέ­τως, ὅ­ποι­ος θά θυ­σιά­ση τόν έ­αυ­τό του γι­ά μέ­να καί τό εύ­αγ­γέ­λιο, αυ­τός θά τόν σώ­ση. Τί δέ ώ­φε­λεῖ­ται ό ἄν­θρω­πος, έ­άν κερ­δί­ση ὁ­λό­κλη­ρο τον κό­σμο, άλ­λά χάση­ τόν έ­αυ­τό του; '­Ή τί δύ­να­ται νά δώ­ση ό αν­θρω­πος άν­τί­τι­μο γιά τό­ν έ­αυ­τό του; Ὅ­ποι­ος βε­βαί­ως έν­τρα­πῆ γιά μέ­να καί τούς λό­γους μου ­σ' αυ­τή τή γε­νε­ά τή μοι­χα­λί­δα ( Τήν ἄ­πι­στη στόν ού­ρά­νιο Νυμ­φί­ο) καί ά­μαρ­τω­λή, καί ό Υί­ός τοῦ άν­θρώ­που θά έν­τρα­πῆ γι' αυ­τόν ὄ­ταν θά ἔλ­θη μέ τή δό­ξα τοῦ Πα­τέ­ρα του μα­ζί μέ τούς ἁ­γί­ους άγ­γέ­λους». Καί τούς έ­λε­γε ά­κό­μη: «Ἀ­λη­θι­νά σας λέγ­ω, ὄ­τι εἶ­ναι με­ρι­κοί ά­π' αὐ­τούς πού βρί­σκον­ται έ­δῶ, οἱ ὁ­ποῖ­οι δέν θά γευ­θοῦν θά­να­το μέ­χρι νά ί­δουν τή βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ νά ἔ­χη ἔλ­θει δυ­να­μι­κά κα­Ι ά­πο­τε­λε­σμα­τι­κά (πρᾶγ­μα πού συ­νέ­βη τό 70 μΧ μέ τήν ἅλωσι τῆ­ς'­Ι­ε­ρου­σα­λήμ, τή συν­τρι­βή τοῦ Ί­ου­δα­ϊ­σμοῦ καί τή κα­τί­σχυ­σι τῆ­ς'­Εκ­κλη­σί­ας.
Ὁ Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός δέν ἦ­ταν ἕ­νας συ­νη­θι­σμέ­νος ἡ­γέ­της πού  γιά νά δε­λε­ά­ση καί νά προ­σελ­κύ­ση ὁ­πα­δούς ὑ­πό­σχε­ται ὑ­λι­κά ἀ­γα­θά, εὐ­η­με­ρί­α πλοῦ­το καί ἀ­ξι­ώ­μα­τα. Καί τό ἀ­πο­δει­κνύ­ει αὐ­τό μέ τούς ὅ­ρους πού βά­ζει σ’ ὅ­σους θέ­λουν νά τόν ἀ­κο­λουθή­σουν. Λέ­γει λοι­πόν σ’ αὐτούς ὅτι θά πρέ­πει νά ἐ­φαρ­μό­σουν δύ­ο κα­νό­νες. Πρῶ­το νά ἀρ­νη­θοῦν τόν ἑ­αυ­τό τους καί δεύ­τε­ρο νά ση­κώ­σουν τό  σταυ­ρό τους καί τό­τε νά τόν ἀ­κο­λουθή­σουν. Ἄς δου­με λοι­πόν τό πε­ρι­ε­χό­με­νο τῶν δύ­ο αὐ­τῶν προ­ϋ­πο­θέ­σε­ων γιά νά γί­νη κά­ποι­ος ἀ­κό­λου­θος τοῦ  Ἰ­η­σοῦ.
1)    Γιά νά ἀ­παρ­νη­θη κά­ποι­ος τόν ἑ­αυ­τό του θά πρέ­πει πρῶ­τα ἀ­π’ ὄ­λα νά ὑ­πάρ­χη ἡ θέ­λη­σι τοῦ  ἀν­θρώ­που καί μά­λι­στα νά ὑ­πάρ­χη μιά  ἰ­σχυ­ρή θέ­λη­σι, θέ­λη­σι πού νά  μπο­ρεῖ νά δέ­χε­ται τίς θυ­σί­ες πού ἐ­πι­βάλ­λον­ται. Για­τί,  σέ πολ­λές πε­ρι­πτώ­σεις τό θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ συγ­κρού­ε­ται μέ  τό θέ­λη­μα τοῦ κό­σμου καί τό θέ­λη­μα τοῦ  ἀν­θρώ­που. Δι­α­φο­ρε­τι­κά θέ­λει νά συμ­πε­ρι­φε­ρό­μα­στε ὁ Θε­ός, καί δι­α­φο­ρε­τι­κά συμ­πε­ρι­φέ­ρε­ται ὁ  σαρ­κι­κός ἄν­θρω­πος μέ τίς δι­ά­φο­ρες ἁ­μαρτω­λές του ἐ­πι­θυ­μί­ες. Σί­γου­ρα ὑ­πάρ­χει ἕ­νας ἀ­γώ­νας μέ­σα στόν ἄν­θρω­πο, για­τί δυ­ό δυ­νά­μεις τόν δι­εκ­δικοῦν· ἀ­πό τή μιά ὁ Θε­ός καί ἀ­πό τήν ἄλ­λη ὁ δι­ά­βο­λος μέ τά κο­σμι­κά θέλ­γη­τρα καί ὑ­πο­σχέ­σεις καί τήν κο­σμι­κή συμ­πε­ρι­φο­ρά. Δυ­στυ­χῶς ὁ ἄν­θρω­πος πάν­το­τε ρέ­πει πρός τά  σαρ­κι­κά πράγ­μα­τα καί ἐ­πι­θυ­μεῖ αὐ­τά, ἀ­να­ζη­τᾶ τί δό­ξα, τήν ἡ­δο­νή καί τήν ἀ­νά­παυ­σι τῆς σάρ­κας του. Ὅ­λα αὐ­τά ἀ­πο­μα­κρύ­νουν τόν ἄν­θρω­πο ἀ­πό τόν Κύ­ριο καί ἄν θέ­λει νά Τόν ἀ­κο­λου­θή­ση πρέ­πει ὅ­λα αὐ­τά νά τά ἀ­παρ­νη­θῆ καί νά ἔλ­θη σέ σύγ­κρου­σι μέ τόν κό­σμο καί μέ τό σαρ­κι­κό ἑαυ­τό του,  καί αὐ­τό ση­μαί­νει «ἀ­παρ­νη­σά­σθω ἑ­αυ­τόν»• ν’ ἀπαρνηθῆ τά  ἁμαρτωλά σαρκικά φρονήματα
«Καί ἀ­ρά­τω τόν σταυ­ρόν αὐ­τοῦ»
Ἐ­φαρ­μό­ζον­τας τή ζω­ή τοῦ Χρι­στοῦ στό βί­ο του ὁ ἄν­θρω­πος, θά ἔλ­θη ἀ­να­πό­φευ­κτα σέ σύγ­κρου­σι μέ τό πε­ρι­βάλ­λο του, μέ τούς δι­κούς του, μέ τόν σαρ­κι­κό κό­σμο, ἀλ­λά καί μέ τόν ἑ­αυ­τό του. Τό­τε θά δο­κι­μά­ση πει­ρα­σμούς, πε­ρι­φρο­νή­σεις. συ­κο­φαν­τί­ες καί τα­πει­νώ­σεις πού σί­γου­ρα δη­μι­ουρ­γοῦν ἕ­να σταυ­ρό, μιά δο­κι­μα­σί­α· καί δέν εἶ­ναι μό­νο αὐ­τά, ἀλ­λά καί ὀ δι­ά­βο­λος θά ἐ­πι­τεί­νη αὐ­τό τό σταυ­ρό μέ τά δι­ά­φο­ρα βά­σα­να πού  δη­μι­ουρ­γεῖ στόν ἄν­θρω­πο σέ τέ­τοι­ες πε­ρι­πτώ­σεις. Ὅ­λα αὐ­τά ὁ πραγ­μα­τι­κός ἀ­κό­λου­θος τοῦ Ἰ­η­σοῦ θά πρέ­πει νά τά ἀ­νε­χθῆ μέ ὑ­πο­μο­νή καί καρ­τε­ρί­α καί  μέ ἀ­πό­φα­σι στα­θε­ρή νά ση­κώ­ση τόν σταυ­ρό αὐ­τό καί νά ἀ­κο­λου­θή­ση τόν σταυ­ρο­φό­ρο Ἰ­η­σοῦ πού πρῶ­τος σή­κω­σε αὐ­τά τά βά­ρη μέ­χρι πού καί τή ζω­ή Του ἔ­δω­κε γιά μᾶς.
 «Καί ἀ­κο­λου­θή­τω μοι»
Με­τά ἀ­πό τήν γεν­ναί­α αὐ­τή ἀ­πό­φα­σι νά ση­κώ­ση ὁ ἄν­θρω­πος αὐ­τό τό σταυ­ρό θά ἀ­κο­λου­θή­ση τό Χρι­στό; Γιά νά ἀ­κο­λου­θή­ση τό Χρι­στό πρέ­πει νά μι­μη­θῆ τό πα­ρά­δειγ­μά Του καί νά ἐ­φαρ­μό­ση ὅ,τι Αὐ­τός ἔ­πρα­ξε, χω­ρίς νά λαμ­βά­νη ὑ­πό­ψι τί θέ­λει ὁ ἑ­αυ­τός του καί οἱ γύ­ρω σου. Νά γί­νη δη­λα­δή ἄν­θρω­πος με­γά­λης ἀ­γά­πης, ἄν­θρω­πος θυ­σί­ας ὅ­πως καί ὁ Χρι­στός Τό­τε ἀ­παρ­νῆ­ται τόν ἑ­αυ­τό του καί ἀ­κο­λου­θεῖ ἀ­πό πί­σω τό Χρι­στό, οὔ­τε ἀ­πό τά δε­ξιά οὔ­τε ἀ­πό τά ἀ­ρι­στε­ρά Του, πί­σω του πα­τών­τας μέ­σα στά βή­μα­τά Του.  Ἔ­τσι γί­νε­ται ἀ­κό­λου­θος τοῦ Χρι­στοῦ ὁ ἄν­θρω­πος. Τί ση­μαί­νει ἀ­κό­λου­θος τοῦ Χρι­στοῦ;  Ἂ­κό­λου­θος τοῦ Χρι­στοῦ εἶ­ναι ἐ­κεῖ­νος πού μι­μεῖ­ται τή ζω­ή τοῦ Κυ­ρί­ου, ἐ­κεῖ­νος πού  τη­ρεῖ σω­στά τίς ἐν­το­λές Του καί μέ­νει μέ­σα στή δι­δα­σκα­λί­α καί τό πα­ρά­δειγ­μά Του· ἐ­κεῖ­νος πού προ­κει­μέ­νου νά γί­νη τό θέ­λη­μα τοῦ Χρι­στοῦ θυ­σιά­ζει τά πάν­τα καί τούς πάν­τες, τόν κό­σμο καί τίς χα­ρές του καί τίς κρί­σεις του. Ὁ χρι­στι­στια­νός πού δέ μέ­νει μέ­σα στή δι­δα­σκα­λί­α τοῦ Χρι­στοῦ, δέν ἔ­χει οὔ­τε τό Θε­ό, λέ­γει ὁ Εὐ­αγ­γε­λι­στής Ἰ­ω­άν­νης στή δεύ­τε­ρη του ἐ­πι­στο­λή, καί μό­νον ὅ­σοι μέ­νουν καί ἐ­φαρ­μό­ζουν τή δι­δα­σκα­λί­α τοῦ Χρι­στοῦ, ἔ­χουν καί τόν Υἱ­όν καί τόν Πα­τέ­ρα. Αὐ­τό πρέ­πει νά τό λά­βου­με σο­βα­ρά ὑ­πό­ψι. 
Με­τά ἀ­πό αὐ­τά, κα­θέ­νας ἀ­πό μᾶς πού θέ­λου­με νά ἀ­κο­λου­θή­σου­με τό Χρι­στό, θά πρέ­πει νά με­λε­τή­σου­με σο­βα­ρά τό θέ­μα νά πά­ρου­με στα­θε­ρή ἀ­πό­φα­σι, νά ἀ­παρ­νη­θοῦ­με τόν ἑ­αυ­τός μας, νά μήν κά­νου­με τά θε­λή­μα­τα τῆς σάρ­κας, καί τίς ἁ­μαρ­τω­λές ἐ­πι­θυ­μί­ες τοῦ ψεύ­τι­κου τού­του κό­σμου, νά ἀ­κο­λου­θή­σου­με τά βή­μα­τα τοῦ σταυ­ρο­φό­ρου Χρι­στοῦ, γιά νά κα­τα­ξι­ω­θοῦ­με ὅ­πως ἐ­κεῖ­νος τῆς  ἀ­να­στά­σε­ως μας  στή βα­σι­λεί­α Του. Ἀ­μήν.

54. ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΟ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ

(Ματθ. α΄ )
 Βί­βλος γε­νέ­σε­ως Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ, υἱ­οῦ Δαυ­ῒδ, υἱ­οῦ Ἀ­βρα­άμ.  Ἀ­βρα­ὰμ ἐ­γέν­νη­σεν τὸν Ἰ­σα­άκ, Ἰ­σα­ὰκ δὲ ἐ­γέν­νη­σεν τὸν Ἰ­α­κώβ, Ἰ­α­κὼβ δὲ ἐ­γέν­νη­σεν τὸν Ἰ­ο­ύ­δαν καὶ τοὺς ἀ­δελ­φοὺς αὐ­τοῦ,  Ἰ­ο­ύ­δας δὲ ἐ­γέν­νη­σεν τὸν Φα­ρὲς καὶ τὸν Ζα­ρὰ ἐκ τῆς Θά­μαρ, Φα­ρὲς δὲ ἐ­γέν­νη­σεν τὸν Ἑσ­ρώμ, Ἑσ­ρὼμ δὲ ἐ­γέν­νη­σεν τὸν Ἀ­ράμ,  Ἀ­ρὰμ δὲ ἐ­γέν­νη­σεν τὸν Ἀ­μι­να­δάβ, Ἀ­μι­να­δὰβ δὲ ἐ­γέν­νη­σεν τὸν Να­ασ­σών, Να­ασ­σὼν δὲ ἐ­γέν­νη­σεν τὸν Σαλ­μών,  Σαλ­μὼν δὲ ἐ­γέν­νη­σεν τὸν Βο­ὸζ ἐκ τῆς Ρα­χάβ, Βο­ὸζ δὲ ἐ­γέν­νη­σεν τὸν Ὠ­βὴδ ἐκ τῆς Ρο­ύθ, Ὠ­βὴδ δὲ ἐ­γέν­νη­σεν τὸν Ἰ­εσ­σαί,  Ἰ­εσ­σαὶ δὲ ἐ­γέν­νη­σεν τὸν Δαυ­ῒδ τὸν βα­σι­λέ­α. Δαυ­ῒδ δὲ ἐ­γέν­νη­σεν τὸν Σο­λο­μῶν­τα ἐκ τῆς τοῦ Οὐ­ρί­ου,  Σο­λο­μὼν δὲ ἐ­γέν­νη­σεν τὸν Ρο­βο­άμ, Ρο­βο­ὰμ δὲ ἐ­γέν­νη­σεν τὸν Ἀ­βιά, Ἀ­βιὰ δὲ ἐ­γέν­νη­σεν τὸν Ἀ­σά,  Ἀ­σὰ δὲ ἐ­γέν­νη­σεν τὸν Ἰ­ω­σα­φάτ, Ἰ­ω­σα­φὰτ δὲ ἐ­γέν­νη­σεν τὸν Ἰ­ω­ράμ, Ἰ­ω­ρὰμ δὲ ἐ­γέν­νη­σεν τὸν Ὀ­ζί­αν,  Ὀ­ζί­ας δὲ ἐ­γέν­νη­σεν τὸν Ἰ­ω­ά­θαμ, Ἰ­ω­ά­θαμ δὲ ἐ­γέν­νη­σεν τὸν Ἀ­χαζ, Ἀ­χαζ δὲ ἐ­γέν­νη­σεν τὸν Ἑ­ζε­κί­αν,  Ἑ­ζε­κί­ας δὲ ἐ­γέν­νη­σεν τὸν Μα­νασ­σῆ, Μα­νασ­σῆς δὲ ἐ­γέν­νη­σεν τὸν Ἀ­μών, Ἀ­μὼν δὲ ἐ­γέν­νη­σεν τὸν Ἰ­ω­σί­αν,  Ἰ­ω­σί­ας δὲ ἐ­γέν­νη­σεν τὸν Ἰ­ε­χο­νί­αν καὶ τοὺς ἀ­δελ­φοὺς αὐ­τοῦ ἐ­πὶ τῆς με­τοι­κε­σί­ας Βα­βυ­λῶ­νος.  Με­τὰ δὲ τὴν με­τοι­κε­σί­αν Βα­βυ­λῶ­νος Ἰ­ε­χο­νί­ας ἐ­γέν­νη­σεν τὸν Σα­λα­θι­ήλ, Σα­λα­θι­ὴλ δὲ ἐ­γέν­νη­σεν τὸν Ζο­ρο­βά­βελ,  Ζο­ρο­βά­βελ δὲ ἐ­γέν­νη­σεν τὸν Ἀ­βι­ο­ύδ, Ἀ­βιοὺδ δὲ ἐ­γέν­νη­σεν τὸν Ἐ­λι­α­κε­ίμ, Ἐ­λια­κεὶμ δὲ ἐ­γέν­νη­σεν τὸν Ἀ­ζώρ,  Ἀ­ζὼρ δὲ ἐ­γέν­νη­σεν τὸν Σα­δώκ, Σα­δὼκ δὲ ἐ­γέν­νη­σεν τὸν Ἀ­χε­ίμ, Ἀ­χεὶμ δὲ ἐ­γέν­νη­σεν τὸν Ἐ­λι­ο­ύδ,  Ἐ­λιοὺδ δὲ ἐ­γέν­νη­σεν τὸν Ἐ­λε­ά­ζαρ, Ἐ­λε­ά­ζαρ δὲ ἐ­γέν­νη­σεν τὸν Ματ­θάν, Ματ­θὰν δὲ ἐ­γέν­νη­σεν τὸν Ἰ­α­κώβ,  Ἰ­α­κὼβ δὲ ἐ­γέν­νη­σεν τὸν Ἰ­ω­σὴφ τὸν ἄν­δρα Μα­ρί­ας, ἐξ ἧς ἐ­γεν­νή­θη Ἰ­η­σοῦς ὁ λε­γό­με­νος Χρι­στός. Πᾶ­σαι οὖν αἱ γε­νε­αὶ ἀ­πὸ Ἀ­βρα­ὰμ ἕ­ως Δαυ­ῒδ γε­νε­αὶ δε­κα­τέσ­σα­ρες, καὶ ἀ­πὸ Δαυ­ῒδ ἕ­ως τῆς με­τοι­κε­σί­ας Βα­βυ­λῶ­νος γε­νε­αὶ δε­κα­τέσ­σα­ρες, καὶ ἀ­πὸ τῆς με­τοι­κε­σί­ας Βα­βυ­λῶ­νος ἕ­ως τοῦ Χρι­στοῦ γε­νε­αὶ δε­κα­τέσ­σα­ρες Τοῦ δὲ Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ ἡ γέ­νε­σις οὕ­τως ἦν· μνη­στευ­θε­ί­σης τῆς μη­τρὸς αὐ­τοῦ Μα­ρί­ας τῷ Ἰ­ω­σήφ, πρὶν ἢ συ­νελ­θεῖν αὐ­τοὺς εὑ­ρέ­θη ἐν γα­στρὶ ἔ­χου­σα ἐκ Πνε­ύ­μα­τος ἁ­γί­ου.  Ἰ­ω­σὴφ δὲ ὁ ἀ­νὴρ αὐ­τῆς, δί­και­ος ὢν καὶ μὴ θέ­λων αὐ­τὴν πα­ρα­δειγ­μα­τί­σαι, ἐ­βου­λή­θη λά­θρᾳ ἀ­πο­λῦ­σαι αὐ­τήν. ταῦ­τα δὲ αὐ­τοῦ ἐν­θυ­μη­θέν­τος ἰ­δοὺ ἄγ­γε­λος Κυ­ρί­ου κα­τ' ὄ­ναρ ἐ­φά­νη αὐ­τῷ λέ­γων· Ἰ­ω­σὴφ υἱ­ὸς Δαυ­ῒδ, μὴ φο­βη­θῇς πα­ρα­λα­βεῖν Μα­ριὰμ τὴν γυ­ναῖ­κά σου, τὸ γὰρ ἐν αὐ­τῇ γεν­νη­θὲν ἐκ πνε­ύ­μα­τός ἐ­στιν ἁ­γί­ου·  τέ­ξε­ται δὲ υἱ­ὸν καὶ κα­λέ­σεις τὸ ὄ­νο­μα αὐ­τοῦ Ἰ­η­σοῦν, αὐ­τὸς γὰρ σώ­σει τὸν λα­ὸν αὐ­τοῦ ἀ­πὸ τῶν ἁ­μαρ­τι­ῶν αὐ­τῶν.  Τοῦ­το δὲ ὅ­λον γέ­γο­νεν ἵ­να πλη­ρω­θῇ τὸ ῥη­θὲν ὑ­πὸ τοῦ Κυ­ρί­ου διὰ τοῦ προ­φή­του λέ­γον­τος·  Ἰ­δοὺ ἡ παρ­θέ­νος ἐν γα­στρὶ ἕ­ξει καὶ τέ­ξε­ται υἱ­όν, καὶ κα­λέ­σου­σι τὸ ὄ­νο­μα αὐ­τοῦ Ἐμ­μα­νου­ήλ, ὅ ἐ­στιν με­θερ­μη­νευ­ό­με­νον Με­θ' ἡ­μῶν ὁ Θε­ός.  Δι­ε­γερ­θεὶς δὲ ὁ Ἰ­ω­σὴφ ἀ­πὸ τοῦ ὕ­πνου ἐ­πο­ί­η­σεν ὡς προ­σέ­τα­ξεν αὐ­τῷ ὁ ἄγ­γε­λος Κυ­ρί­ου καὶ πα­ρέ­λα­βε τὴν γυ­ναῖ­κα αὐ­τοῦ, καὶ οὐκ ἐ­γί­νω­σκεν αὐ­τὴν ἕ­ως οὗ ἔ­τε­κε τὸν υἱ­όν αὐ­τῆς τὸν πρω­τό­το­κον, καὶ ἐ­κά­λε­σε τὸ ὄ­νο­μα αὐ­τοῦ Ἰ­η­σοῦν.
Με­τά­φρα­σι
Βι­βλί­ο τῆς '­Ι­στο­ρί­ας τοῦ '­Ι­η­σοῦ Χρι­στοῦ, ά­πο­γό­νου τοῦ Δα­βίδ, πού ἦ­ταν ά­πό­γο­νος τοῦ Ἀ­βρα­άμ. ‘Α­βρα­άμ δέ ἐ­γέν­νη­σε τόν '­Ι­σα­άκ .­.­.­.­..
       Συνέχεια ἀπό το στί­χο 15. .­..
ὁ δέ Ἐ­λεά­ζαρ ἐ­γέν­νη­σε τόν Ματ­θάν, ὁ δέ Ματ­θάν ἐ­γέν­νη­σε τόν 'Ἰ­α­κώβ, ὁ δέ 'Ἰ­α­κώβ, ἐ­γένν­η­σε τόν Ἰ­ω­σήφ τόν ἄν­δρα τῆς Μα­ρί­ας, ἀ­πό τήν ὁ­ποί­α γεν­νή­θη­κε ὁ Ἰ­η­σοῦς, ὁ ὁ­ποῖος λέ­γε­ται Χρι­στός. ὅ­λες οἱ γε­νε­ές ἀ­πό τόν Ἀ­βρα­άμ μέ­χρι τοῦ Δα­βίδ εἶ­ναι γε­νε­ές δε­κα­τέσ­σε­ρες, καί ἀ­πό τόν Δα­βίδ μέ­χρι τήν ἐ­ξο­ρί­α στή Βα­βυ­λῶ­να γε­νε­ές δε­κα­τέσ­σε­ρες, καί ἀ­πό τήν ἐ­ξο­ρί­α στή Βα­βυ­λῶ­να μέ­χρι τό Χρι­στό γε­νε­ές δε­κα­τέσ­σε­ρες. Ἡ δέ γέν­νη­σι τοῦ Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ ἔ­γι­νε ὡς ἑ­ξῆς: Ἀ­φοῦ δη­λα­δή ἡ μη­τέ­ρα τοῦ Μα­ρί­α μνη­στεύ­θη­κε τόν Ἰ­ω­σήφ, προ­τοῦ συγ­κα­τοι­κή­σουν βρέ­θη­κε ἔγ­κυ­ος ἀ­πό τό Πνεῦ­μα τό Ἅ­γι­ο. Ὁ δέ Ἰ­ω­σήφ ὁ ἄν­δρας της, ἐ­πει­δή ἦ­ταν σπλα­χνι­κός καί δέν ἤ­θε­λε νά τήν δι­α­πομ­πεύ­ση, σκέ­φθη­κε νά τῆς δώ­ση κρυ­φά δι­α­ζύ­γι­ο. Ἀλλ' ἐ­νῷ σκε­φτό­ταν αὐ­τά, ἰ­δού ἕ­νας ἄγ­γε­λος Κυ­ρί­ου ἐμ­φα­νί­σθη­κε σ' αὐ­τόν σέ  ὄ­νει­ρο καί εἶ­πε: «Ἰ­ω­σήφ ά­πό­γο­νε του Δα­βίδ, μή δι­στά­σης νά πα­ρα­λά­βης (στό σπί­τι σου) τή Μα­ριάμ τή γυ­να­l­κα σου· δι­ό­τι τό παι­δί, πού συ­νε­λή­φθη μέ­σα ­της, εἶ­ναι ά­πό τό Πνεῦ­μα τό '­Ά­γιο. Καί θά γεν­νή­ση υί­ό, καί θά τόν ό­νο­μά­σης '­Ι­η­σοῦν (πού ση­μαί­νει, ό Για­χβέ σώ­ζει) . δι­ό­τι αύ­τός (ό­'­Ι­η­σοῦς, ό Για­χβέ σω­τήρ) θά σώ­ση τό λα­ό του ά­πό τίς ά­μαρ­τί­ες­ τους. Μέ ό­λο δέ αύ­τό, πού έ­γι­νε, ἄρ­χι­σε νά έκ­πλη­ρώ­νε­ται ό λό­γος­του Κυ­ρί­ου διά τοῦ προ­φή­του, '­Ι­δού ή Παρ­θέ­νος θά συλ­λά­βη στήν­ κοι­λιά της, καί θά γεν­νή­ση υἱόν, καί θά τόν ό­νο­μά­σουν Έμ­μα­νου­ήλ». Αύ­τό (τό ό­νο­μα Έμ­μα­νου­ήλ) με­τα­φρα­ζό­με­νο ση­μαί­νει, ό Θε­ός εἶ­ναι μα­ζί μας. Ά­φου δέ ό '­Ι­ω­σήφ ση­κώ­θη­κε ά­πό τόν ὕ­πνο, ἔ­κα­νε ὅ­πως έ­δι­έ­τα­ξε ό ἄγ­γε­λος Κυ­ρί­ου, καί πα­ρέ­λα­βε (τό σπί­τι του) τή γυ­ναῖ­κα του. Καί δέν εἶ­χε σαρ­κι­κή σχέ­σι μα­ζί της ἕ­ως ὅ­του γέν­νη­σε τόν Υἱ­ό της τό πρω­το­γέν­νη­το καί έ­κλε­κτό καί τόν ώ­νό­μα­σε '­Ι­η­σοῦ.
«Βίβλος Γενέσεως  Ἰησοῦ  Χριστοῦ
Δι­α­βά­ζον­τας κά­ποι­ος ἤ ἀ­κού­ον­τας το ση­με­ρι­νό εὐ­αγ­γέ­λιο με την ἀ­να­φο­ρά τό­σων ὀ­νο­μά­των και μά­λι­στα ὅ­ταν μά­θει ὅ­τι με­ρι­κοί ἀ­πό αὐ­τούς ἦ­ταν με­γά­λοι ἁ­μαρ­τω­λοί, θά  δι­ε­ρω­τη­θῆ για­τί ὁ εὐ­αγ­γε­λι­στής Ματ­θαῖ­ος ἀ­ρα­διά­ζει τό­σα ὀ­νό­μα­τα καί   σέ  τί  ἀ­πο­σκο­ποῦ­σε αὐ­τή ἡ ἀ­να­φο­ρά
Ὁ ἅ­γιος Εἰ­ρη­ναῖ­ος λέ­γει, ὅ­τι ὁ Ματ­θαῖ­ος ἔ­γρα­ψε τό Εὐ­αγ­γέ­λιό του  εἰ­δι­κά για τους Ἑ­βραί­ους καί σκο­πός του ἦ­ταν νά ἀ­πο­δεί­ξη στούς Ἑ­βραί­ους ὅ­τι ὁ Χρι­στός πού γεν­νή­θη­κε ἀ­πό την Παρ­θέ­νο Μα­ρί­α κα­τα­γό­ταν σί­γου­ρα ἀ­πό τήν γε­νε­ά τοῦ Δαυ­ΐδ καί εἶ­ναι υἱ­ός τοῦ Ἀ­βρα­άμ και ὅ­τι εἶ­ναι ἐ­κεῖ­νος πού ὁ Θε­ός ὑ­πο­σχέ­θη­κε στούς πρω­τό­πλα­στους ὅ­τι θά συν­τρί­ψη τό  κε­φά­λι τοῦ φι­διοῦ καί θά ἀ­παλ­λά­ξη τόν ἄν­θρω­πο ἀ­πό τήν τυ­ραν­νί­α τοῦ δι­α­βό­λου.
Ἤ­θε­λε ἀ­κό­μα ὁ  Ματ­θαῖ­ος νά  ἀ­πο­δεί­ξη καί τή  με­γά­λη τα­πεί­νω­σι τοῦ Κυ­ρί­ου, για­τί ἐ­νῶ ὑ­πῆρ­χε Θε­ός κα­τα­δέ­χτη­κε νά γί­νη ἄν­θρω­πος καί νά  γε­νε­α­λο­γη­θῆ μα­ζί μέ πόρ­νους καί φο­νιά­δες καί μοι­χούς χω­ρίς νά  ντρα­πῆ.
Θά πρέ­πει ἀ­κό­μα νά  ποῦ­με ὅ­τι ἡ γε­νε­α­λο­γί­α, ἐ­νῶ στήν πε­ρί­πτω­σι ὅ­λων τῶν ἀ­πο­γό­νων τοῦ  Ἰ­η­σοῦ, ἀ­να­φέ­ρε­ται ὅ­τι ὀ ἕ­νας ἄν­δρας γεν­νᾶ τόν ἄλ­λο, στἠν πε­ρί­πτω­σι τοῦ Κυ­ρί­ου δέ φαί­νε­ται που­θε­νά πα­τέ­ρας, ἀλ­λά ἀ­να­φέ­ρε­ται ὅ­τι γεν­νή­θη­κε ἀ­πό τήν Παρ­θέ­νο Μα­ρί­α πού σάν  ἄν­δρας της ἀ­να­φέ­ρε­ται ὁ Ἰ­ω­σήφ. Ἀ­πό αὐ­τό γί­νε­ται φα­νε­ρό ὅ­τι ἡ γέν­νη­ση τοῦ Χρι­στοῦ δέν  ἔ­γι­νε ἀ­πό σπο­ρά ἀν­δρός, ἀλ­λά ὑ­περ­φυ­σι­κά ἀ­πό το Ἅ­γιο Πνεῦ­μα.
Ἔ­τσι λοι­πόν ὁ τε­λευ­ταῖ­ος κα­τά σάρ­κα ἀ­πό­γονος τοῦ Δαυ­ΐδ δέν  ἔ­χει κα­θό­λου σχέ­σι μέ τή  σαρ­κι­κή σύλ­λη­ψη τῶν ἄν­θρώ­πων, ἀλ­λά συ­νε­λή­φθη ὑ­περφυ­σι­κά, πρᾶγ­μα πού δέν εἴ­δα­με σέ κα­νέ­να ἄν­θρω­πο καί  αὐ­τό μαρ­τυ­ρεῖ καί ἐ­πι­βε­βαι­ώ­νει ὅ­τι αὑ­τός εἶ­ναι ὁ ἀ­να­με­νό­με­νος Μεσ­σί­ας. Καί  σύμ­φω­να μέ τήν κα­τάλη­ξι τῆς πε­ρι­κο­πῆς τοῦ εὐ­αγ­γε­λί­ου, Αὐ­τός θά  σώ­ση τό λα­ό Του ἀ­πό τίς ἁ­μαρ­τί­ες τους.
Ὅ­σοι λοι­πόν ἀ­πό τούς Ἑ­βραί­ους ἔ­χουν πει­σθεῖ μέ τά λό­για καί τήν προ­σπά­θεια τοῦ  Ματ­θαί­ου καί πί­στε­ψαν ὅ­τι αὐ­τός εἶ­ναι ὁ Μεσ­σί­ας σί­γου­ρα ἔ­χουν σω­θῆ καί κα­θα­ρι­σθεῖ ἀ­πό τίς ἀ­νο­μί­ες τους.
 Αὐ­τά ἀ­πευ­θύ­νει καί σέ μᾶς σή­με­ρα ἡ Ἐκ­κλη­σί­α μας γιά νά σι­γου­ρευ­τοῦ­με, νά βε­βαι­ω­θοῦ­με ὅ­τι ὁ  Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός εἶ­ναι ὁ Σω­τῆ­ρας τοῦ κό­σμου πού βλά­στη­σε σάν ἄν­θρω­πος ἀ­πό τή  φυ­λή τοῦ Δαυ­ίδ. καί  ἔ­τσι ἐκ­πλη­ρώ­θη­καν ὅ­λες οἱ προ­φη­τεῖ­ες.
Ἐ­πει­δή καί ἀ­πό ἐ­μᾶς τούς χρι­στια­νούς ὑ­πάρχουν με­ρι­κοί πού  ἔ­χουν χα­λα­ρή αὐ­τή τήν πί­στι ἄς με­λε­τή­σουν τά κεί­με­να αὐ­τά τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος γιά νά  βο­η­θη­θοῦν στήν πί­στι τους.
Ἐ­μεῖς εἴ­μα­στε βέ­βαι­οι ὅ­τι Αὐ­τοῦ πού θά γι­ορ­τά­σου­με τή γέν­νη­σι σέ λί­γες μέ­ρες εἶ­ναι ὁ Σω­τῆ­ρας τοῦ κό­σμου καί τῆς δι­κῆς μας ψυ­χῆς . Ἄς τόν γι­ορ­τά­σου­με, ἄς τόν τι­μή­σου­με ἐ­πά­ξια καί κα­θώς πρέ­πει τό με­γά­λο εὐ­ερ­γέ­τη μας. Ἄς τό γι­ορ­τά­σου­με μέ κα­θα­ρή τή ψυ­χή καί τό σῶ­μα. Γιά νά τό πε­τύ­χου­με αὐ­τό πρέ­πι­ει νά  ἔ­χου­με ἄ­νοι­χτά τά μά­τια τῆς ψυ­χῆς μας νά δι­α­κρί­νου­με τίς πα­γῖ­δες τοῦ Σα­τα­νᾶ­καί νά τίς ἀ­πο­φύ­γου­με. Κι   ἄν  ἀ­κό­μα νοι­ώ­θου­με λε­ρω­μέ­νοι ἀ­πό ἁ­μαρ­τή­μα­τα νά τά κα­θα­ρί­σου­με μέ τή με­τά­νοι­α καί ἐ­ξο­μο­λό­γη­σί μας, καί ἔ­τσι κα­θα­ροί νά γι­ορ­τά­σου­με καθαροί τά Χρι­στού­γεν­να.

55. ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΙΝ

(Ματθ. β' 13-23)
­να­χω­ρη­σάν­των ­τῶν Μάγων ἰ­δοὺ ἄγ­γε­λος Κυ­ρί­ου φα­ί­νε­ται κα­τ' ὄ­ναρ τῷ Ἰ­ω­σὴφ λέ­γων· Ἐ­γερ­θεὶς πα­ρά­λα­βε τὸ παι­δί­ον καὶ τὴν μη­τέ­ρα αὐ­τοῦ καὶ φεῦ­γε εἰς Αἴ­γυ­πτον, καὶ ἴ­σθι ἐ­κεῖ ἕ­ως ἂν εἴ­πω σοι· μέλ­λει γὰρ Ἡ­ρῴ­δης ζη­τεῖν τὸ παι­δί­ον τοῦ ἀ­πο­λέ­σαι αὐ­τό.  Ὁ δὲ ἐ­γερ­θεὶς πα­ρέ­λα­βεν τὸ παι­δί­ον καὶ τὴν μη­τέ­ρα αὐ­τοῦ νυ­κτὸς καὶ ἀ­νε­χώ­ρη­σεν εἰς Αἴ­γυ­πτον.  Καὶ ἦν ἐ­κεῖ ἕ­ως τῆς τε­λευ­τῆς Ἡ­ρῴ­δου· ἵ­να πλη­ρω­θῇ τὸ ῥη­θὲν ὑ­πὸ Κυ­ρί­ου διὰ τοῦ προ­φή­του λέ­γον­τος . Ἐξ Αἰ­γύ­πτου ἐ­κά­λε­σα τὸν υἱ­όν μου. Τό­τε Ἡ­ρῴ­δης ἰ­δὼν ὅ­τι ἐ­νε­πα­ί­χθη ὑ­πὸ τῶν μά­γων ἐ­θυ­μώ­θη λί­αν, καὶ  ἀ­πο­στε­ί­λας ἀ­νεῖ­λεν πάν­τας τοὺς παῖ­δας τοὺς ἐν Βη­θλέεμ καὶ ἐν πᾶ­σι τοῖς ὁ­ρί­οις αὐ­τῆς ἀ­πὸ δι­ε­τοῦς καὶ κα­τω­τέ­ρω, κα­τὰ τὸν χρό­νον ὃν ἠ­κρί­βω­σεν πα­ρὰ τῶν μά­γων. Τό­τε ἐ­πλη­ρώ­θη τὸ ῥη­θὲν διὰ Ἰ­ε­ρε­μί­ου τοῦ προ­φή­του λέ­γον­τος· Φω­νὴ ἐν Ρα­μὰ ἠ­κο­ύ­σθη, κλαυθ­μὸς καὶ ὀ­δυρ­μὸς πο­λύς· Ρα­χὴλ κλα­ί­ου­σα τὰ τέ­κνα αὐ­τῆς, καὶ οὐκ ἤ­θε­λεν πα­ρα­κλη­θῆ­ναι, ὅ­τι οὐκ εἰ­σί. Τε­λευ­τή­σαν­τος δὲ τοῦ Ἡ­ρῴ­δου ἰ­δοὺ ἄγ­γε­λος Κυ­ρί­ου φα­ί­νε­ται κα­τ' ὄ­ναρ τῷ Ἰ­ω­σὴφ ἐν Αἰ­γύ­πτῳ λέ­γων· Ἐ­γερ­θεὶς πα­ρά­λα­βε τὸ παι­δί­ον καὶ τὴν μη­τέ­ρα αὐ­τοῦ καὶ πο­ρε­ύ­ου εἰς γῆν Ἰσ­ρα­ήλ, τε­θνή­κα­σιν γὰρ οἱ ζη­τοῦν­τες τὴν ψυ­χὴν τοῦ παι­δί­ου. ὁ δὲ ἐ­γερ­θεὶς πα­ρέ­λα­βεν τὸ παι­δί­ον καὶ τὴν μη­τέ­ρα αὐ­τοῦ καὶ εἰ­σῆλ­θεν εἰς γῆν Ἰσ­ρα­ήλ. Ἀ­κο­ύ­σας δὲ ὅ­τι Ἀρ­χέ­λα­ος βα­σι­λε­ύ­ει τῆς Ἰ­ου­δα­ί­ας ἀν­τὶ τοῦ πα­τρὸς αὐ­τοῦ Ἡ­ρῴ­δου ἐ­φο­βή­θη ἐ­κεῖ ἀ­πελ­θεῖν· Χρη­μα­τι­σθεὶς δὲ κα­τ' ὄ­ναρ ἀ­νε­χώ­ρη­σεν εἰς τὰ μέ­ρη τῆς Γα­λι­λα­ί­ας,  καὶ ἐλ­θὼν κα­τῴ­κη­σεν εἰς πό­λιν λε­γο­μέ­νην Να­ζα­ρέτ, ὅ­πως πλη­ρω­θῇ τὸ ῥη­θὲν διὰ τῶν προ­φη­τῶν ὅ­τι Να­ζω­ραῖ­ος κλη­θή­σε­ται
Με­τά­φρα­σι
Ἀ­φοῦ δέ ἀ­νε­χώ­ρη­σαν (οἱ μά­γοι) ἰ­δού ἄγ­γε­λος κυ­ρί­ου ἐμ­φα­νί­ζε­ται σέ ὄ­νει­ρο στόν Ἰ­ω­σήφ καί λέ­γει: «Σή­κω καί πᾶ­ρε τό παι­δί καί τή μη­τέ­ρα του καί φύ­γε γιά τήν Αἴ­γυ­πτο, καί νά μέ­νῃς ἐ­κεῖ, μέ­χρι νά σού εἴ­πω. Δι­ό­τι Ἡ­ρώ­δης πρό­κει­ται νά ἀ­να­ζή­τη­ση τό παι­δί γιά νά τό θα­να­τώ­ση» .Αὐ­τός δέ ση­κώ­θη­κε καί πῆ­ρε νύ­χτα τό παι­δί καί τή μη­τέ­ρα του καί ἀ­νε­χώ­ρη­σε γιά τήν Αἴ­γυ­πτο. Καί ἦ­ταν ἐ­κεῖ, ἕ­ως ὅ­του πέ­θα­νε ὁ  Ἡ­ρώ­δης, καί ἔ­τσι ἐκ­πλη­ρώ­θη­κε λό­γος τοῦ Κυ­ρί­ου δι­ά τοῦ προ­φή­του,  ποῖ­ος εἶ­πε: Ἀ­πό τήν Αἴ­γυ­πτο κά­λε­σα τόν υἱ­ό μου. Τό­τε ὁ Ἡ­ρώ­δης, ἐ­πει­δή εἶ­δε, ὅ­τι τόν κο­ρο­ΐ­δε­ψαν οἱ μά­γοι, ἐ­ξωρ­γί­σθη­κε καί ἔ­στει­λε (στρα­τι­ῶ­τες καί θα­νά­τω­σε ὅ­λα τά ἀρ­σε­νι­κά παι­διά στή Βη­θλε­έμ καί σ’ ὅ­λα τά πε­ρί­χω­ρά της ἀ­πό δύ­ο ἐ­τῶν καί κά­τω, σύμ­φω­να μέ τό χρό­νο, ποῦ ἐ­ξα­κρί­βω­σε ἀ­πό τούς μά­γους. Τό­τε ἐκ­πλη­ρώ­θη­κε ὁ λό­γος τοῦ 'Ἱ­ε­ρε­μί­ου τοῦ προ­φή­του,ὁ ­ποῖ­ος εἶ­πε: «Σπα­ρα­κτι­κή φω­νή ἀ­κού­στη­κε στή  ρα­μά, θρῆ­νoς  καί κλαυθ­μός  καί ὀδυρ­μός με­γά­λος.    Ρα­χήλ ἔ­κλαι­ε τά τέ­κνα της, καί δέν  ἤ­θε­λε νά πα­ρη­γορη­θῆ   διότι δέν ὑπῆρχαν» (πλέον στή ζωή αὐτή) Ὅ­ταν δέ πέ­θα­νε ὁ Ἡ­ρώ­δης, ἰ­δού ἄγ­γε­λος κυ­ρί­ου ἐμ­φα­νί­ζε­ται σέ ὄ­νει­ρο στόν Ἰ­ω­σήφ στήν Αἴ­γυ­πτο καί λέ­γει: «Σή­κω καί πᾶ­ρε τό παι­δί καί τή μη­τέ­ρα του καί πή­γαι­νε στήν γῆ τοῦ Ἰσ­ρα­ήλ. Δι­ό­τι ἐ­κεῖ­νοι, ποῦ ζη­τοῦ­σαν τή ζω­ή τοῦ παι­διοῦ, πέ­θα­ναν». Αὐ­τός δέ ση­κώ­θη­κε καί πῆ­ρε τό παι­δί καί  τή μη­τέ­ρα του καί ἦλ­θε στή γῆ τοῦ Ἰσ­ρα­ήλ. Ὅ­ταν δέ ἄ­κου­σε ὅ­τι Ἀρ­χέ­λα­ος βα­σι­λεύ­ει στήν ­Ἰ­ου­δαί­α ὡς δι­ά­δο­χός του Ἡ­ρώ­δη τοῦ πα­τέ­ρα του, φο­βή­θη­κε νά με­τά­βη ἐ­κεῖ. Καί ἀ­φοῦ ἔ­λα­βε ὁ­δη­γί­α μέ θεί­α ἀ­πο­κά­λυ­ψι σέ ὄ­νει­ρο, ἀ­νε­χώ­ρη­σε γιά τά μέ­ρη τῆς Γα­λι­λαί­ας. Καί ἦλ­θε καί ἐγ­κα­τε­στά­θη­κε σέ πό­λι ὀ­νο­μα­ζο­μέ­νη Να­ζα­ρέτ, καί ἔ­τσι ἐκ­πλη­ρώ­θη­κε ἐ­κεῖ­νο, ποῦ εἶ­παν οἱ προ­φῆ­τες, ὅ­τι θά ὀ­νο­μα­σθῆ Να­ζω­ραῖ­ος
Ἀ­πό τή στιγ­μή πού οἱ πρω­τό­πλα­στοι πα­ρά­βη-καν τήν ἐν­το­λή τοῦ Θε­οῦ πα­ρα­δό­θη­καν στό δι­ά­βο­λο ὁ ὁ­ποῖ­ος στή συ­νέ­χεια ἐ­πέ­κτει­νε τήν  ἐ­ξου­σί­α του σ’ ὅ­λο τό ἀν­θρώ­πι­νο γέ­νος. Ἕ­νε­κα αὐ­τού τοῦ γε­γο­νό­τος, κα­τά και­ρούς ἀ­να­δεί­χθη­καν ἄν­θρω­ποι τέ­ρα­τα κα­κί­ας καί μί­σους καί ἐ­πέ­φε­ραν πολ­λά δει­νά στόν κό­σμο. Με­τα­ξύ αὐ­τῶν εἶ­ναι καί ὁ  Ἡ­ρώ­δης στήν Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ, τοῦ ὁ­ποί­ου τό ὄ­νο­μα ἔ­γι­νε συ­νώ­νυ­μο μέ τήν κα­κί­α καί τό φό­νο τῶν ἀ­θώ­ων νη­πί­ων .Ὁ Ἡ­ρώ­δης δέν ἦ­ταν Ἰ­ου­δαῖ­ος, ἀλ­λά Ἰ­δου­μαῖ­ος. Σε συ­νερ­γα­σί­α μέ τούς  Ρω­μαί­ους σφε­τε­ρί­στη­κε τήν  ἐ­ξου­σί­α καί κα­τάρ­γη­σε τήν ἐ­λευ­θε­ρί­α τῶν Ἑ­βραί­ων καί φό­νευ­σε ὅ­σους δέν  ἀ­να­γνώ­ρι­ζαν τήν ἐ­ξου­σί­α του, καί ἔ­σφα­ξε γυ­ναῖ­κες καί παι­διά. Καί τόν ξά­δελ­φό του  ἀ­κό­μα ἔ­πνι­ξε μέ­σα στό λου­τρό ἐ­πει­δἠ δέν ἦ­ταν δη­μο­φι­λής
Ὅ­ταν πλη­ρο­φο­ρή­θη­κε ὰ­πό τούς Μά­γους γιά τόν ἐρ­χο­μό τοῦ Μεσ­σί­α, σάν ἄλ­λη πο­νη­ρή ἀ­λε­πού, ὁ Ἡ­ρώ­δης, προ­σποι­ή­θη­κε τόν  εὐ­γε­νή καί εἶ­πε ὅ­τι θέ­λει νά τόν ἰδῆ καί νά τόν τι­μή­ση. Οἱ Μά­γοι ὅ­μως εἶ­χαν πλη­ρο­φο­ρη­θεῖ ἀ­πό τόν Κύ­ριο γιά τίς προ­θέ­σεις τοῦ κα­κοῦ βα­σι­λιά καί ἔ­φυ­γαν χω­ρίς νά τόν πλη­ρο­φορή­σουν πού θά βρεῖ τό Μεσ­σί­α. Τό­τε ὁ Ἡ­ρώ­δης ἄ­να­ψε ἀ­πό θυ­μό καί κα­κί­α τρί­ζον­τας τά δόν­τια, συνέ­λα­βε τό βδε­λυ­ρό σχέ­διο νά φο­νεύ­ση ὅ­λα τά παι­διά κά­τω τῶν δύ­ο χρό­νων νο­μί­ζον­τας ἔ­τσι ὅ­τι θά  φό­νευ­ε καί τό Μεσ­σί­α. Ἐ­φάρ­μο­σε τό σα­τα­νι­κό του σχέ­διο ἀ­μέ­σως σφά­ζον­τας 14 χι­λιά­δες παι­διά πνί­γον­τας τό κρά­τος του στό  αἷ­μα καί βυ­θί­ζον­τας στό πέν­θος ὁ­λόκλη­ρο τό γέ­νος τῶν Ἑ­βραί­ων ὁ αἱ­μο­στα­γής βα­σι­λιάς χω­ρίς ὅ­μως νά πε­τύ­χη τό  σκο­πό του, για­τί ὁ Κύ­ριος εἰ­δο­ποί­η­σε τόν Ἰ­ω­σήφ καί ἔ­φυ­γε μέ τήν μη­τέ­ρα καί τό παι­δί στήν Αἰ­γυ­πτο.
Βλέ­που­με λοι­πόν τό ἀ­πο­τέλε­σμα τοῦ θυ­μοῦ καί τῆς κα­κί­ας πό­σα κα­κά φέρ­νει στούς ἀν­θρώ­πους∙ καί δυ­στυ­χῶς δέ θά λεί­ψουν ἀ­πό τόν κό­σμο, τό­σο με­τα­ξύ τῶν ἀν­θρώ­πων, ὅ­σο καί τῶν ἀν­θρώ­πων ἐ­ναν­τί­ο τοῦ   Ἰ­η­σοῦ ὅ­πως ἔ­κα­με ὁ Ἡ­ρώδης. Ὁ Ἡ­ρώ­δης ἐ­φό­νευ­σε τά σώ­μα­τα τῶν νη­πί­ων καί τούς στέ­ρη­σε τή ζω­ή αὐ­τή, ἀλ­λά τούς ἔ­στει­λε στόν Πα­ρά­δει­σο.
Οἱ σύγ­χρο­νοι μας Ἡ­ρώ­δες πού εἶ­ναι πολ­λοί φο­νεύ­ουν τίς ἀ­θά­να­τες ψυ­χές τῶν χρι­στιανῶν καί τίς στέλ­λουν στόν πα­ρά­δει­σο τῆς κό­λα­σης τοῦ σα­τα­νᾶ. Εἶ­ναι οἱ δι­ά­φο­ροι αἱ­ρε­τι­κοί πού ἀ­λω­νί­ζουν σή­με­ρα τόν τό­πο μας καί προ­πάν­των οἱ χι­λια­στές. Εἶ­ναι κι  ἄλ­λοι πού μέ τήν πέν­να τους δη­λητη­ριά­ζουν τίς ψυ­χές τῶν νέ­ων μας καί τούς κά­νουν ὑ­λό­φρο­νες καί ἄ­πι­στους καί τούς ὁ­δη­γοῦν στά κα­τα­γώ­για τῆς ἁ­μαρ­τί­ας καί τούς πνί­γουν στά νε­ρά τῶν ἀ­φρο­δι­σια­κῶν νο­ση­μά­των καί στό ἔ­ϊτς. Τί νά ποῦ­με καί  γιά τούς ἐμ­πό­ρους τοῦ θα­νά­του πού δη­λη­τη­ριά­ζουν τούς νέ­ους μέ τίς δι­ά­φο­ρες ναρ­κω­τι­κές οὐ­σί­ες καί τούς σπρώ­χνουν στό βέ­βαι­ο θά­να­το τοῦ σώ­μα­τος καί τῆς ψυ­χῆς.
Καί τό πιό ἐ­παί­σχυν­το καί βδε­λυ­ρό καί κα­κοῦρ­γο εἶ­ναι πού οἱ ἴ­διοι οἱ γο­νεῖς σάν ἄλ­λοι καί πιό χει­ρό­τε­ροι Ἠ­ρώ­δες, σκο­τώ­νουν τά ἴ­δια τους τά παι­διά ἀ­πό τήν κοι­λιά τῆς μά­νας. Αὐ­τά τά ἀ­νυ­πε­ρά-σπι­στα καί ἀ­θῶ­α βρέ­φη πρίν ἀ­κό­μα ἀ­να­πτυ­χθοῦν, πρίν ἀ­κό­μα δοῦν τό φῶς τά δο­λο­φο­νοῦν μέ­σα στά σπλά­χνα τῶν γυ­ναι­κῶν, ἀ­συ­νεί­δη­τοι καί δο­λο­φό­νοι για­τροί, μέ τή συγ­κα­τά­θε­σι τῶν γο­νι­ῶν, για­τί φο­βοῦνται ὅ­τι θά τούς δυ­σκο­λέ­ψουν τή ζω­ή, καί δέ λο­γα­ρι­ά­ζουν τήν αἰ­ώ­νια κό­λα­σι πού οἱ ἴ­διοι ἐ­πι­λέ­γουν νά ζή­σουν στόν αἰῶ­να τόν ἅ­παν­τα.
 Ἔ­τσι ἡ κα­κί­α πλη­θαί­νει καί ἐ­ξε­λίσ­σε­ται γιά νά βα­σι­λεύ­ση στόν κό­σμο. Πλα­νᾶ­ται ὅ­μως ὁ πα­τέ­ρας της ὁ δι­ά­βο­λος, για­τί τά πάν­τα βρί­σκον­ται κά­τω ἀ­πό τό ἄ­γρυ­πνο μά­τι τοῦ Θε­οῦ, ὁ Ὁ­ποῖ­ος σί­γου­ρα θά προ­στα­τεύ­ση τόν κό­σμο καί δέ θά  ἀ­φή­ση ἀ­προ­στά­τευ­τους, ὅ­πως προ­στά­τευ­σε τό βρέ­φος Χρι­στόν ἔ­τσι θά προ­στα­τεύ­ση κά­θε χρι­στια­νό πού  βα­σί­ζε­ται στή Πρό­νοι­ά Του.Ὅ­πως ὁ Ἡ­ρώ­δης ἔ­γι­νε σκο­λι­κό­βρω­τος καί πα­ρά­δω­σε τήν ἁ­μαρ­τω­λή του ψυ­χή στά χέ­ρια τοῦ δι­ά­βό­λου καί ἐ­λευ­θε­ρώ­θηκε ὁ κό­σμος, ἔ­τσι καί τό τέ­λος τῆς κα­κί­ας θά εἶ­ναι ἄ­δο­ξο καί θά ἀ­φα­νι­σθῆ ἀ­πό τόν κό­σμο
¨Ἄς ἔ­χου­με θάρ­ρος βα­σι­ζό­με­νοι στόν Κύ­ριό μας. Νά γί­νου­με πι­στοί στό θέ­λημά Του καί στίς ἐν­το­λές του καί σί­γου­ρα δέν ἔ­χου­με νά φο­βη­θοῦ­με τή δύ­να­μι τῆς κα­κί­ας, γιατί θά ἔ­χου­με τήν προ­στα­σί­α Του. Ἀ­μήν

56. ΚΥ­ΡΙΑ­ΚΗ ΠΡΟ ΤΩΝ ΦΩ­ΤΩΝ

(Μάρκ.  α¨ 1-8)
ρ­χὴ τοῦ εὐ­αγ­γε­λί­ου Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ, υἱ­οῦ τοῦ Θε­οῦ.  Ὡς γέ­γρα­πται ἐν τοῖς προ­φή­ταις,«Ἰ­δοὺ ἐ­γὼ ἀ­πο­στέλ­λω τὸν ἄγ­γε­λόν μου πρὸ προ­σώ­που σου, ὃς κα­τα­σκευ­ά­σει τὴν ὁ­δόν σου ἔμ­προ­σθέν σου·  φω­νὴ βο­ῶν­τος ἐν τῇ ἐ­ρή­μῳ, ἑ­τοι­μά­σα­τε τὴν ὁ­δὸν Κυ­ρί­ου, εὐ­θε­ί­ας ποι­εῖ­τε τὰς τρί­βους αὐ­τοῦ». Ἐ­γέ­νε­το Ἰ­ω­άν­νης βα­πτί­ζων ἐν τῇ ἐ­ρή­μῳ καὶ κη­ρύσ­σων βά­πτι­σμα με­τα­νο­ί­ας εἰς ἄ­φε­σιν ἁ­μαρ­τι­ῶν.  Καὶ ἐ­ξε­πο­ρε­ύ­ε­το πρὸς αὐ­τὸν πᾶ­σα ἡ Ἰ­ου­δα­ί­α χώ­ρα καὶ οἱ Ἱ­ε­ρο­σο­λυ­μῖ­ται, καὶ ἐ­βα­πτί­ζον­το πάν­τες ἐν τῷ Ἰ­ορ­δά­νῃ πο­τα­μῷ ὑ­π' αὐ­τοῦ ἐ­ξο­μο­λο­γο­ύ­με­νοι τὰς ἁ­μαρ­τί­ας αὐ­τῶν. Ἦν δὲ ὁ Ἰ­ω­άν­νης ἐν­δε­δυ­μέ­νος τρί­χας κα­μή­λου καὶ ζώ­νην δερ­μα­τί­νην πε­ρὶ τὴν ὀ­σφὺν αὐ­τοῦ, καὶ ἐ­σθί­ων ἀ­κρί­δας καί μέ­λι ἄ­γριο. Καί ἐ­κή­ρυσ­σε λέ­γων·Ἔρ­χε­ται ὁ ἰ­σχυ­ρό­τε­ρός μου ὁ­πί­σω μου, οὗ οὐκ εἰ­μί ἱ­κα­νός λῦ­σαι τόν ἰ­μάν­τα τῶν ὑ­πο­δη­μά­των αὐ­τοῦ.. Ἐ­γώ μέν ἐ­βά­πτι­σα ὑ­μᾶς ἐν ὕ­δα­τι , αὐ­τός δέ βα­πτί­σει ὑ­μᾶς ἐν Πνεύ­μα­τι Ἁ­γί­ῳ.
Μετάφρασι
Ἀρ­χή του χαρ­μο­σύ­νου μη­νύ­μα­τος γιά τόν Ί­η­σοῦ  Χρι­στό, τόν Υί­ό τοῦ Θε­οῦ (αύ­τή ή άρ­χή γί­νε­ται μέ τόν Πρό­δρο­μο '­Ι­ω­άν­νη). Σύμ­φω­να μέ τά γραμ­μέ­να στούς προ­φῆ­τες (Μα­λα­χί­α καί Ή­σαΐα)­,«Ἰδού έ­γ­ώ  ἀ­πο­στέλ­λω τόν ἀγ­γε­λι­ο­φό­ρο μου πρίν  ἀ­πό σέ­να, γιά νά ­προ­ε­τοι­μά­ση τό δρό­μο σου. «Φω­νή έ­νός, πού φω­νά­ζει δυ­να­τά ­στήν έ­ρη­μο. Έ­τοι­μά­σα­τε τήν ό­δό γιά νά δια­βῆ ό Κύ­ριος, ί­σι­ά­ξε­τε­τούς δρό­μους του γιά νά πε­ρά­ση». ἦλ­θε ό   Ἰ­ω­άν­νης  καί  βά­πτι­ζε­ στήν έ­ρη­μο καί κή­ρυ­ττε βά­πτι­σμα με­τα­νοί­ας γιά ἄ­φε­σι των ά­μαρ­τι­ῶν. Καί ἔ­βγαι­ναν καί πή­γαι­ναν πρός αύ­τόν οἱ κά­τοι­κοι  ὅ­λης τῆς  Ἰ­ου­δαί­ας καί οί Ί­ε­ρο­σο­λυ­μῖ­τες, καί βα­πτί­ζον­ταν ὅλοι ά­π' αυ­τόν στό­ν Ι­ορ­δά­νη πο­τα­μό ἐξο­μο­λο­γού­με­νοι ( συγ­χρό­νως) τίς ά­μαρ­τί­ες τους. Φο­ροῦ­σε  δέ ὁ '­Ι­ω­άν­νης έν­δυ­μα ά­πό τρί­χες κα­μή­λου καί ζώ­νη δερ­μα­τί­νη γύ­ρω ά­πό τή μέ­ση του, καί έ­τρω­γε ά­κρῖ­δες καί μέ­λι ά­πό ἄγρια με­λίσ­σια. Καί κή­ρυ­ττε λέ­γον­τας «Με­τά ά­πό μέ­να  ἔρ­χε­ται ό ί­σχυ­ρό­τε­ρός μου, τοῦ ό­ποί­ου δέν εἶ­μαι  ἄ­ξιος νά σκύ­ψω καί νά λύ­σω ­τό λου­ρί ά­πό τά ύ­πο­δή­μα­τά του. Έγώ μέν σᾶς ἐβάπτισα μέ νερό, έ­νῶ αύτός θά σᾶς βα-πτίση μέ Πνευμα 'Άγιον.
Τό  βάπτισμα

Στό ση­με­ρι­νό εὐ­αγ­γέ­λιο, ὁ εὐ­αγ­γε­λι­στἠς Μᾶρ­κος μᾶς ἀ­να­φέ­ρει δύ­ο βα­πτί­σμα­τα·  τό βά­πτι­σμα τοῦ  Ἰ­ω­άν­νου «Ἐν ὕ­δα­τι» καί τό βά­πτι­σμα τοῦ  ἐρ­χο­μέ­νου Ἰ­η­σοῦ «ἐν Πνεύ­μα­τι Ἁ­γί­ῳ». Στή συ­νέ­χεια θά δοῦ­με τή δι­α­φο­ρά, τήν ἀ­ξί­α τους  καί τή χρη­σι­μό­τη­τά τους στή δι­α­μόρ­φω­σι τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς μας ζω­ῆς. Καί ὅ­τι ὑ­παρ­χουν ἀ­κό­μα δύ­ο ἄλ­λα βα­πτί­σμα­τα πού  ὁ­λο­κλη­ρώ­νουν τήν πο­ρεί­α τοῦ  χρι­στια­νοῦ πρός τή βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ.
Τό βά­πτι­σμα τοῦ Ἰ­ω­άν­νου «ἐν ὕ­δα­τι»
Τό βά­πτι­σμα αὐ­τό ἦ­ταν βά­πτι­σμα δού­λου πρός συν­δού­λους, βά­πτι­σμα με­τα­νοί­ας. Δέ συγ­χω­ροῦ­σε ἁ­μαρ­τί­ες. ἀλ­λά ἕ­να βά­πτι­σμα προ­ε­τοι­μα­σί­ας γιά  δε­χθοῦν οἱ ἄν­θρω­ποι τόν ἐρ­χό­με­νο Μεσ­σί­α. Ὁ Ἰ­ω­άννης  μέ ἐν­το­λή τοῦ Θε­οῦ πῆ­γε στόν Ἰ­ορ­δά­νη καί κα­λοῦ­σε τούς ἀν­θρώ­πους νά με­τα­νο­ή­σουν, νά ἐ­ξο­μο­λο­γη­θοῦν τίς ἁ­μαρ­τί­ες τους καί με­τά τούς βά­πτι­ζε συμ­φι­λι­ώ­νον­τάς τους μέ τό Θε­ό, χω­ρίς ὅ­μως νά ἀ­πα­λει­φθοῦν  οἱ  ἁ­μαρ­τί­ες τους. Ἦ­ταν ἕ­να βά­πτι­σμα προ­ε­τοι­μα­σί­ας πού ὁ­δη­γοῦ­σε στό  τέ­λει­ο βά­πτι­σμα τοῦ Μεσ­σί­α, τό χρι­στι­α­νι­κό βά­πτι­σμα. Ἡ ἀ­πο­στο­λή τοῦ Ἰ­ω­άν­νου ἦ­ταν νά προ­ε­τοι­μά­ση τούς  ἀν­θρώ­πους γιά τόν ἐρ­χο­μό τοῦ  Μεσ­σί­α καί τό βά­πτι­σμα πού  ἔ­κα­μνε αὐ­τή τήν ὠ­φέ­λεια εἶ­χε καί γι’ αὐ­τό εἶ­ναι κα­τώ­τε­ρο τοῦ βα­πτί­σμα­τος πού δι­έ­τασ­σε ὁ Χρι­στός ὅ­πως θά δοῦ­με στή συ­νέ­χεια.
Τό βά­πτι­σμα τοῦ Χρι­στοῦ «ἐν Πνεύ­μα­τι Ἁ­γί­ῳ.» 
Τό βά­πτι­σμα τοῦ Χρι­στοῦ εἶ­ναι βά­πτι­σμα τοῦ Δε­σπό­του πρός τούς δού­λους. Καί δι­α­φέ­ρει ἀ­πό τό βά­πτι­σμα τοῦ Ἰ­ω­άν­νου, ὅ­σο δι­α­φέ­ρει τό φῶς τοῦ λύ­χνου ἀ­πό τό φῶς τοῦ ἥ­λιου. Ὁ ἴ­διος ὁ Ἰ­ω­άν­νης πα­ρα­δέ­χε­ται τή δι­α­φο­ρά αὐ­τή ὅ­ταν λέ­γει: «ἐ­γώ βα­πτί­ζω μέ νε­ρό, ἀλ­λά ὁ ἐρ­χό­με­νος θά σᾶς βα­πτί­ση ἐν Πνεύ­μα­τι ἁ­γί­ῳ» Ἡ ὑ­πε­ρο­χή τοῦ χρι­στι­α­νι­κοῦ βα­πτί­σμα­τος εἶ­ναι φα­νε­ρή ἀ­πό τίς εὐ­ερ­γε­σί­ες πού προ­σφέ­ρει στό βα­πτι­ζό­με­νο. Κα­θα­ρί­ζει τήν προ­πα­το­ρι­κή ἁ­μαρ­τί­α καί ὅ­σες ἄλ­λες δι­έ­πρα­ξε ὁ ἄν­θρω­πος μέ­χρι τό­τε.Ἡ βύ­θι­σι τοῦ  βα­πτι­ζό­με­νου μέ­σα στό νε­ρό συμ­βο­λί­ζει ὅ­τι ὁ ἄν­θρω­πος ἔ­χει πε­θά­νει ὡς πρός τήν ἁ­μαρ­τί­α καί ἡ ἀ­νά­δυ­σί του ἀ­πό τό νε­ρό συμ­βο­λί­ζει τήν ἀ­ναγέν­νη­σί του, ὅ­τι πλέ­ον εἶ­ναι νέ­ος ἄν­θρω­πος κα­τά Θε­ό. Κά­θε βα­πτι­ζό­με­νος ἐν­δύ­ε­ται σάν ἄλ­λο ἔν­δυ­μα τό Χρι­στό καί ἔ­χει ὑ­πο­χρέ­ω­σει νά  ζῆ  τή ζω­ή τοῦ Χρι­στοῦ. Εἶ­ναι πλέ­ον πο­λί­της τῆς βα­σι­λεί­ας τοῦ Θε­οῦ. Κα­ταρ­γή­θη­κε πλέ­ον ἡ ἀ­ναγ­κα­στι­κή δου­λεί­α στό σατα­νᾶ. Εἶ­ναι ἐ­λεύ­θε­ρος νά βα­δί­ση τό δρό­μο τῆς  αἰ­ωνι­ό­τη­τος ἄν τό  θέ­λει ἐκ βά­θους ψυ­χῆς, καί  μπο­ρεῖ νά  προ­χω­ρί­ση, ἐ­νῶ πρίν  ὁ δρό­μος αὐ­τός ἦ­ταν κλει­στός. Τώ­ρα τόν ἄ­νοι­ξε ὁ Κύ­ριος γιά ὅ­λους μας.Τό χρι­στι­α­νι­κό βά­πτι­σμα μέ τήν ἐ­πί­κλη­σι τοῦ ὀ­νό­μα­τος τῆς Ἁ­γί­ας Τριά­δος ἁ­γι­ά­ζον­ται τά νε­ρά καί γί­νον­ται γιά τόν βα­πτι­ζό­με­νο λου­τρό κα­θα­ρι­σμοῦ ἀ­πό κά­θε ἁ­μαρ­τί­α. Τό βά­πτι­σμα αὐ­τό συ­νέ­στη­σε ὁ Κύ­ριος στού μα­θη­τές Του  λέ­γον­τας:« Πη­γαί­νε­τε σ’ ὅ­λα τά ἔ­θνη καί νά τούς βα­πτί­ζε­ται στό ὄ­νο­μα τοῦ Πα­τρός, καί τοῦ Υἱ­οῦ καί τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος· καί¨ὅ­ποι­ος πι­στέ­ψει καί βα­πτι­σθεῖ θά σω­θῆ.» Αὐ­τό πα­ρέ­λα­βε καί ἡ ἐκ­κλη­σί­α μας ἀ­πό τούς ἀ­πο­στό­λους καί τό συ­νε­χί­ζει ἀ­πα­ράλ­λα­κτα μέ­χρι σή­με­ρα.Ἐ­νῶ ἡ ἐκ­κλη­σί­α τῆς Ρώ­μης και­νο­τό­μη­σε καί ἄλ­λα­ξε αὐ­τή τήν πα­ρά­δο­ση.
Στήν πο­ρεί­α τῆς  ὁ­λο­κλή­ρω­σης τοῦ χρι­στι­α­νι­κοῦ βί­ου ἀ­νε­φά­νη­σαν καί ἄλ­λα δύ­ο βα­πτί­σμα­τα τά ὁ­ποῖ­α ἐ­φάρ­μο­σαν ἑ­κα­το­μύ­ρια πι­στοί τοῦ Να­ζω­ραί­ου.Ἀ­πό τόν πρῶ­το κι­ό­λας αἰ­ώ­να φά­νη­κε τό βά­πτι­σμα τοῦ αἵ­μα­τος πού ἐ­λάμ­βα­ναν αὐ­τοί πού γιά τήν ἀ­γά­πη τοῦ Χρι­στοῦ τε­λεί­ω­ναν τό βί­ο τους μέ τό μαρ­τύ­ριο.Κι ἀ­κό­μα ἄν δέν  εἶ­χαν βα­πτι­σθεῖ μέ νε­ρό κα­θά­ρι­ζαν τίς ἁ­μαρ­τί­ες τους μέ τό λου­τρό τοῦ δι­κοῦ τους αἵ­μα­τος. Αὐ­τό τό βά­πτι­σμα κα­τά τόν Γρη­γό­ριο τό θε­ο­λό­γο εἶ­ναι σε­βα­σμι­ώ­τε­ρο τῶν ἄλ­λων, για­τί δέν μπο­ρεῖ νά τό μο­λύ­νη κα­μιά ἁ­μαρ­τί­α.
Ἕ­να ἄλ­λο βά­πτι­σμα πού ὅ­λοι οἱ ἁμαρτωλοί ἔ­χου­με στή δι­ά­θε­σί μας καί στά μέ­τρα μας εἶ­ναι καί τό βά­πτι­σμα τῶν δα­κρύ­ων, μέ τό ὁ­ποῖ­ο πολ­λοἰ ἁ­μαρ­τω­λοί ἔ­πλυ­ναν τόν λε­ρω­μέ­νο χι­τῶ­να τῆς ψυ­χῆς τους καί εὐ­α­ρέ­στη­σαν στό Θε­ό μέ τή με­τά­νοι­α καί τά δά­κρυ­ά τους.Αὐ­τό τό βά­πτι­σμα εἶ­ναι δι­α­θέ­σι­μο γιά κά­θε ἁ­μαρ­τω­λό ὅ­πως καί στό κα­θέ­να μας ξε­χω­ρι­στά. ὅ­λοι μας  ἁ­μαρ­τά­νου­με καί λε­ρώ­νου­με σί­γου­ρα τό χι­τῶ­να τοῦ βα­πτί­σμα­τός μας, για­τί λοι­πόν νά μήν με­τα­νο­ή­σου­με καί νά κλαύ­σου­με γιά νά σω­θοῦ­με;
Αὐτά τά βαπτίσματα εἶναι τά μέσα πού ἔχει ἡ Ἐκκλησία μας γιά νά καθαρίζη, νά φωτίζη, καί νά ὁλοκληρώνη τά μέλη της καί νά τά ὁδηγῆ στήν αἰώνια χαρά, στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

57. ΚΥ­ΡΙΑ­ΚΗ ΜΕ­ΤΑ ΤΑ ΦΩ­ΤΑ

(Ματθ. δ΄ 12-17)
κεῖνο τόν καιρό ἀ­κο­ύ­σας δὲ ὅ­τι Ἰ­ω­άν­νης πα­ρε­δό­θη ἀ­νε­χώ­ρη­σεν εἰς τὴν Γα­λι­λα­ί­αν. καὶ κα­τα­λι­πὼν τὴν Να­ζα­ρὲτ ἐλ­θὼν κα­τῴ­κη­σεν εἰς Κα­περ­να­οὺμ τὴν πα­ρα­θα­λασ­σί­αν ἐν ὁ­ρί­οις Ζα­βου­λὼν καὶ Νε­φθα­λε­ίμ· ἵ­να πλη­ρω­θῇ τὸ ῥη­θὲν διὰ Ἠ­σα­ΐ­ου τοῦ προ­φή­του λέ­γον­τος· Γῆ Ζα­βου­λὼν καὶ γῆ Νε­φθα­λε­ίμ, ὁ­δὸν θα­λάσ­σης, πέ­ραν τοῦ Ἰ­ορ­δά­νου, Γα­λι­λα­ί­α τῶν ἐ­θνῶν, ὁ λα­ὸς ὁ κα­θή­με­νος ἐν σκό­τει φῶς εἶ­δεν μέ­γα, καὶ τοῖς κα­θη­μέ­νοις ἐν χώ­ρᾳ καὶ σκιᾷ θα­νά­του φῶς ἀ­νέ­τει­λεν αὐ­τοῖς. Ἀ­πὸ τό­τε ἤρ­ξα­το ὁ Ἰ­η­σοῦς κη­ρύσ­σειν καὶ λέ­γειν· Με­τα­νο­εῖ­τε· ἤγ­γι­κεν γὰρ ἡ βα­σι­λε­ί­α τῶν οὐ­ρα­νῶν.
Μετάφρασι.
Έ­κεῖ­νο τόν και­ρό δέ ἄ­κου­σε ό '­Ι­η­σοῦς, ό­τι ό '­Ι­ω­άν­νης φυ­λα­κί­σθη­κε, ά­νε­χώ­ρη­σε γιά τή Γα­λι­λαί­α. Καί ά­φοῦ ἄ­φη­σε τή Να­ζα­ρέτ, πη­γε­καί κα­τοί­κη­σε στήν Κα­περ­να­ούμ, πού ἦ­ταν κον­τά στή λί­μνη, στά­ σύ­νο­ρα τῶν φυ­λων Ζα­βου­λών καί Νε­φθα­λείμ, καί ἔ­τσι ό­λο­κλη­ρώ­θη­λε ό λό­γος τοῦ Ή­σαΐ­α τοῦ προ­φή­του, ό ό­πο­ῖος λέ­γει: Ή χώ­ρα­ τῆς φυ­λῆς Ζα­βου­λών καί ή χώ­ρα τῆς φυ­λῆς Νε­φθα­λείμ, πού ἐ­κτεί­νε­ται κον­τά στή λί­μνη, πέ­ρα ά­πό τόν '­Ι­ορ­δά­νη, ἡ  Γα­λι­λαί­α τῶν έ­θνῶν (εί­δω­λο­λα­τρῶν), ό λα­ός ό κα­θή­με­νος στό σκο­τά­δι εἶ­δε ἥ­λι­ο ­με­γά­λο, ναί, στούς κα­θη­λω­μέ­νους στή χώ­ρα μέ τό βα­θύ σκο­τά­δι­ τοῦ θα­νά­του, σ' αυ­τούς ό ἥ­λιος ά­νέ­τει­λε. Ἀπό τό­τε ἄρ­χι­σε ό '­Ι­η­σοῦς νά κη­ρύττει καί νά λέ­γη: «M­ε­τα­νo­εῖl­τε, δι­ό­τι ἔ­φθα­σε ἡ βα­σι­λεί­α τῶν οὐ­ρα­νῶν».
«Καί κα­τα­λι­πών τήν Να­ζα­ρέτ,­.­.­.»
Πο­λύ ἁ­πλή ἡ  ἀ­φή­γη­σι τοῦ ση­με­ρι­νοῦ Εὐ­αγ-γε­λί­ου. Φαί­νε­ται νά εἶ­ναι μιά σύν­το­μη πλη­ρο­φο­ρί­α γιά τίς κι­νή­σεις καί τό δρο­μο­λό­γιο τοῦ Ἰ­η­σοῦ. Ὅ­σο ὅ­μως κι  ἄν μᾶς φαί­νε­ται ἁ­πλή πλη­ρο­φο­ρί­α, κρύ­βει μέ­σα της μιά τρα­γι­κή ἔγ­κα­τά­λει­ψι πο­λύ ζη­μι­ο­γό­να γιά τούς κα­τοί­κους τῆς Να­ζα­ρέτ, ἀλ­λά καί μιά σο­βα­ρή προ­ει­δο­ποί­η­σι πρός ὅ­λους τούς χρι­στια­νούς καί τίς χρι­στι­α­νι­κές κοι­νό­τη­τες ὅ­πως θά δοῦ­με στή συ­νέ­χεια.Τά ἁ­πλᾶ αὐ­τά λό­για τοῦ  Ματ­θαί­ου φέρ­νουν στήν ἐ­πι­φά­νεια ἕ­να σο­βα­ρό γε­γο­νός πού συ­νέ­βη­κε στή Να­ζα­ρέτ καί ἔ­φυ­γε ὁ Κύ­ριος κα­τα­δι­κά­ζον­τας ἔ­τσι τούς συμ­πα­τρι­ῶ­τες του νά μήν γευ­θοῦν τήν  Χά­ρι τοῦ Θε­οῦ καί τήν εὐ­λο­γί­α τῶν θαυ­μά­των .
«Κα­τα­λει­πών τήν Να­ζα­ρέτ, ἐλ­θών κα­τώ­κοι­σε στήν Κα­περ­να­ούμ.» Για­τί ὅ­μως φεῦ­γει ἀ­πό τήν Να­ζα­ρέτ;  Τί νά συ­νέ­βη­κε;  Στό ἐ­ρώ­τη­μα αὐ­τό θά μᾶς ἀ­παν­τή­ση ὁ εὐ­αγ­γε­λι­στής Λου­κᾶς πού συμ­πλη­ρώ­νει τόν Ματ­θαῖ­ο. Λέ­γει λοι­πόν ὁ Λου­κᾶς (4ο κεφ.) ὅ­τι ὅ­ταν ἐ­πρό­κει­το νά ἀρ­χί­ση τό ἔρ­γο του ὁ Ἰ­η­σοῦς, ἔ­φυ­γε ἀ­πό τήν Γα­λι­λαί­α καί πῆ­γε στή πα­τρί­δα του γιά νά ξε­κι­νή­ση ἀ­π’ ἐ­κεῖ τό σώ­τή­ριο κή­ρυγ­μά Του. Στήν πό­λι «οὐ ἦν τε­θραμ­μέ­νος». Ὅ­πως συ­νή­θι­ζε, τό Σάβ­βα­το πῆ­γε στή Συ­να­γω­γή. Ση­κώ­θη­κε νά δι­α­βά­ση καί τοῦ ἔ­δω­καν τό βι­βλί­ο τοῦ Προ­φή­τη Ἠ­σα­ΐ­α. Τό ἄ­νοι­ξε καί βρῆ­κε τό κεί­με­νο πού μι­λοῦ­σε γιά τόν ἐρ­χό­με­νο Μεσ­σί­α καί τό ἔρ­γο του. Συγ­κε­κριμ­μέ­να ἀ­πό τό στί­χο· «Πεῦ­μα Κυ­ρί­ου ἐ­π’ ἐ­μέ οὐ ἕ­νε­κεν ἔ­χρι­σέ με, εὐ­αγ­γε­λί­σα­σθαι πτω­χοῖς ἀ­πέ­σταλ­κέ με.» Ὅ­ταν τέ­λει­ω­σε καί ἄρ­χι­σε νά ἀ­να­λύ­η τήν προ­φη­τεί­α μι­λοῦ­σε μέ τέ­τοι­α χά­ρι καί γλυ­κύ­τη­τα ὥ­στε ὅ­λοι θαύ­μα­ζαν καί κρέ­μον­ταν ἀ­πό τά χεί­λη του. Ὅ­ταν ὅ­μως χρει­ά­στη­κε νά  ἐ­λέγ­ξη τήν ἀ­πι­στί­α τους καί νά καυ­στη­ριά­ση τήν συμ­πε­ρι­φο­ρά τους, τό­τε ἄλ­λα­ξε τό σκη­νι­κό·  ἔ­ξαλ­λοι σάν ἄλ­λοι μαι­νό­με­νοι ταῦ­ροι ὄρ­μη­σαν ἐ­ναν­τί­ον του καί τόν ἔ­βγα­λαν ἀ­πό τή Συ­να­γω­γή καί τόν ὁ­δη­γοῦ­σαν πρός τόν κρη­μνό γιά νά τόν φο­νεύ­σουν. Οἱ θε­ο­μά­χοι πή­γαι­ναν νά γί­νουν καί θε­ο­κτό­νοι.  Ἀλ­λά ὁ Κύ­ριος, ὅ­πως ἀ­να­φέ­ρει καί ὁ Λου­κᾶς « Δι­ῆλ­θε διά μέ­σου αὐ­τῶν», ἔ­φυ­γε καί  πῆ­γε στήν Κα­περ­να­ούμ. Αὐ­τή εἶ­ναι ἡ πε­ρί­πτω­σι πού ἀ­να­φέ­ρει τό ση­με­ρι­νό εὐ­αγ­γέ­λιο.
Ἡ ἀ­πάν­τη­ση λοι­πόν, στό για­τί ὁ Ἰ­η­σοῦς ἄ­φη­σε γιά πάν­τα τή Να­ζα­ρέτ ἦ­ταν ἡ κα­κί­α καί ἡ μι­σαλ­λο­δο­ξί­α τους ἡ ὁ­ποί­α τούς κα­τα­δί­κα­σε στήν ἐγ­κα­τά­λει­ψι ἀ­πό τό Σω­τῆ­ρα Χρι­στό. Ὑ­πάρ­χει με­γα­λύ­τε­ρη δυ­στυ­χί­α ἀ­πό αὐ­τή; Νά σέ ἐγ­κα­τα­λεί­ψη ὁ Θε­ός;  Οἱ Να­ζα­ρι­νοί ἔ­χα­σαν χά­νον­τας τόν Ἰ­η­σοῦ ἔ­χα­σαν καί τίς εὐ­ερ­γε­σί­ες ἀ­πό τά θαύ­μα­τά Του, ἀλ­λά καί τήν αἰ­ώ­νια ζω­ή.Τό πά­θη­μα αὐ­τό τῶν  Να­ζα­ρη­νῶν θά πρέ­πει νά  γί­νη μά­θη­μα στό χρι­στι­α­νι­κό κό­σμο, για­τί δέν εἶ­ναι λί­γοι χρι­στια­νοί πού μέ τή συμ­πε­ρι­φο­ρά τους δι­ώ­χνουν τό Σω­τῆ­ρα Χρι­στό ἀ­πό τή ζω­ή τους, ἀλ­λά καί ἔ­θνη χρι­στι­α­νι­κά πού δέν ὁ­δη­γοῦν­ται ἀ­πό τό Χρι­στό ἀλ­λά ἀ­πό τόν ἀν­τί­χρι­στον. Πα­ρά­δειγ­μα τά χρι­στι­α­νι­κά ἔ­θνη τῆς Εὐ­ρώ­πης πού συ­να­σπί­σθη­κα σέ  μιά Εὐ­ρω­πα­ϊ­κή ἕ­νω­σι καί ἐ­φαρ­μό­ζουν νό­μους ἀν­τί­θε­ους, πά­νω ἀ­πό κά­θε ἡ­θι­κή καί δι­και­ο­σύ­νη ἔ­δι­ω­ξαν τήν  χρι­στι­α­νι­κή ἠ­θι­κή καί ἐ­φαρ­μό­ζουν ἐ­κεί­νην τοῦ δι­α­βό­λου.  Ἄ­ξο­νας τῆς ζω­ῆς τους εἶ­ναι ἡ ὑ­λο­φρο­σύ­νη καί ἡ ἀ­πι­στί­α, καί θέ­λουν νά λέ­γον­ται καί χρι­στια­νοί. Χρι­στια­νοί μέ ζω­ή ἀ­νή­θι­κη καί βδε­λυ­χτή ἐ­νώ­πιον τοῦ Κυ­ρί­ου. Καί τό τρα­γι­κό γιά μᾶς εἶ­ναι πού  σμί­ξα­με μα­ζί τους  καί νο­μι­μο­ποι­οῦ­με τή  μοι­χεί­α, τήν πορ­νεί­α, τήν ὁ­μο­φυ­λο­φι­λί­α, τίς ἐ­κτρώ­σεις καί ἄλ­λα. Κα­κά. Πῶς  θά  μεί­νου­με χρι­στια­νοί μέ τέ­τοι­ους νό­μους ἀν­τί­θε­ους;. Δυ­στυ­χῶς ἡ μι­κρή μας νῆ­σος τῶν ἁ­γί­ων καί μαρ­τύ­ρων, ἀ­πο­μα­κρύ­νε­ται ὅ­λο καί πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πό τό Σω­τῆ­ρα Χρι­στό καί φο­βοῦ­μαι μή­πως κά­ποι­α στιγ­μή τό δι­ώ­ξου­με ἀ­πό κον­τά μας.  Αὐ­τή ἡ στα­δια­κή ἀ­πο­μά­κρυν­σι μας ἀ­πό τόν Ἰ­η­σοῦ μᾶς ἔ­φε­ρε τό­σα κα­κά καί δυ­στυ­χί­α καί ἀ­κό­μα δέ συ­νε­τι­ζό­μα­στε· τί νά πῆ κα­νείς; Μέ μα­θη­μα­τι­κή ἀ­κρί­βεια πλη­ρώ­νε­ται ἡ ἀ­πο­στα­σί­α καί θά ἔλ­θη ἡ κα­τα­στρο­φή, σύμ­φω­να μέ τό λό­γο τοῦ Κυ­ρί­ου· «Οἱ μα­κρύ­νον­τες ἑ­αυ­τούς ἀ­πό τοῦ Κυ­ρί­ου ἀ­πο­λοῦν­ται.» Δέ χω­ρεῖ κα­μιά ἀμ­φι­βο­λί­α.
Ἀ­δελ­φοί μου!
            Ὁ Χρι­στός εἶ­ναι τό φῶς τοῦ κό­σμου καί αὐ­τός πού μέ­νει κον­τά Του  ζεῖ μέ­σα στό φῶς, καί ὅ­ποι­ος πο­μα­κρύ­νε­ται ἀ­πό Αὐ­τόν θά ζή­ση γιά πάν­τα στό σκο­τά­δι τῆς κό­λα­σε­ως μέ τό δι­ά­βο­λο. Ἄς τό  λά­βου­με σο­βα­ρά ὑ­πό­ψιν αὐ­τό καί ἄς προ­σαρ­μο­ζό­μα­στε μέ τό θέ­λη­μά Του, γιά  νά μέ­νη γιά πάν­τα κον­τά μας γιά νά μᾶς θω­ρα­κί­ζη ἐ­ναν­τί­ον τοῦ Δι­α­βό­λου.




ΤΕ­ΛΟΣ ΤΩΝ ΕΥ­ΑΓ­ΓΕ­ΛΙ­ΩΝ
ΠΟΥ ΔΙ­Α­ΒΑ­ΖΟΝ­ΤΑΙ ΤΙΣ
ΚΥΡΙΑΚΕΣ ΟΛΟΥ ΤΟΥ ΕΤΟΥΣ


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου